Η Γάζα έφερε πιο κοντά Ιράν και Ρωσία
Μόσχα και Τεχεράνη φαίνεται ότι οδηγούνται σε μια στρατηγική συμμαχία με «κουμπάρα» την Τουρκία, αλλά υπάρχει και μια σειρά άλλων τρίτων που θα μπορούσαν να κλονίσουν αυτή τη σχέση
Αυτό που προκάλεσε τα δεινά της ανθρωπότητας είναι η μονομερής συμπεριφορά και μια άδικη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, μια εκδήλωση της οποίας φαίνεται στη Γάζα σήμερα». Τα λόγια του Προέδρου του Ιράν Εμπραχίμ Ραϊσί στις 7 Δεκεμβρίου, δύο μήνες μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, δεν ειπώθηκαν σε κάποιο τυχαίο μέρος, αλλά στη Μόσχα κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Μπορεί ο Ρώσος Πρόεδρος να μην επιδοκίμασε δημόσια αυτή την τοποθέτηση, αλλά δεν έδειξε και να διαφωνεί. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος και ο τόπος της συνάντησης ήταν ενδεικτικοί αυτού που έχουν καταγράψει εδώ και καιρό στη Δύση και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Ο πόλεμος στη Γάζα έχει απομακρύνει ακόμα περισσότερο τις δύο χώρες από τον δυτικό κόσμο και τις έχει φέρει σίγουρα πιο κοντά. Οι δύο Πρόεδροι είχαν αρκετές τηλεφωνικές συνομιλίες και αξιωματούχοι των δύο χωρών έχουν πραγματοποιήσει αρκετές συναντήσεις τους τελευταίους μήνες, δηλώνοντας δημόσια τη συναντίληψή τους σε μια σειρά θεμάτων. Κάτι που έγινε και στο πλαίσιο των συνομιλιών της Αστάνα με τη συμμετοχή και της Τουρκίας. Εκεί καταδικάστηκε η ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα και ζητήθηκε «να τερματιστεί η βίαιη επίθεση του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων».
Το Ιράν και η Ρωσία έχουν χαρακτηρίσει υποκριτική τη στάση της Δύσης στη σύγκρουση στη Γάζα, α
ντιπαραθέτοντάς τη με εκείνη σε άλλες παγκόσμιες συγκρούσεις, ειδικά στην Ουκρανία. Έτσι κι αλλιώς το Ιράν είχε ουσιαστικά υιοθετήσει τις ρωσικές απόψεις μετά την εισβολή στην Ουκρανία, κατηγορώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους γι’ αυτή την εξέλιξη.
Αυτό που επίσης δεν πέρασε απαρατήρητο είναι ότι με την κοινή τους δήλωση οι τρεις χώρες εκδηλώνουν την πρόθεση να συνεργαστούν στενότερα και στην υπόθεση της Συρίας, αλλά και γενικότερα φαίνεται να διαμορφώνουν ένα πλαίσιο κοινής αντιμετώπισης της συνολικότερης κατάστασης στη Μέση Ανατολή, που ξεφεύγει από τα στενά όρια της Γάζας. Για παράδειγμα, η αδυναμία του δυτικού μετώπου να εξολοθρεύσει τους υποστηριζόμενους από το Ιράν Χούθι στην Υεμένη και η συνεχιζόμενη δράση ομάδων πολιτοφυλακής στο Ιράκ και στη Συρία δείχνουν ότι η κρίση έχει πλέον επεκταθεί και απειλεί να αποκτήσει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αποτελούν και ένα σαφές μήνυμα για τις δυνατότητες της Τεχεράνης να διεξαγάγει έναν «ασύμμετρο πόλεμο» με τη Δύση σε μια σειρά από μέτωπα. Η συνεργασία Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας αποτελεί δήλωση ευρύτερης αμφισβήτησης των μεθόδων διαχείρισης περιφερειακών κρίσεων από τον δυτικό κόσμο. Κάτι που πολλοί ξένοι αναλυτές θεωρούσαν αναμενόμενο ήταν η προσπάθεια της Μόσχας να ενισχύσει την επιρροή της στον μουσουλμανικό κόσμο, ξεπληρώνοντας παράλληλα και την «υποχρέωση» απέναντι στην Τεχεράνη για τη στήριξή της στην Ουκρανία. Από την άλλη, η Ισλαμική Δημοκρατία, βα
σικός υποστηρικτής της Χαμάς, αποκτά έναν σημαντικό σύμμαχο στην περιοχή, και όχι μόνο.
Ενα άλλο ζήτημα αφορά την ισχυροποίηση των καθεστώτων στο εσωτερικό τους με την αξιοποίηση της αντιδυτικής ρητορικής. Αυτό ήταν πρόδηλο και στις τελευταίες εκλογές στη Ρωσία που οδήγησαν στον «θρίαμβο» του Πούτιν, αλλά και στις εκλογές που έγιναν στις αρχές Μαρτίου στο Ιράν, τις οποίες το καθεστώς επιχείρησε να παρουσιάσει ως επιβεβαίωσή του, παρά το τεράστιο ποσοστό της αποχής που άγγιξε σχεδόν το 60%.
Το Ιράν ως πυρηνική δύναμη;
Η σχέση της Τεχεράνης με τη Δύση έχει πλέον επιβαρυνθεί περαιτέρω και οι προοπτικές για αναβίωση της πυρηνικής συμφωνίας του Ιράν ή για την επίτευξη νέας συμφωνίας με τις ΗΠΑ μοιάζουν πολύ μακρινές. Αυτό είναι κάτι που δεν επιθυμούσαν απαραιτήτως στην Ουάσιγκτον σε μια προεκλογική χρονιά. Βεβαίως τα πλήγματα που έχουν υποστεί τόσο η Χαμάς όσο και διάφορες άλλες μη κρατικές οργανώσεις που έχουν τη στήριξη του Ιράν δεν είναι αμελητέα, αλλά εγκυμονούν και άλλους κινδύνους. Ένας από αυτούς αφορά την «παραδοσιακή ανησυχία» για ανάπτυξη πυρηνικών όπλων σε συνεργασία τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Κίνα. Η επίσκεψη του γραμματέα του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Ιράν Αλί Ακμπάρ Αχμαντιάν στη Μόσχα και η αυξημένη έμφαση και από τις δύο πλευρές στην οριστικοποίηση μιας μακροπρόθεσμης συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας
δημιούργησαν προβληματισμούς προς αυτή την κατεύθυνση. Επί του παρόντος δεν υπάρχουν, πάντως, συγκεκριμένα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η Ρωσία θα υποστήριζε ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, ανάλογα με τις μελλοντικές σχέσεις Ρωσίας-Δύσης.
Ταυτόχρονα έχουν προκύψει αναφορές που υποδηλώνουν ότι το Ιράν αποφάσισε τελικά να παράσχει στη Ρωσία βαλλιστικούς πυραύλους. Η Ρωσία απέκτησε, επίσης, ένα νέο μοντέλο ιρανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών, το Shahed 238. Όλες αυτές οι ενδείξεις μαρτυρούν ότι και οι δύο πλευρές, με γνώμονα τις πρακτικές ανάγκες τους και τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές προοπτικές τους, τείνουν όλο και περισσότερο να σφυρηλατήσουν μια ισχυρή στρατιωτική συνεργασία. Αυτό που φαίνεται να ελπίζουν, πάντως, κάποιοι στη Δύση είναι ότι η Μόσχα δεν θα διακινδύνευε το σχέδιό της να καλλιεργήσει στενότερες σχέσεις τόσο σε διπλωματικό όσο και σε εμπορικό και επενδυτικό επίπεδο με τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορούσε το δίλημμα της Ρωσίας σε σχέση με τη διαφωνία Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και Ιράν για το καθεστώς τριών νησιών στον Περσικό Κόλπο, που τελικά αναγκάστηκε να στηρίξει την άποψη της Τεχεράνης, αναθεωρώντας την αρχική προσέγγιση υπέρ των Εμιράτων. Ο πόλεμος στη Γάζα έχει τώρα αμβλύνει τις τριβές στις σχέσεις της Τεχεράνης με αραβικές πρωτεύουσες, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτό θα ισχύει και μακροπρόθεσμα.