Ουδέν νεότερο από το μέτωπο Μετά την ήττα Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές
τελευταίους μήνες οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι στον αυτόματο πιλότο. Η ελληνική κυβέρνηση είναι ευτυχής που δεν χρειάζεται να απαντάει στις προκλητικές και μη- δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και των υπουργών του ούτε να ασχολείται με τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Η τουρκική κυβέρνηση, πάλι, έχει με σοβαρότερα θέματα να ασχοληθεί στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, έχει επιλέξει να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να μην ενοχλεί, για την ώρα τουλάχιστον, την Ελλάδα.
Από όλες τις συμφωνίες που συνόδευσαν τη Διακήρυξη Φιλίας και Καλής Γειτονίας, την οποία υπέγραψαν ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Τούρκος Πρόεδρος τον περασμένο Δεκέμβριο στην Αθήνα, η ελληνική πλευρά εκτιμά ιδιαιτέρως τη συμφωνία για το μεταναστευτικό και η τουρκική την επταήμερη βίζα - εξπρές για δέκα ελληνικά νησιά. Βεβαίως και οι δύο πλευρές εκτιμούν τη μεγάλη οικονομία που κάνουν στα καύσιμα των μαχητικών αεροσκαφών, καθώς εδώ και πάνω από ένα χρόνο έχουν εκλείψει οι δαπανηρές -και επικίνδυνες- αερομαχίες πάνω από το Αιγαίο.
Μετά τις δημοτικές εκλογές
Θα αλλάξει κάτι σε όλα αυτά μετά την ηχηρή ήττα του Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές; Έχουν βάση οι ανησυχίες ότι μπορεί ο Τούρκος Πρόεδρος να αποφασίσει να παίξει πιο σκληρά το εθνικιστικό χαρτί, τώρα που έχασε τους μισούς δήμους της χώρας και που το κόμμα του της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) τερμάτισε δεύτερο πίσω από την κεμαλική αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP); Οι περισσότεροι Τούρκοι αναλυτές, φιλοκυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι, εκτιμούν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν. Ούτε στις σχέσεις της χώρας του με την Ελλάδα ούτε στα πιο δύσκολα. Αντιθέτως, το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία προγραμματισμένη εκλογική αναμέτρηση στην Τουρκία τα επόμενα τέσσερα χρόνια επιτρέπει στον Ερντογάν, ο οποίος έχει δηλώσει ότι δεν θα είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2028 - εκτός κι αν αλλάξει γνώμη και βρει τρόπο να αλλάξει και τον σχετικό νόμο-, να κάνει με πολύ μεγαλύτερη άνεση τις επιλογές του. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, επιλογή του παραμένει η βελτίωση των σχέσεών του με την Ουάσιγκτον, χωρίς να επιβαρύνει τις σχέσεις του με τη Μόσχα. Πρωτίστως τον ενδιαφέρει να διατηρήσει και να διευρύνει τον -και στρατιωτικό- έλεγχό του στη Βόρεια Συρία και το Βόρειο Ιράκ.
Επιλογή του Ερντογάν είναι ακόμη να διευρύνει την επιρροή του στον Καύκασο και τα Δυτικά Βαλκάνια, ενώ παράλληλα προσπαθεί, με μέτρια επιτυχία, να εμφανιστεί ως ο προστάτης των ανθρώπων -και της Ούμα- στην Παλαιστίνη, χωρίς να τα χαλάσει επί της ουσίας με το Ισραήλ. Το άνοιγμα του Ερντογάν προς τις ΗΠΑ -σε μεγάλο βαθμό υπαγορευμένο και από την οξεία οικονομική κρίση που μαστίζει τη γείτονα και έπαιξε τον ρόλο της στις δημοτικές εκλογές
είχε σαν αποτέλεσμα να πάρει την πολυπόθητη πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο στις 9 Μαΐου, για να συναντηθεί με έναν Αμερικανό Πρόεδρο που μέχρι πρότινος τον είχε στον πάγο. Επιπλέον δίνει το πράσινο φως στην Τουρκία να πάρει καινούργια μαχητικά F-16 και να αναβαθμίσει τα παλιά της - και ενδεχομένως να ξαναμπεί στο πρόγραμμα των F-35, όπως άφησε να εννοηθεί στις αρχές του 2024 η αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτόρια Νούλαντ πριν παραιτηθεί.
