Οταν ο Μητσοτάκης κάλεσε το κεφάλαιο σε μονομαχία
Το 1993 ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, πρωθυπουργός ο ίδιος τότε, χάνοντας τη δεδηλωμένη στη Βουλή και οδηγούμενος σε πρόωρες εκλογές, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά μια έκφραση που σήμερα λίγοι θυμούνται ότι του ανήκει. Μίλησε για «διαπλεκόμενα συμφέροντα». Σήμερα η έκφραση είναι κοινότοπη, στερεοτυπική, αλλά τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τη χρησιμοποιούσε για πρώτη φορά.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν έλεγε ούτε ακριβώς αλήθεια ούτε ακριβώς ψέματα. Η κυβέρνησή του πριν κλείσει έναν χρόνο θητείας είχε βρεθεί αντιμέτωπη με ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυρίας. Πρώτα ήταν οι μαθητές και οι φοιτητές με τις καταλήψεις του 1990-91, μετά οι εργαζόμενοι στα λεωφορεία, ενδιάμεσα οι τραπεζοϋπάλληλοι και οι απολυμένοι των μεγάλων εργοστασίων - η κυβέρνησή του ήταν η πιο αντιδημοφιλής της Μεταπολίτευσης και ταυτόχρονα αυτή που βρέθηκε απέναντι στα πιο μαζικά και βίαια κινήματα. Αργότερα, με την κοινωνική κατακραυγή να την έχει ήδη αποδυναμώσει, η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπήρξε η πρώτη που βρέθηκε αντιμέτωπη με το ζήτημα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της ονομασίας της, έχοντας να αντιμετωπίσει σε αυτή την περίπτωση τις παράπλευρες συνέπειες που δημιουργούσε στο εσωτερικό της το αυξανόμενο εθνικιστικό κλίμα και η σύνδεση του υπουργού της των Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά με αυτό. Η πτώση της, λοιπόν, ήταν ένας συνδυασμός της κοινωνικής κίνησης με τον ακροδεξιό φραξιονισμό του Σαμαρά στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. Όταν, όμως, έφτασε να πέσει, η αλήθεια είναι ότι δεν είχε καταφέρει να ισορροπήσει μεταξύ των διασταυρούμενων αντιτιθέμενων συμφερόντων στις συμβάσεις τηλεφωνίας που επρόκειτο να δοθούν.
Οπως πολλοί πολιτικοί γιοι και κόρες πολιτικών στο παρελθόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν βρέθηκε στη θέση του πρωθυπουργού, αναμετρήθηκε πρωτίστως με το φάντασμα του πατέρα του. Πριν από οτιδήποτε άλλο, φρόντισε να δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης με το πολύ μεγάλο κεφάλαιο, τέτοιες που να μην τον καθιστούν όμηρό του και εκβιαζόμενο, αλλά να του δίνουν τη δυνατότητα να εκβιάζει -αν υποθέσουμε ότι θα χρειαστεί- ο ίδιος. Την ίδια στάση είχε και με τους στενότερους πολιτικούς συνεργάτες του - κι αυτό λίγοι το θυμούνται πια, αλλά ο Αντώνης Σαμαράς έριξε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ξεκινώντας ως το πουλέν του.
Αφοσίωση στην τάξη
Πολλές από τις κινήσεις της πρωθυπουργίας του Μητσοτάκη υιού φωτίζονται πραγματικά μόνο αν τις εξετάσουμε υπό αυτό το πρίσμα, του γιου που δεν θα επιτρέψει να του κάνουν ό,τι έκαναν στον πατέρα του. Οι υποκλοπές και ο τρόπος που οργανώθηκαν είναι ένα από αυτά. Οι σχέσεις του με τα μεγάλα συμφέροντα, ένα ακόμα. Ο Μητσοτάκης πατέρας, ένας από τους πιο κυνικούς και χωρίς δισταγμούς πολιτικούς της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, είχε μια σχεδόν ιδεαλιστική αφοσίωση στην τάξη του. Τόσο, ώστε σχεδόν δεν προστατευόταν από αυτό, θεωρούσε ότι αρκεί να το υπηρετεί επιτιθέμενος στην κοινωνία. Ο γιος είναι πιο προσεκτικός. Οι σχέσεις του με τους εκπροσώπους της τάξης είναι πάντοτε στενές, το ίδιο ή και περισσότερο από του πατέρα του, αλλά πάντοτε με γνώμονα την προστασία του ίδιου. Έτσι, οι συγκρούσεις του κρατάνε καιρό, έχουν τα πάνω και τα κάτω τους, δεν τελειώνουν με ένα χτύπημα.
Στην ομιλία του στη Βουλή, στο πλαίσιο της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσαν εναντίον της κυβέρνησής του τέσσερα κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, ο πρωθυπουργός αφιέρωσε πολύ χρόνο στην εκδοχή του σχετικά με το σύμπλεγμα σχέσεων που έχει με εκπροσώπους του πολύ μεγάλου κεφαλαίου. Καταλήγοντας, ακριβώς επειδή δρα πολύ περισσότερο ως πολιτικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου από ό,τι ως δημοκράτης, να παρουσιάσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης περίπου ως «μπροστινούς» ενός εφοπλιστή και εκδότη. Περίεργη αποστροφή από κάποιον που την προηγούμενη κατηγορούσε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι υπονομεύει το πολίτευμα επειδή ζητούσε εκλογές με διεθνείς παρατηρητές. Γιατί, άραγε, αποτελεί υπονόμευση του πολιτεύματος να ζητάς διεθνείς παρατηρητές στις εκλογές, αλλά όχι να χαρακτηρίζεις σχεδόν σύσσωμη την αντιπολίτευση «μπροστινούς» ενός επιχειρηματία;
Σε ρόλο Φιντέλ
Και επειδή ακριβώς υπολήπτεται τους μεγαλοεπιχειρηματίες περισσότερο από όσο τα κόμματα, ο πρωθυπουργός κάλεσε τον Βαγγέλη Μαρινάκη -γιατί περί αυτού πρόκειται- να κατέλθει στις εκλογές με δικό του κόμμα, αντί να «κρύβεται» πίσω από τα υπάρχοντα. Πρόσθεσε δε ότι και σε άλλες χώρες επιχειρηματίες έχουν δοκιμάσει την τύχη τους στον εκλογικό στίβο. Εδώ πια κι αν μιλάμε για υπεράσπιση του πολιτεύματος! Ο πρωθυπουργός καλεί τους εκπροσώπους του κεφαλαίου να φτιάξουν κόμματα και να έρθουν να τον αντιμετωπίσουν. Αν το έλεγε ποτέ εκπρόσωπος της Αριστεράς αυτό, θα τον είχαν βγάλει μετεμψύχωση του Φιντέλ Κάστρο!
Θα αρκούσε να παρατηρήσει κανείς ότι την τελευταία φορά που ο εν λόγω επιχειρηματίας κατέβασε κάτι σε εκλογές, και συγκεκριμένα στον Δήμο Πειραιά, είχε την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά αυτό είναι το έλασσον. Το μείζον είναι ότι η Ελλάδα έχει πρωθυπουργό κάποιον που αισθάνεται ότι η πολιτική είναι διαπάλη μεταξύ των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Και κυβερνά με αυτό. Τα τελευταία πέντε χρόνια με επιτυχία, επειδή η κοινωνία υπήρξε σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό απούσα. Και αν υπάρχει κάποιος τρόπος να υπερασπιστούμε το «πολίτευμα», δηλαδή το Κράτος Δικαίου και τις δημοκρατικές κατακτήσεις σε αυτή τη χώρα, αυτός είναι με την κοινωνία παρούσα.
Αν ο πρωθυπουργός ονειρεύεται μια πολιτική αρένα στην οποία οι διαφορετικές εκδοχές του πολύ μεγάλου κεφαλαίου θα λύνουν τις διαφορές τους πριν το ηλιοβασίλεμα κάτω από τον Κόκκινο Βράχο, εδώ είμαστε για να του χαλάσουμε το όνειρο.