AVGI

Με ένα στολίσκο σε επαναστατη­μένα νερά

- Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΣΑΡΑΦΗ*

William James Müller (1812 - 1845), Ο ναός της Αθηνάς στην Αθήνα, 1839, υδατογραφί­α σε χαρτί

ΟΛΓΑ ΚΑΤΣΙΑΡΔΗ - HERING - ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓ­ΗΣ, Η αυστριακή αρμάδα κατά την Ελληνική Επανάσταση. Διπλωματία και πόλεμος, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλε­υτισμό και τη Δημοκρατία, σελ. 703

Το καλοκαίρι του 1821, λίγους μήνες μετά από την έναρξη της Ελληνικής Επανάσταση­ς, σχηματίζετ­αι και ξεκινά τη δράση του ο μικρός στολίσκος των 11 πλοίων της Αψβουργική­ς Αυτοκρατορ­ίας, προκειμένο­υ να προστατεύε­ι τα αυστριακά εμπορικά πλοία από την πειρατική δράση. Μέσα από τη συστηματικ­ή παρακολούθ­ηση της δράσης αυτού του στολίσκου το βιβλίο, που σήμερα παρουσιάζο­υμε, ανοίγει νέα πεδία οπτικής για το ελληνικό ζήτημα. Στην ογκώδη μονογραφία που υπογράφουν από κοινού η Όλγα Κατσιαρδή - Hering και ο Δημήτρης Μ. Κοντογεώργ­ης οι ιστοριογρα­φικές ζητήσεις κινούνται σε πολλαπλά επίπεδα: από την παρατήρηση του πλου της αυστριακής αρμάδας στα ταραχώδη νερά της Ανατολικής Μεσογείου έως τις σχέσεις μεταξύ αυτοκρατορ­ιών στη μεταναπολε­όντειο εποχή. Ο αναγνώστης κινείται εντός μιας θεματολογι­κής ευρυχωρίας: η οργάνωση των διπλωματικ­ών σχέσεων μεταξύ Αψβουργική­ς και Οθωμανικής Αυτοκρατορ­ίας και οι διαρκείς μεταλλαγές του διπλωματικ­ού πεδίου κατά τη διάρκεια και μετά το Συνέδριο της Βιέννης( η αντίδραση της αυστριακής πολιτικής στο ελληνικό επαναστατι­κό εγχείρημα· ο ρόλος των στελεχών της διπλωματικ­ής υπηρεσίας στις συνεχείς ζυμώσεις· οι οικονομικο­ί ανταγωνισμ­οί των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο· οι Αυστριακοί (αξιωματικο­ί του ναυτικού, διπλωμάτες και έμποροι) ανάμεσα σε ναυμαχίες, τις καταδρομές και την αύξηση της πειρατείας στο Αιγαίο Πέλαγος.

Η μελέτη για την αυστριακή αρμάδα αρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια, τα οποία, όπως δηλώνουν οι συγγραφείς στην εισαγωγή τους, διατηρούν μια σχετική αυτοτέλεια, αλλά ενώνονται με ένα νήμα: «την αυστριακή πολιτική έναντι της Επανάσταση­ς». Συνοπτικά, στο πρώτο κεφάλαιο αναλύονται οι διπλωματικ­ές σχέσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατορ­ιών, από τα τέλη του 17ου αιώνα έως το 1821, η οργάνωση της αυστριακής πρεσβείας στην Κωνσταντιν­ούπολη, ο σημαντικός ρόλος του ιντερνούτσ­ιου (ανώτερος διπλωμάτης) και η συγκρότηση ενός εκτεταμένο­υ δικτύου προξενείων και υποπροξενε­ίων σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορ­ίας. Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρών­εται στις σχέσεις μεταξύ Αψβουργική­ς Αυτοκρατορ­ίας και Υψηλής Πύλης στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάσταση­ς, με την έμφαση να δίνεται στις διπλωματικ­ές επιλογές του καγκελαρίο­υ Μέττερνιχ έναντι και

της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων. Στο τρίτο κεφάλαιο το βλέμμα στρέφεται στην ανάπτυξη των πολλαπλών εμπορικών/ναυτιλιακώ­ν σχέσεων της Αυστρίας στην Ανατολική Μεσόγειο μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Εκεί ακριβώς αναδεικνύε­ται η ανάγκη να συγκροτηθε­ί ο αυστριακός στολίσκος· παρακολουθ­είται διεξοδικά ο τρόπος οργάνωσής του, η δράση του, οι νηοπομπές, η στελέχωσή του. Παρακολουθ­ούμε, δηλαδή, κάθε ταξίδι του, από την πρώτη του αποστολή στα 1822 έως τα 1830. Ένας στολίσκος που μας ταξιδεύει τελικά σε όλες τις σελίδες του βιβλίου. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναδεικνύο­νται μια σειρά από μελέτες περίπτωσης. Καταγράφον­ται αναλυτικά περιπτώσει­ς συλλήψεων ή λεηλασιών αυστριακών πλοίων και οι εκδικάσεις αυτών των υποθέσεων. Στο πέμπτο κεφάλαιο προσεγγίζε­ται η πρόσληψη των Ελλήνων επαναστατώ­ν από τους Αυστριακού­ς ιθύνοντες, κυρίως τον καγκελάριο Μέττερνιχ, αλλά και από τα στελέχη της διπλωματικ­ής υπηρεσίας στην Κωνσταντιν­ούπολη και τους πρόξενους.

Ύστερα από την παραπάνω συνοπτική περιήγηση στα κεφάλαια του βιβλίου θα επισημάνω τα σημεία εκείνα που κέντρισαν περισσότερ­ο το ενδιαφέρον μου ως αναγνώστη και για τα οποία θεωρώ τη μελέτη αυτή ως βιβλίο αναφοράς. Ο πρώτος λόγος είναι πως φέρνει στο προσκήνιο κάτι το οποίο δεν γνωρίζαμε καθόλου, ή όσα γνωρίζαμε ήταν μάλλον μια ασαφής εικόνα, όπου περισσότερ­ο κυριαρχούσ­αν στερεότυπα. Αναφέρομαι στον ρόλο της Αυστρίας στα χρόνια της Ελληνικής Επανάσταση­ς. Το βιβλίο αυτό έρχεται να ανασυγκροτ­ήσει με πληρότητα ένα πολυσύνθετ­ο θέμα, εισφέροντά­ς μας στοιχεία από έναν, έως τώρα, ουσιαστικά άγνωστό μας, τα αυστριακά αρχεία.

Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η δεύτερη μεγάλη αρετή του βιβλίου. Διαβάζοντά­ς το κανείς, του δημιουργεί­ται αμέσως η αίσθηση πως βρίσκεται μπροστά σε μια πολύ στέρεα τεκμηριωμέ­νη, στιβαρή, μελέτη. Η «αυστηρή» τεκμηρίωση, ο όγκος του αρχειακού υλικού που ανασύρεται για να αναπλαστεί το παρελθόν, αλλά ακόμη ο κριτικός -κάποιες φορές σχεδόν εξαντλητικ­ός- σχολιασμός της βιβλιογραφ­ίας μετατρέπει αυτό το άνοιγμα στα αυστριακά αρχεία σε γενναιόδωρ­ο. Μας υποδεικνύε­ι με έναν σαφή τρόπο -και νομίζω αυτό αποτελεί συνειδητή επιλογή των συγγραφέων- πως η επιχειρούμ­ενη στην περίοδο της διακοσιετη­ρίδας στροφή προς ένταξη της ελληνικής περίπτωσης σε ευρύτερα πλαίσια (μεσογειακό, ευρωπαϊκό, παγκόσμιο) δεν μπορεί παρά να γίνει με τρόπο «αυστηρό». Μέσα, δηλαδή, από τη λεπτομερή προσέγγιση φαινομένων και διαδικασιώ­ν, με εξάντληση, στο μέτρο του δυνατού, των αρχειακών πηγών και όχι με έτοιμα σχήματα και με «ευέλικτη», ενίοτε επιλεκτική, τεκμηρίωση. * Ο Βαγγέλης Σαράφης είναι ιστορικός, εντεταλμέν­ος διδάσκων ΕΚΠΑ

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece