Soul μπαλάντες και ελπιδοφόρες jazz μελωδίες
Κανείς δεν αμφισβητεί την τιμιότητα των προθέσεων της Norah Jones. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην προσπάθεια να πείσει τον ανυποψίαστο ακροατή ότι η ίδια του επικοινωνεί κάτι σπουδαίο. Στον ένατο δίσκο της η Norah Jones δουλεύει ξανά με τον έμπειρο μάστορα Leon Michel, έναν βετεράνο της ρετρό soul, σε μια γυαλισμένη παραγωγή. Τι συναισθήματα όμως επικοινωνεί η Norah Jones στα νέα της τραγούδια και από πού προκύπτουν; Ακόμα και η ανάγκη μας να συμπαθήσουμε τα νέα τραγούδια της σκοντάφτει στο ότι δεν υπάρχει μια αξιομνημόνευτη σύνθεση, με αποτέλεσμα η τραγουδίστρια να αναλώνεται σε ένα θολό ντραματάλε ύφος που μαρτυρά μια κούραση. Πραγματικά, η Norah Jones τραγουδάει τις soul μπαλάντες και τις ελπιδοφόρες jazz μελωδίες σαν να οργανώνει διακοσμητικά έναν εσωτερικό χώρο. Όχι πως δεν διαθέτει ερμηνευτική ικανότητα αρκετή για να καλύψει το έλλειμμα ενός συναισθήματος που θα σημαίνει κάτι για στον ακροατή. Ψάχνω άδικα να βρω στα τραγούδια της εκείνες τις ιδέες που θα δικαιολογήσουν τις εργατοώρες που ξοδεύτηκαν στο στούντιο. Ωστόσο, δεν την απορρίπτεις πλήρως.
Διατηρείς μια θετική στάση απέναντί της και προσπαθείς να κρατήσεις κάτι από το έργο της, ειδικά όταν σε τραγούδια όπως το «Staring at the wall» και το «Paradise» την ακούς να προσπαθεί να αποτινάξει το προφίλ της τραγουδίστριας σε καφέ-μπιστρό, προφανώς παρακινημένη από τη δική της ενοχή απέναντι στο πόσο ταιριάζει σ’ αυτό το στερεότυπο. Και συντάσσεσαι μαζί της ευχόμενος να έχει δισκογραφικό περιεχόμενο σε φρέσκα jazz μοτίβα. Και ξαφνικά ακούς στο «Ι just wanna dance» να τραγουδάει με το ύφος και τη διάθεση μιας γυναίκας που το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει είναι να χορέψει. Τελικά αισθάνεσαι ότι η Norah Jones απολαμβάνει αυτάρεσκα να εκφράζει κάτι αδικαίωτο, χωρίς όμως να το υποστηρίζει η μουσική της. Τα τραγούδια της, βέβαια, είναι προσεγμένα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κάτι παραπάνω από τραγούδια φτιαγμένα να ακούγονται σαν μουσικό χαλί σε ένα σαλόνι που περιμένει καλεσμένους για τη στιγμή που θα βγάζουν τα παλτό τους και θα σερβιριστούν με κρασί, με το play να πατιέται ακριβώς την ώρα που θα ανάψουν τα κεριά και θα χτυπήσει το κουδούνι. Δεν υπάρχει, με άλλα λόγια, το συστατικό που θα μας κάνει να ασχοληθούμε επί τούτου με τον προσωπικό κόσμο της συμπαθούς τραγουδίστριας.