Κρίμα τα πανηγύρια
Οι εξελίξεις αυτές θαμπώνουν το αφήγημα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι κατάφερε με την πίστη της στους συμμάχους και την προβλεψιμότητά της να κάνει δύσκολη τη ζωή τού «απομονωμένου» Ερντογάν. Η Τουρκία δεν έχει κάνει ούτε βήμα πίσω στον αναθεωρητισμό της, στη συμφωνία της με τη Λιβύη για τα θαλάσσια σύνορα που αγνοεί τα δικαιώματα της Κρήτης και των Δωδεκανήσων, στην επιμονή της για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Απλώς σταμάτησαν η εμπρηστική ρητορεία του τύπου «θα έρθουμε μια νύχτα» και οι υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά.
Ραντεβού τον Μάιο στην Αγκυρα
Το ερώτημα τώρα είναι εάν από τα «ήρεμα νερά» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα περάσουμε στο επόμενο βήμα, στη διαπραγμάτευση για την επίλυση των δύσκολων διαφορών μας. Από τη συνάντηση που έγινε στο περιθώριο της Συνόδου των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ την Τετάρτη στις Βρυξέλλες μεταξύ των Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν δεν φαίνεται να προέκυψε η απόφαση για το επόμενο βήμα. Η υπογράμμιση είναι στο «φαίνεται», διότι η ενημέρωση από την ελληνική κυβέρνηση για τα βήματά της στα ελληνοτουρκικά είναι πολύ περιορισμένη - αν όχι ανύπαρκτη. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών συναντήθηκαν για να προετοιμάσουν την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Άγκυρα τον Μάιο. Αρχικά υπήρχε η πληροφορία ότι η επίσκεψη θα γινόταν στις 7 και 8 Μαΐου, πλην όμως ο Ερντογάν πάει
στην Ουάσιγκτον στις 9 του μηνός, οπότε είναι πιθανό το ραντεβού να μετατεθεί λίγες μέρες αργότερα.
Αυτός που δεν πήγε πάντως στις ΗΠΑ στις 4 Απριλίου για συνάντηση με τον Πρόεδρο Μπάιντεν, όπως είχε προαναγγείλει ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζορτζ Τσούνης, είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός. Υποτίθεται ότι δεν βρέθηκαν ημερομηνίες που να βολεύουν και τον Μπάιντεν και τον Μητσοτάκη, που είχε να πάει και στο Συνέδριο της Ν.Δ. Εν πάση περιπτώσει, ο Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι δεν χρειάζεται να πάει στον Λευκό Οίκο για να ευθυγραμμιστεί με τις αμερικανικές επιλογές - το κάνει κι από απόσταση.
Τη μεθεπόμενη μέρα
Οταν θα συναντηθούν τον Μάιο στην Άγκυρα ο Μητσοτάκης και ο Ερντογάν, θα είναι και οι δύο ελαφρώς τσαλακωμένοι. Ο Μητσοτάκης εξαιτίας της ακρίβειας, της ανασφάλειας και των Τεμπών, ο Ερντογάν και με τη βούλα τις ήττας στις δημοτικές εκλογές. Συνεπώς δύσκολα θα έχουν τη διάθεση και τα πολιτικά περιθώρια να κάνουν το μεγάλο άλμα. Κι όσοι σκέφτονται τη μεθεπόμενη μέρα στην Αθήνα, το πώς δηλαδή θα διαμορφωθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στη μετά Ερντογάν εποχή, δεν είναι πολύ αισιόδοξοι. Πράγματι ο Εκρέμ Ιμάμογλου, ο εκ νέου νικητής της Κωνσταντινούπολης, έχει πολλές πιθανότητες να διαδεχθεί στην προεδρία τον Ερντογάν. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο ότι θα αλλάξει επί της ουσίας την τουρκική πολιτική έναντι της Ελλάδας. Ούτε η εμπειρία της Αθήνας με τους Κεμαλιστές ήταν η καλύτερη.