Ο μικρός μιγάς απ’ τη Λουιζιάνα*
έπαιζα με τρεις φίλους στο Desire, για ένα αμφίβολης ποιότητας κοινό. Προκλητικά ντυμένες και ξανθοβαμμένες κρεολές, περαστικοί φορτηγατζήδες και σωματώδεις εργάτες του εργοστασίου επεξεργασίας ξυλείας του Avondale, που ερχόντουσαν με τις φόρμες της δουλειάς, πίνανε πεντέξι μπίρες, μεθάγανε, σπάγανε και βρίζανε τα σόγια τους και τ’ αφεντικά τους. Μόνο ένας δάσκαλος του δημοτικού σχολείου έδειχνε να ξέρει από τζαζ και κάποιοι παλιόφιλοι, που ανέκαθεν εκτιμούσαν τις ντραμιστικές μου αρετές.
Δεν ήταν τα καλύτερά μας χρόνια. Ούτε για μένα, ούτε γι’ αυτούς τους δύστυχους. Η αμοιβή μας για τις -ο θεός να τις κάνει- «εμφανίσεις» μας ήταν η δωρεάν διαμονή στο πανδοχείο από πάνω, ο μαύρος πρωινός καφές, ένα πιάτο φαγητό μεσημέρι-βράδυ και τα λίγα δολάρια που άφηναν στον δίσκο, μπροστά στην ορχήστρα, αριά και πού, οι πιο μερακλήδες. Α, το ξέχασα! Δωρεάν μας παρείχαν τις υπηρεσίες τους και τα «κορίτσια».
Στην τζαμαρία δίπλα στην πόρτα της εισόδου διέκρινα τα μάτια του. Μάτια φλογισμένα κι εκστασιασμένα, από τι; Από την απαγορευμένη επιθυμία να μπει στο μαγαζί; Αργότερα κατάλαβα. Ήταν η μουσική που αναστάτωνε τον ψυχισμό αυτού του γιγαντόσωμου παιδιού.
Στο διάλειμμα, βγήκα έξω για τσιγάρο. Με είδε κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από μια παλιά ξεθωριασμένη Μπιούικ. Τον κράτησα από το πέτο, τον ρώτησα ποιος είναι, κι εκείνος τρέμοντας μου είπε πως τον έλεγαν John. Big John τον είπα τότε εγώ. Μ’ αυτό το όνομα ο μικρός μιγάς απ’ τη Λουιζιάνα έγινε γνωστός στον Νότο και μετά, σ’ ολόκληρη την Κοινοπολιτεία...
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Το μπλουζ του Big John», Εκδόσεις Εύμαρος