Το Κράτος Δικαίου, το ΙΕΚ Καρατζαφέρη και το σύνδρομο Νίξον
Μέρα με τη μέρα η υπόθεση των Τεμπών μετατρέπεται στη Νέμεση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Λίγους μήνες αφότου η συντριπτική εκλογική νίκη δημιούργησε ένα σύννεφο αλαζονείας πλάι στον έμφυτο δεξιό κυνισμό, η έρευνα για το δυστύχημα που ετοιμάστηκε για να γίνει ένα σίκουελ των υποκλοπών -όπου η αντιπολίτευση και μερικοί νομικοί και διανοούμενοι θα γκρινιάζουν για τους κυβερνητικούς χειρισμούς αλλά η κοινωνία θα αδιαφορεί- έχει μετατραπεί στον απόλυτο εφιάλτη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η οποία όχι μόνο βλέπει να εξανεμίζεται το πλεονέκτημα ηγεμονίας που της έδωσε ο διπλός εκλογικός θρίαμβος του καλοκαιριού, αλλά επιπλέον έχει δει να δημιουργείται εντελώς απροσδόκητα ένας δεύτερος πόλος, ο οποίος απειλεί την πολιτική της πρωτοκαθεδρία. Είναι οι σχεδόν 1,4 εκατομμύρια υπογραφές που έχουν μπει κάτω από το ψήφισμα της Μαρίας Καρυστιανού για την αναθεώρηση του συντάγματος, την ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών και την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας όταν προκύπτει ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων. Για να καταλάβουμε το μέγεθος, στις περασμένες ευρωεκλογές η Ν.Δ. πήρε λιγότερες από 1,9 εκατομμύρια ψήφους. Αμέσως αμέσως η κυβέρνηση αποκτά έναν αντίπαλο. Κι αυτό ας μην υποτιμηθεί: Το βασικό της πλεονέκτημα έως τώρα ήταν η γενική αίσθηση ότι δεν είχε κανέναν.
Επιπλέον, ας δούμε κάτι. Στις υπογραφές αυτές κάτω από το ψήφισμα της Μαρίας Καρυστιανού «προστέθηκε» προσφάτως και άλλη μία, κάπως ιδιαίτερη. Πρόκειται για την «υπογραφή» της Ευρωπαίας εισαγγελέα. Η Λάουρα Κοβέσι έθεσε ουσιαστικά το ζήτημα ακριβώς στη βάση που το θέτουν οι συγγενείς των θυμάτων. Ότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών παρεμποδίζει τη δικαστική έρευνα και πρέπει να πάψει. Από τις πρωτοβουλίες της Κοβέσι και μετά ξεκινά ένα σπιράλ το οποίο θυμίζει το σύνηθες κυβερνητικό μοτίβο σε ανάλογες περιπτώσεις - με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει και μια εξοργισμένη κοινή γνώμη.
Μοτίβο-καρμπόν
Το κυβερνητικό μοτίβο είναι σαν βγαλμένο από καρμπόν. Πρώτα ο Άδωνης Γεωργιάδης (κατά προτίμηση αυτός, ίσως ως πάλαι ποτέ μελετητής του Στυλιανού Παττακού, τις μεθόδους του οποίου έχει ξεσηκώσει) κάνει δηλώσεις επιθετικής απαξίωσης του ξένου αξιωματούχου ή παράγοντα. Δεν έχει σημασία αν είναι η Ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ που θέτει ζητήματα για τις συνθήκες κράτησης των μεταναστών και μεταναστριών στα νησιά του Αιγαίου, η επίσης Ολλανδή Σόφι Ιν’τ Βελντ της Επιτροπής LIBE που αμφισβητεί τη λειτουργία του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα ή η δικαστικός από τη Ρουμανία. Η επωδός είναι η ίδια: Πρόκειται για ξένες -το ότι είναι γυναίκες μάλλον βοηθά στον αδώνειο απαξιωτικό λόγο- που μισούν τον πρωθυπουργό μας και τη χώρα μας. Επειδή έχει ήλιο; Επειδή «όταν εμείς είχαμε πολιτισμό αυτές ζούσαν πάνω στα δέντρα»; Επειδή είναι κατά βάθος κομμουνίστριες; Ποιος ξέρει - ο Άδωνης ίσως, ο οποίος χειρίζεται μια χαρά τον βαθύ δεξιό σεξιστικό και λαϊκιστικό λόγο που διδάχθηκε στο ΙΕΚ Καρατζαφέρης.
Μετά τον Άδωνη όμως, του οποίου η αμετροέπεια είναι έτσι κι αλλιώς το σήμα κατατεθέν μιας θλιβερής πολιτικής καριέρας, δουλειά πιάνει η Δικαιοσύνη - η επονομαζόμενη και ανεξάρτητη. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που, σε μια πρωτοφανή εκτροπή αντιποίησης αρχής, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου έσπευσε να απαντήσει στις αιτιάσεις του Ευρωκοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα τονίζοντας ότι το Κράτος Δικαίου είναι μια χαρά στην υγεία του γιατί το εγγυάται ο ίδιος ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο δικαστήριο έσπευσε να απαντήσει και στην αρχιεισαγγελέα της Ευρώπης. Σε μια εκφορά του λόγου που θύμισε πολύ το «παράδειγμα της σπασμένης τσαγιέρας» του Φρόιντ (όπου κάποιος που κατηγορείται ότι επέστρεψε μια δανεισμένη τσαγιέρα σπασμένη, απαντά ότι πρώτον την επέστρεψε ακέραια, δεύτερον ήταν σπασμένη ήδη όταν τη δανείστηκε και τρίτον δεν δανείστηκε ποτέ καμία τσαγιέρα), ο Άρειος Πάγος απάντησε στα δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία η Κοβέσι έθεσε κατά τη συνάντησή της με την ηγεσία της Δικαιοσύνης ζήτημα του νόμου περί ευθύνης υπουργών λέγοντας ότι πρώτον η Ευρωπαία εισαγγελέας ουδέποτε έθεσε τέτοιο ζήτημα, δεύτερον ότι κακώς το έθεσε γιατί δεν της πέφτει λόγος και τρίτον ότι είχε δίκιο και πράγματι ο νόμος απαγορεύει την έρευνα.
Διαψεύσεις… επιβεβαίωσης
Οι διαρκείς παρεμβάσεις της Δικαιοσύνης στο πλευρό της κυβέρνησης επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτό που επιχειρούν να διαψεύσουν: Ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια διαπλοκή εξουσιών που στοχεύει στη συγκάλυψη. Το κάνει όταν ερευνώνται οι υποκλοπές, όταν ερευνάται το ναυάγιο της Πύλου με τους εκατοντάδες νεκρούς, όταν ερευνώνται το δυστύχημα στα Τέμπη και οι συνθήκες που το προκάλεσαν. Η αναζήτηση δικαίου στην Ελλάδα δεν λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, αλλά πότε στο Στρασβούργο και πότε στις Βρυξέλλες.
Μπορεί η ελληνική κοινωνία να πιάσει το νήμα από τις ευρωπαϊκές παρεμβάσεις υπεράσπισης του δικαίου; Δεν υπάρχει ακόμα απάντηση σ’ αυτό. Η υποστήριξη στην προσπάθεια των συγγενών των θυμάτων είναι μαζική και ως έναν ορισμένο βαθμό απολογητική για την παρ’ ολίγον λήθη του εγκλήματος. Όμως το να περάσει η υποστήριξη από το επίπεδο της λαϊκής παρόρμησης σ’ αυτό της παραγωγής πολιτικής, να θέσει δηλαδή το ζήτημα του είδους των μεταφορών και ευρύτερα των κοινωνικών υπηρεσιών, υπάρχει ακόμα δρόμος.
Αυτός ο δρόμος σε κάθε περίπτωση θα είναι κακοτράχαλος για την κυβέρνηση, που βρίσκεται πλέον ξεκάθαρα αντιμέτωπη με το σύνδρομο Νίξον. Ο μακαρίτης παλιός Πρόεδρος των ΗΠΑ, θα το θυμίσουμε, πέτυχε έναν αδιανόητο εκλογικό θρίαμβο κατά την επανεκλογή του το 1972 διασύροντας όσους έθεταν ζήτημα σκανδάλου στην υπόθεση Watergate. Αυτό δεν τον έσωσε από το να παραιτηθεί ατιμασμένος δύο χρόνια αργότερα για την ίδια υπόθεση, για την οποία -τάχα- ο λαός είχε αποφασίσει.