Κρίση εισοδήματος διαρκείας
Σε
κρίση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών έχει μετατραπεί η κρίση τιμών σε όλη την ελληνική επικράτεια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολύ μεγάλες δυσκολίες. Το εκρηκτικό μείγμα ακρίβειας που παρατηρείται εδώ και πάρα πολλούς μήνες υπό την απαθή θέαση της κυβέρνηση της Ν.Δ., με τις τιμές των τροφίμων, του ρεύματος και των καυσίμων να κάνουν ράλι, έχει κυριολεκτικά γονατίσει τα νοικοκυριά, τα οποία δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Κάπως έτσι η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο στους περισσότερους τομείς που ορίζουν μια καλή ποιότητα ζωής, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ βασίζονται σε αντικειμενικά χαρακτηριστικά, με τις χώρες να εξετάζονται επί των ίδιων κριτηρίων. Υπολείπεται του μέσου όρου στο εισόδημα, στις θέσεις εργασίας, στην εκπαίδευση, στην ποιότητα του περιβάλλοντος, στις κοινωνικές σχέσεις, στην εμπλοκή των πολιτών στην πολιτική και στην ικανοποίηση από τη ζωή, με την ακρίβεια να επηρεάζει πολλούς από τους δείκτες.
Φθηνά εργατικά χέρια
Με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται στα φθηνά εργατικά χέρια, μόνο τυχαίο δεν είναι που η χώρα μας βρίσκεται στον μισθολογικό πάτο της Ευρώπης. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας είναι δεύτερη από το τέλος ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τον δείκτη του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) εκφρασμένου σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Η χώρα μας ανταγωνίζεται τη Βουλγαρία, που από όλες
τις χώρες της Ε.Ε. (μέσος όρος 100) κατείχε την τελευταία θέση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με 64 μονάδες. Η Ελλάδα ακολουθεί με 67 μονάδες. Η Λετονία, τρίτη από το τέλος, έχει 71 μονάδες. Πρώτη χώρα, με διαφορά, είναι το Λουξεμβούργο με «σκορ» 240 μονάδες και δεύτερη η Ιρλανδία με 212.
Ωρομίσθιο επιπέδου 2012
Την ίδια στιγμή, το ωρομίσθιο στη χώρα μας δεν υπερβαίνει το κόστος που είχε καταγραφεί το 2012, δηλαδή 11 χρόνια πριν. Το χαμηλότερο ωρομίσθιο είχε σημειωθεί το 2020 και ήταν 13,8 ευρώ, ενώ το υψηλότερο ήταν το 2008 (16,8 ευρώ). Ειδικά για την Ελλάδα θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι καθαρές αμοιβές είναι χαμηλότερες από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και συγκεκριμένα στα 15,7 ευρώ, σύμφωνα με τη Eurostat, την ώρα που το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας σε ολόκληρη την οικονομία της E.E. εκτιμήθηκε σε 31,8 ευρώ και 35,6 ευρώ στην Ευρωζώνη, έναντι 30,2 ευρώ και 34 ευρώ αντίστοιχα το 2022. Δηλαδή η χώρα μας βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα της Ε.Ε., πάνω από τη Βουλγαρία, την Κροατία, τη Λετονία, τη Λιθουανία και τη Μάλτα. Το χαμηλότερο ωριαίο κόστος εργασίας σημειώνεται στη Βουλγαρία, 9,3 ευρώ, και το υψηλότερο 53,9 ευρώ στο Λουξεμβούργο.
Οι ανατιμήσεις χτυπούν τους φτωχότερους
Οι συνεχιζόμενες ακόμη και σήμερα ανατιμήσεις στις τιμές των τροφίμων πλήττουν περισσότερο τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως 750 ευρώ. Σε αυτή την κατηγορία εισοδημάτων οι δαπάνες για τρόφιμα λόγω των συσσωρευμένων αυξήσεων της διετίας αυξήθηκαν από το 20% το 2021 στο 35% των συνολικών μηνιαίων δαπα
νών στο τέλος του 2023. Κατά συνέπεια, η απώλεια αγοραστικής δύναμης για αυτή την κατηγορία εισοδήματος, σύμφωνα με πρόσφατη σχετική έκθεση του ΔΝΤ, ξεπερνάει το 30% για τη διετία. Αντίθετα, για τα υψηλότερα εισοδήματα και ειδικά για το κλιμάκιο από τα 1.100 ευρώ και πάνω η δαπάνη για τρόφιμα αυξήθηκε λιγότερο για τη διετία και συγκεκριμένα στο 22% στο τέλος του 2023, από 17% του 2021. Στην κατηγορία αυτή οι δαπάνες για μεταφορές φτάνει το 22%-25%. Κατά συνέπεια, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης για το 2023 ήταν μικρότερη από τα νοικοκυριά αφού τον περασμένο χρόνο είχαμε σημαντική μείωση των εισοδημάτων.
Οι Έλληνες, που βρίσκονται στον μισθολογικό πάτο της Ευρώπης, είδαν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται κατά 30% σε μια διετία, με αποτέλεσμα να τρώνε από τα έτοιμα: μείωση καταθέσεων 6,3 δισ. το πρώτο δίμηνο του 2024
Πτώση των καταθέσεων
Εξαιτίας της τεράστιας ακρίβειας οι πολίτες σηκώνουν χρήματα από τις τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το πρώτο δίμηνο του 2024 υπάρχει μείωση καταθέσεων η οποία αγγίζει τα 6,3 δισ. ευρώ, κάτι που δείχνει πως τόσο τα φυσικά πρόσωπα όσο και οι επιχειρήσεις έχουν δεχτεί απανωτά χτυπήματα εξαιτίας των πολύ μεγάλων ανατιμήσεων, οι οποίες ακόμη βρίσκονται σε εξέλιξη. Ειδικότερα, νέα μείωση 1,068 δισ. ευρώ σημείωσαν οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα τον Φεβρουάριο (μείωση 5,2 δισ. τον Ιανουάριο), δείγμα του ότι οι πολίτες βάζουν «χέρι» στα έτοιμα εξαιτίας της εκτεταμένης ακρίβειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, μείωση κατά 912 εκατ. ευρώ παρουσίασαν τον Φεβρουάριο του 2024 οι καταθέσεις των επιχειρήσεων, έναντι μείωσης κατά 3.167 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Συνεπώς, έχει δημιουργηθεί μια δυναμική καθόδου των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, ενώ από τον επόμενο μήνα ξεκινούν και οι πληρωμές φόρων, με πρώτο τον ΕΝΦΙΑ, κάτι που θα αναμένεται να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα.