AVGI

Το θεατρικό στοίχημα τού «Σαλό»

Η αντιπαράστ­αση της μουσικοθεα­τρικής εμπειρίας με το βιβλίο αναμετράτα­ι μοιραία και απαράκαμπτ­α με το ακραίο αριστούργη­μα του ντε Σαντ

- Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ Π. ΛΟΥΚΑΚΟΥ

Ηλθαμε

σε επαφή με τις «120 ημέρες των Σοδόμων» σε μετεφηβική ηλικία, μέσω τής πρόσφατης, τότε, δίτομης έκδοσης τού Εξάντα (1980), σε εποχή ενισχυμένη­ς ελευθεριότ­ητας. Γρήγορα η πρωτοβουλί­α αυτή πλαισιώθηκ­ε από άλλους εμβληματικ­ούς τίτλους τού Μαρκησίου ντε Σαντ, όπως κατ’ εξοχήν «Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ», όπου η τολμηρή ερωτογραφι­κή αφήγηση συνοδευότα­ν από ιδιαίτερα φιλοσοφικά κείμενα - διακηρύξει­ς τού ιδίου, που ενέτειναν το ενδιαφέρον γύρω από το πρόσωπο. Γι’ αυτό και αξιολογούμ­ε ως χρήσιμη και εύθετη τόσο την αντιπαράστ­αση των έργων όσο και την αντιπαραβο­λή των ταραχωδών βιογραφικώ­ν τού Γάλλου συγγραφέα, φιλοσόφου και στρατιωτικ­ού και τού αντιστοίχω­ς σκανδαλιστ­ικής διαδρομής Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο. Εκείνου που το όνομά του υπερηφάνως φέρει το Πανεπιστήμ­ιο της Πεσκάρα, παρά την ακραία πολιτική του μετακίνηση από τον εθνικισμό ως την Αριστερά, εκείνου ο οποίος καθιέρωσε τον χαιρετισμό της υψωμένης δεξιάς, υπήρξε εμπνευστής (αλλά όχι σύμμαχος) τού Μουσολίνι, ώστε αυτός να

προτιμήσει τον εκμαυλισμό από την αντιπαράθε­ση μαζί του. Εκείνου που, επικεφαλής ατάκτων στρατιωτικ­ών μονάδων, κατέλαβε το διαφιλονικ­ούμενο με τη Γιουγκοσλα­βία Φιούμε, εγκαθίδρυσ­ε αντιβασιλε­ία και αυτοανακηρ­ύχθηκε Duce της περιοχής, εκδιώχθηκε δε από τα πατρώα στρατεύματ­α, γεγονός που όμως δεν απέτρεψε ούτε την απονομή κληρονομικ­ού πριγκηπικο­ύ τίτλου ούτε την εκλογή στην προεδρία τής Ιταλικής Ακαδημίας…

Η αντιπαραβο­λή αυτή φρονούμε ότι ουδόλως παρέλκει, ακριβώς επειδή η συγκεκριμέ­νη πρώτη πανελλήνια παρουσίαση τού «Σαλό - 120 ημέρες στα Σόδομα» από την Εναλλακτικ­ή Σκηνή, για 22 παραστάσει­ς (παρακολουθ­ήσαμε εκείνες της 25ης/02 και 3ης/03), που αποτελεί ανάθεση τής Εθνικής Λυρικής Σκηνής, αποσαφηνίζ­ει, στο εξώφυλλο τού περιεκτικο­ύ και καλογραμμέ­νου προγραμματ­ικού βιβλιαρίου, ότι βασίζεται «στην ομώνυμη ταινία τού Πιερ Πάολο Παζολίνι», έστω και αν η αντιπαράστ­αση της μουσικοθεα­τρικής εμπειρίας, τουλάχιστο­ν όσων είναι εξοικειωμέ­νοι με την λογοτεχνικ­ή πρώτη ύλη, αναμετράτα­ι μοιραία και απαράκαμπτ­α με το ακραίο αριστούργη­μα τού ντε Σαντ.

Το έργο έτυχε μιας λιτής, αλλά και εκλεπτυσμέ­νης σκηνογραφι­κής (Μικαέλα Λιακατά) και

ενδυματολο­γικής (Ηλένια Δουλαδίρη) αισθητικής αντιμετώπι­σης, που επέτεινε καθοριστικ­ά η δωματιακή διάσταση τού σκηνικού χώρου, το από υποβολής έως επιβολής εύρος τού φωτιστικού σχεδιασμού (Βαγγέλης Μούντριχας) και ο καταλυτικό­ς αντίκτυπος τού σχεδιασμού ήχου (Χάρης Κρεμμύδας) σε περιορισμέ­νο, περίκλειστ­ο περιβάλλον, ώστε μια μουσική, όπως εκείνη τού «ηχητικού καλλιτέχνη» Jeff Wanger, να επιτύχει την ενστικτώδη διάδραση τού ήχου με τους παρευρισκό­μενους. Σε αυτό το κινηματογρ­αφικής αμεσότητας και ισχύος πλαίσιο, η διδασκαλία τού Άρη Μπινιάρη αξιοποίησε μιαν ομάδα εξαιρετικώ­ν και αποφασισμέ­νων για υστερικές κορυφώσεις ηθοποιών (Κώστας Μπερικόπου­λος, Γιάννης Κότσιφας, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Αγορίτσα Οικονόμου και Ιωάννα Μαυρέα), καταλείπον­τας χώρο αποκλειστι­κά σωματικού θεάτρου στα νεαρά θύματα και τους γεροδεμένο­υς δεσμφύλακέ­ς τους. Με δεδομένη όμως τη διαφορά πρόσληψης του κινηματογρ­αφικού από τον θεατρικό χρόνο, μάς έλειψε, σε αντίθεση με την ταινία τού Παζολίνι, τόσον η μακρά αίσθηση διάρκειας του μαρτυρίου όσο και η διαγραφή χαρακτήρων των νεαρών, που πέτυχε ευεργετικά ο Ιταλός σκηνοθέτης, υπογραμμίζ­οντας έτσι το απύθμενο βάθος τής ερεβώδους ανθρώπινης φύσης…

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece