Εκτός πλαισίου Κράτους Δικαίου η κυβέρνηση σύμφωνα με το ΣτΕ
Οταν
το 1962 ο Ηλίας Ηλιού επισκέφθηκε τον τότε υπουργό Παιδείας και ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Τσάτσο για να διαμαρτυρηθεί για τους τραμπουκισμούς που δέχονταν οι αριστεροί φοιτητές στα πανεπιστήμια, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας λέγεται ότι του απάντησε «Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Θα σας ταράξουμε στο ξύλο». Τότε ο Ηλίας Ηλίου ανταπάντησε με μια φράση που παρέμεινε έκτοτε παροιμιώδης: «Τότε κι εμείς θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα».
Εξήντα δύο χρόνια μετά, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται ότι ανακτά το σύνθημα του ιστορικού ηγέτη της Αριστεράς, με ελαφρώς παραλλαγμένο το νόημα βέβαια. Όπως φαίνεται, η πρακτική της κυβέρνησης συνίσταται στο να νομοθετεί λίγο έξω από τα όρια του συντάγματος, να επικαλείται στη συνέχεια τα νομοθετήματά της για να κυβερνά με βασικό εργαλείο τον θεσμικό αυταρχισμό και τελικά να προλαβαίνει να νομοθετεί ξανά πριν το προηγούμενό της νομοθέτημα κηρυχθεί αντισυνταγματικό. Δεν μπορεί να πει κανείς: όλα νόμιμα!
Αυτή υπήρξε η πρακτική της και στη διαχείριση του μεγάλου σκανδάλου των υποκλοπών, όπου η κυβέρνηση νομοθέτησε υπέρ της αυθαιρεσίας των θυτών, απαγορεύοντας την ενημέρωση των θυμάτων για τις εναντίον τους παρακολουθήσεις και δεσμεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ΑΔΑΕ, η οποία -με τον νόμο- αδυνατούσε να κάνει τη δουλειά της. Η ισχύς του νόμου αυτού
ακυρώθηκε ουσιαστικά με την απόφαση του ΣτΕ που αξιολογεί ότι αυτός «δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του Κράτους Δικαίου». Εξαιρετικά οξεία αναφορά για ψηφισμένο νόμο από το ανώτατο δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, το οποίο κάλεσε τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χρ. Ράμμο να παραδώσει στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ν. Ανδρουλάκη -ο οποίος και προσέφυγε ενάντια στην αρχική άρνηση να του παραδοθούν οι σχετικές πληροφορίες- την εισαγγελική διάταξη και τον πλήρη φάκελο με το υλικό που είχε συγκεντρωθεί σχετικά με την άρση του τηλεφωνικού του απορρήτου.
Φευ, η κυβέρνηση δεν δείχνει να σκοτίζεται πολύ. Στην πρώτη της αντίδραση δείχνει να αγνοεί περί ποίου ζητήματος αποφάνθηκε το ΣτΕ, ισχυριζόμενη ότι ναι μεν το δικαστήριο ακυρώνει τον νόμο του 2021, πλην όμως «ουσιαστικά αποδέχεται τη λογική της διάταξης του 2022» - η οποία δεν ήταν, βέβαια, το διακύβευμα. Και προσθέτει, μέσω πηγών, ελαφρώς αυθαίρετα κατά τα ειωθότα, «με βάση την απόφαση του ΣτΕ, η αίτηση του Ανδρουλάκη θα κριθεί από την ολομέλεια της ΑΔΑΕ».
Πλην όμως, αυτά αποτελούν μάλλον δηλώσεις αυτών που θέλει να διαβάσει στην απόφαση του ΣτΕ η κυβέρνηση παρά αυτά που γράφονται πραγματικά. Η απόφαση του ΣτΕ, αντίθετα, αναφέρει συγκεκριμένα: «Η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που ερείδεται στην ανωτέρω ανίσχυρη διάταξη, είναι μη νόμιμη, και για τον λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, η πράξη αυτή να ακυρωθεί εν μέρει και η υπόθεση να ανα
πεμφθεί στην ΑΔΑΕ για νέα, νόμιμη κρίση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του Ν. 2225/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την κριθείσα ως ανίσχυρη διάταξη του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021, διότι, όπως έγινε δεκτό, ο νεότερος Ν. 5002/2022 δεν είναι εφαρμοστέος σε εκκρεμή αιτήματα γνωστοποίησης στον θιγόμενο μέτρου άρσης του απορρήτου».
Κατά συνέπεια, εφόσον η άρνηση ενημέρωσης στον Νίκο Ανδρουλάκη για όσα αφορούν την παρακολούθησή του είναι «μη νόμιμη» και καλείται η ΑΔΑΕ σε «νέα, νόμιμη κρίση», είναι φανερό ότι το ΣτΕ υποδεικνύει στην ανεξάρτητη Αρχή να παραδώσει τον φάκελο στον Νίκο Ανδρουλάκη και δεν της αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια να κρίνει διαφορετικά. Εξίσου, η αναφορά ότι ο νόμος του 2022 «δεν είναι εφαρμοστέος σε εκκρεμή αιτήματα γνωστοποίησης στον θιγόμενο μέτρου άρσης του απορρήτου» σημαίνει ότι η υποτιθέμενη «αποδοχή της λογικής» του από το ΣτΕ είναι ένας ευσεβής κυβερνητικός πόθος. Το ΣτΕ στην πραγματικότητα απλώς το θεωρεί άσχετο με τη συζήτηση.
Αντίθετα, στην ουσία της υπόθεσης, το ΣτΕ είναι σαφές ότι «η ρύθμιση του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021 [...] αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του Κράτους Δικαίου, και, συνεπώς, αντίκειται στα άρθρα 19 παρ. 1 του συντάγματος, 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ και είναι ανίσχυρη». Προκύπτει, επομένως, ένα τυπικό νομικό κώλυμα, αλλά και ένα ουσιαστικό πολιτικό ζήτημα για μια κυβέρνηση που νομοθετεί ενάντια στο σύνταγμα και στα θεμελιώδη δικαιώματα όπως ορίζονται από την Ε.Ε.
Ποια είναι η νέα πονηριά που θέλει να εισάγει η κυβέρνηση στη συζήτηση; Ότι η ΑΔΑΕ θα κρίνει από την αρχή το ζήτημα χωρίς να έχει ουσιωδώς δεχθεί υπόδειξη από το ΣτΕ. Σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση μπορεί να προσδοκά μια θετική για την ίδια απόφαση, καθώς η εκτός συντάγματος νομοθεσία της επέτρεψε να κερδίσει τον απαραίτητο χρόνο για να αλλάξει τη σύνθεση της ΑΔΑΕ, με την ευγενική χορηγία του χρήσιμου πρόθυμου Κυριάκου Βελόπουλου, που ανάμεσα στα διάφορα ανερμάτιστα σενάρια συνωμοσίας που παρουσιάζει στη Βουλή, δεν παρέλειψε να προσφέρει χείρα βοηθείας στην κυβέρνηση σε ένα τόσο λεπτό ζήτημα.
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί και η παρέμβαση του Γ. Τσιάρα, υπουργού Δικαιοσύνης εκείνη την εποχή και εμπνευστή της αντισυνταγματικής διάταξης, ο οποίος στην αντιπαράθεσή του με τον Ν. Ανδρουλάκη στη Βουλή επέμεινε ότι «κατά την άποψή του» (sic) δεν πρέπει να κοινοποιούνται θέματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας. Μια «άποψη» που προφανώς ζητά να συμμεριστεί και η νέα σύνθεση της ΑΔΑΕ.
Μπορεί κανείς να αποκλείσει ότι θα το κάνει; Η απόφαση του ΣτΕ ήταν ένα πραγματικό χαστούκι για την κυβέρνηση, είναι πολύ δύσκολο να το προσπεράσει οποιαδήποτε σύνθεση οποιασδήποτε ανεξάρτητης Αρχής. Ίσως, τελικά, η Δεξιά είναι καλύτερα εκπαιδευμένη να μας ταράζει στο ξύλο από ό,τι να μας ταράζει στη νομιμότητα.