«Να παίρνω εγώ τα λεφτά, που τα θέλω»*
ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ, δήμαρχος σε δήμο της Αττικής, με επισκέφθηκε κάποιο πρωινό στο γραφείο μου στο Κρατικό Αθηνών, όπου τότε υπηρετούσα.
Δεκάδες κόσμος απ’ έξω, γεμάτο το σαλόνι και οι γύρω διάδρομοι.
- Γιατρέ, τι είναι όλος αυτός ο κόσμος έξω; η πρώτη ερώτηση.
- Άρρωστοι, πολλοί με τους συγγενείς τους.
- Και τι περιμένουν;
- Να τους εξετάσουμε.
- Εσύ θα τους εξετάσεις;
- Γιατί όχι;
- Είσαι υποχρεωμένος να τους εξετάσεις όλους αυτούς;
- Υποχρεωμένος όχι, αλλά αν ένας άρρωστος σου χτυπήσει την πόρτα, πρέπει να του ανοίξεις και, όσο μπορείς, να τον βοηθήσεις.
- Και πόσο πληρώνουν για την επίσκεψη; - Τίποτα.
- Τι πάει να πει τίποτα; Χωρίς να έχεις υποχρέωση τους εξετάζεις και δεν πληρώνεσαι τίποτα;
- Μα, έχουμε ΕΣΥ. Οι άρρωστοι δεν είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν.
- Μωρέ γιατρέ, δεν μου τα λες καλά.
Εσύ δεν είσαι υποχρεωμένος να τους εξετάζεις και όμως τους βλέπεις.
Αυτοί δεν πληρώνουν, αφού δεν έχουν υποχρέωση. Κάθε πότε γίνεται αυτό; - Κάθε μέρα.
- Α, δεν πάει καλά έτσι η δουλειά. Και εσύ γιατί δεν τους ζητάς να σε πληρώσουν; - Γιατί ούτε επιτρέπεται -η πολιτεία άλλωστε γι’ αυτό με πληρώνει- ούτε θέλω.
- Δεν θέλεις;
Ο δήμαρχος καθόταν σκεφτικός. Κάτι κλωθογύριζε στο μυαλό του.
- Γιατρέ, έχω μια ιδέα.
- Για να την ακούσω.
- Αφού εσύ τους εξετάζεις που τους εξετάζεις, αλλά δεν θέλεις να παίρνεις λεφτά, να κάνουμε μια συμφωνία;
- Τι είδους συμφωνία;
- Εσύ να συνεχίζεις να τους εξετάζεις χωρίς να πληρώνεσαι, αφού δεν το θέλεις, και να παίρνω εγώ τα λεφτά, που τα θέλω. Ακαταμάχητο το αίτημα. Αθάνατο ελληνικό δαιμόνιο!
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Οδοιπόρος σε δύσβατους δρόμους», εκδόσεις Θεμέλιο