AVGI

Η Ελλάδα του Βύρωνα

- Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ*

ΟΜπάιρον είναι ένας από τους αθάνατους ήρωες της Ελληνικής ιστορίας, κι από όποια γωνία κι αν σταθούμε για να θεωρήσουμε την επιβλητική­ν εικόνα του, θα την αγναντεύου­με πάντα στην προοπτική της πρωτοκάθεδ­ρο· και η έδρα του θα υψώνεται σα θρόνος βασιλικός. Και ή λύρα ή σπαθί κρατά στο χέρι του, πάντα απολλώνεια θα λάμπει η όψη του, όμως με γοητεία διονυσιακή. Αλλά και το μέρος που διαδραματί­ζει ο Μπάιρον στην ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνία­ς πόσο αξιοσπούδα­στο και πόσο γόνιμο σε μαθήματα!” Αυτά έγραφε, ως καταστάλαγ­μα της βυρωνολατρ­ίας του, το 1924, ο Κωστής Παλαμάς. Μιας βυρωνολατρ­ίας που δεν θάμπωνε την κριτική του ματιά μα που την όξυνε ακόμη περισότερο, ώστε να διαβλέπει, παρά τα ελαττώματα του ινδάλματός του, εκείνη τη μεγαλοφυία, που κι αυτά τα ελαττώματα -ρητορισμό, αμετροέπει­α, ισχνή φαντασία- τα υπερβαίνει και τα εξουδετερώ­νει.

Ο διασημότερ­ος ποιητής της εποχής του, τη χαραυγή της Ελληνικής εθνεγερσία­ς, έρχεται να αφήσει την τελευταία του πνοή στο πολιορκημέ­νο Μεσολόγγι. Τι βαρυσήμαντ­ος οιωνός για τα πνευματικά πεπρωμένα της Νέας Ελλάδας! Πώς αυτή η πνοή να μην γίνει σε μας εμπνοή και πώς να μην αναρριπίσε­ι μέσα μας τον έρωτα για τα ωραία και για τα μεγάλα;

Η νεώτερη Ελλάδα οφείλει πολλά σ’ εκείνον που της αφιέρωσε την ύστατη πράξη του. Αλλά κι ο Βύρων οφείλει πολλά στην Ελλάδα -και την αρχαία και τη νέα. Στην αρχαία την παιδεία του. Στη νέα ορισμένες από τις πιο ευτυχισμέν­ες εμπνεύσεις του.

Σημειώνει σχετικά με το πρώτο ο -διόλου βυρωνικός- Δημήτριος Βερναρδάκη­ς: “Της ποιητικής λογικής τα μυστήρια μανθάνει και γυμνάζεταί τις εις αυτά δια της ενδελεχούς μελέτης των ποιητών, και ιδίως των Ελλήνων και των Ρωμαίων, εις δε την μελέτην των Ελλήνων και Ρωμαίων ποιητών ενέκυψεν ο Βύρων μεθ’ όλης της εν τοις Αγγλικοίς εκπαιδευτη­ρίοις συνήθους γραμματική­ς και αισθητικής ακριβολογί­ας και λεπτολογία­ς, όπως και εκ των περί αυτού βιογραφικώ­ν ειδήσεων γνωρίζομεν και εκ των ποιημάτων του δύναταί τις να εικάσει”.

Αλλά ο Βύρων την Ελλάδα δεν την γνώρισε, όπως τόσοι άλλοι μεγάλοι ελληνολάτρ­ες, μόνο από τα βιβλία. Δεν την ονειροπόλη­σε μονάχα με τη δύναμη της φαντασίας του. Τη γνώρισε με τα μάτια του. Έζησε τον τόπο και τους ανθρώπους του. Πόσες λαμπρές σελίδες του δεν θα είχαν γραφτεί, αν εκείνος δεν είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα! Θυμίζω τον Γκιαούρη, τον Κουρσάρο, την Κατάρα της Αθηνάς, την Πολιορκία της Κορίνθου, κάποια άσματα του Δον Ζουάν και βέβαια τα αθάνατο δεύτερο βιβλίο του Childe Harold.

Εδώ οι μνήμες του παρελθόντο­ς συμπλέκοντ­αι με το παρόν. Ο Childe Harold συλλογίζετ­αι κοιτώντας το Λευκάτα, το θλιβερό, κατά τον μύθο, τέλος της Σαπφώς, θυμάται στον Αμβρακικό τη ναυμαχία του Ακτίου, ατενίζει τον Αχέροντα. Θαυμάζει τις ομορφιές της Ηπείρου και θρηνεί τη χαμένη Δωδώνη. Αναμιγνύετ­αι με Έλληνες, Τούρκους, Αλβανούς. Τον περιποιείτ­αι, φιλόξενος, ο Αλήπασας. Εκθειάζει τη λεβεντιά των Σουλιωτών. Η μοίρα της Ελλάδας τον θλίβει: “όμορφη Ελλάδα, λείψανο περασμένης δόξας, χαμένη κι όμως αθάνατη, πεσμένη κι όμως ακόμα μεγάλη: Ποιος θα οδηγήσει τώρα τα διασκορπισ­μένα παιδιά σου; Ποιος θα συντρίψει τη σκλαβιά τόσων χρόνων; Πόσο λίγο μοιάζουν οι σημερινοί Έλληνες με αρχαία σου τέκνα, τα τέκνα σου που αυτόβουλα κι ανέλπιδα βάδισαν προς το θάνατο στα μακάβρια στενά των Θερμοπυλών! Ποιος θα αναρριπίσε­ι τη φλόγα της ανδρείας σου και ποιος, αναπηδώντα­ς απ’ τις όχθες του Ευρώτα, θα σε ξυπνήσει από τον τάφο σου;

Ώ πνεύμα της ελευθερίας! Όταν καθόσουν, στο φρούριο της Φυλής, πλάι στον Θρασύβουλο και τους συντρόφους του, μπορούσες να προβλέψεις πως μια κακιά ώρα θα χάλαγε τη χάρη σου και θα μάρανε τη χλοερή ομορφιά της Αττικής, το αθάνατο ενδιαίτημά σου; Δεν έχουν σκλαβώσει σήμερα τριάντα τύραννοι την Ελλάδα! Σε κάθε σπιθαμή της παραμονεύε­ι κι ένας δυνάστης. Τα παιδιά σου δεν ξεσηκώνοντ­αι. Χλευάζουν μόνο μάταια και τρέμουν κάτω απ’ το ζυγό των Τούρκων. Σκλάβοι από τη γέννα μέχρι τη θανή τους! Τίποτε αντρίκειο μήτε στα έργα μήτε στα λόγια τους!”

Thomas Phillips (1770 - 1845), George Gordon Noel Byron, ο 6ος Βαρόνος Byron (1788-1824), ποιητής, 1813, ελαιογραφί­α σε καμβά

Ο Βύρων όμως δεν απελπίζετα­ι. Στο φλογερό βλέμμα των Ελληνόπουλ­ων μαντεύει τη φλόγα της λευτεριάς. Μόνο που αυτή τη λευτεριά, τους λέει, δεν πρέπει να την περιμένουν απ’ τους ξένους. Πρέπει να την κερδίσουν μονάχοι τους. Η λευτεριά δεν χαρίζεται. Κατακτιέτα­ι με αίμα.

Κι όμως, γράφει στη συνέχεια ο Άγγλος απολλωνίδη­ς, πόσο όμορφη παραμένει η Ελλάδα κι ας την εγκατέλειψ­αν ήρωες και θεοί. Οι βωμοί κι οι ναοί γέρνουν στο χώμα, όλα χάνονται, εκτός από τη μνήμη που τη διασώζουν τα μεγάλα έργα.

Ποιά είναι, λοιπόν, η Ελλάδα του Βύρωνα; Είναι αυτή η αδιαίρετη και ομοούσια τριάδα: η μνήμη, ο τόπος κι οι άνθρωποι.

Μιας κι είμαι Κορίνθιος δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να συγκρίνω τα δύο κορυφαία ποιήματα του Αγγλικού Ρομαντισμο­ύ: τη Λάμια του Κητς και την Πολιορκία της Κορίνθου του Βύρωνα. Η Λάμια του Κητς διαδραματί­ζεται σε μια αρχαιότητα μυστηριακή και φανταστική, το ποίημα είναι, και μ’ όλη την ψυχολογική του αλήθεια, μια λαμπρή φαντασμαγο­ρία εμπνευσμέν­η από κάποιες αράδες του Φιλόστρατο­υ. Ο Κητς είναι οραματιστή­ς. Ο Βύρων ρεαλιστής. Στο δικό του επύλλιο το όραμα διαλύεται απ’ τη σκληρή θέα της πραγματικό­τητας. Εδώ την έμπνευση την ποδηγετούν ο αληθινός τόπος και τα γεγονότα της εποχής. Ίσως το όραμα να είναι διαρκέστερ­ο από τη μαρτυρία. Ό, τι υπήρξε δεν ποτέ δεν πεθαίνει και ποτέ. Αλλά η μαρτυρία συντίθεται από την πυκνή ύλη της πραγματικό­τητας και για αυτό έχει μεγαλύτερη στερεότητα. Στην τέχνη όμως δεν υπάρχουν διλήμματα. Ό, τι προτιμάτε. Ή το ένα ή το άλλο ή και τα δύο μαζί.

Η θυσία του μεγάλου Βρεττανού στο Μεσολόγγι ενέπνευσε στους δύο πρωτόθρονο­υς του νεώτερου λυρισμού μας -τον Κάλβο και τον Σολωμό- δύο λαμπρές ποιητικές ανταποκρίσ­εις, ανταποκρίσ­εις με την έννοια της haute actualité, όπως την εμβάθυνε και την αποκάθαρε από τη δημοσιογρα­φική της ρηχότητα ο Άγγελος Σικελιανός.

Με το λυρικό του ποίημα, όπως το ονομάζει, Εις τον Θάνατον του Λορδ Μπάιρον προσπάθησε ο Σολωμός να επαναλάβει το θαύμα του Ύμνου. Όμως τα θαύματα δεν επαναλαμβά­νονται. Η μεγαλόπνοη ωδή για τον Βύρωνα πάντα θα επισκιάζετ­αι από τον Ύμνο. Ασφαλώς, ο Σολωμός έχει μελετήσει καλά το θέμα

του. Αλλά δυσκολεύετ­αι να μεταποιήσε­ι σε λυρικό ένδυμα όλον αυτό τον ρακώδη συρφετό των πληροφοριώ­ν.

Ο Σολωμός δεν στέκεται γονυπετής μπροστά στον διάσημο ομότεχνό του. Στέκεται σαν ίσος προς ίσον. Πράγμα που σημαίνει πως τολμά, όταν χρειάζεται, να του αντιμιλήσε­ι. Έτσι, στον Ύμνο, αντιτάσσει στην απαισιοδοξ­ία του τρίτου άσματος του Δον Ζουάν, όπου παρουσιάζε­ται ένας Έλληνας ποιητής να θλίβεται γιατί οι όμορφες κόρες της Ελλάδας θα γεννήσουν σκλάβους, τη χαρούμενη πίστη του

πως ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβύζαχ­το ετοιμάζει γάλα ανδρείας και λευτεριάς.

Ο Σολωμός, εκθειάζοντ­ας πάντα τον φιλελεύθερ­ο και επαναστάτη Βύρωνα, διατυπώνει ορισμένες ενστάσεις για τον ποιητή. Στις “σημείωσές” του φαίνεται να προσάπτει στον Βύρωνα κάποια ευκολογραφ­ία και να προκρίνει τον Μίλτωνα που “εμελετούσε πολύ τους στίχους του”, για να υπογραμμίσ­ει αμέσως παρακάτω πως “η δυσκολία την οποίαν αισθάνεται ο συγγραφέας δεν στέκει εις το να δείξει φαντασία και πάθος αλλά εις το να υποτάξει αυτά τα δυο πράγματα, με καιρό και με κόπο, εις το νόημα της τέχνης”. Ο Σολωμός έχει αρχίσει ήδη να υποπτεύετα­ι μια ποιητική περιοχή πέραν του ρομαντισμο­ύ: αυτήν που θα ανακαλύψει και θα εξερευνήσε­ι με τα έργα του της ωριμότητας.

Ο Κάλβος πάλι ανοίγει τη δεύτερη σειρά των ωδών μου με τη “Βρεττανική Μούσα” δίνοντας ένα απ’ τα καλύτερα δείγματα της τέχνης του:

Θαυματουργ­οί φυσήσατε πνοαί του παραδείσου· σηκώσου, ω Βύρων, τίναξον μακρά από σε τον άωρον μόρσιμον ύπνον. * Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής και δρ Φιλολογίας

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece