Στόχοι… άπιαστοι
Μεγαλώνει ο λογαριασμός της εξοικονόμησης ενέργειας για τους πολίτες
Η Οδηγία προβλέπει πως από τις αρχές του 2025 θα πρέπει να σταματήσουν οι επιδοτήσεις λεβήτων φυσικού αερίου και πετρελαίου θέρμανσης. Επιπλέον, μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα πρέπει όλα τα καινούργια κτήρια, αλλά και τα ανακαινισμένα να έχουν φωτοβολταϊκά στις στέγες. Το κόστος είναι δυσβάστακτο
Για τα καλά στη ζωή μας θα πρέπει να μπει η έννοια της ενεργειακής εξοικονόμησης. Η προσαρμογή σε ένα ακόμα πιο αυστηρό πλαίσιο, όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών CO2, προϋποθέτει προσαρμογή στο status κατοικιών και επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, το πέρασμα από την οικονομία άνθρακα στην οικονομία των ανανεώσιμων πηγών και της εξοικονόμησης ενέργειας είναι μπροστά μας. Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, τελικά, τα κτήρια θα πρέπει να μετατραπούν σε κτήρια μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης. Το ερώτημα είναι ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό.
Ηδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακούγονται φωνές πως οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι ανέφικτοι, αλλά και με αρκετό κόστος. Με τα κράτη-μέλη να καλούνται να δώσουν δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις για την αλλαγή λεβήτων πετρελαίου σε πρώτη φάση και σε δεύτερη φάση και των λεβήτων φυσικού αερίου. Μιλάμε για αλλαγές κοσμογονικές, καθώς πάνω από το 50% των πολυκατοικιών κάνει χρήση αυτών των μέσων. Απώτερος στόχος, ο εξηλεκτρισμός της θέρμανσης.
Το κόστος των αλλαγών
Κατ’ αρχάς, πριν δύο χρόνια ψηφίστηκε από την κυβέρνηση ένας κλιματικός νόμος με συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Ανάμεσα σε αυτές, η απαγόρευση, το 2025, της πώλησης και εγκατάστασης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης, ενώ το 2030 θα πρέπει να είναι υποχρεωτική η χρήση πετρελαίου θέρμανσης αναμεμειγμένου κατά 30% με βιοκαύσιμα. Αυτή την κατεύθυνση επιβεβαίωσε πριν μερικούς μήνες και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέσω της νέας, αναθεωρημένης Οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση στα κτήρια (EPBD). Η Οδηγία προβλέπει πως από τις αρχές του 2025 θα πρέπει να σταματήσουν οι επιδοτήσεις λεβήτων φυσικού αερίου και πετρελαίου θέρμανσης. Επιπλέον, μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα πρέπει όλα τα καινούργια κτήρια αλλά και τα ανακαινισμένα να έχουν φωτοβολταϊκά στις στέγες. Το κόστος είναι δυσβάστακτο, ειδικά εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός πως θα πρέπει να γίνουν ανακαινίσεις κτηρίων, ενεργειακής κλάσης Ε, που έχουν δηλαδή πολύ χαμηλή απόδοση. Είναι γνωστό πως στη χώρα μας πάρα πολλές πολυκατοικίες κτισμένες πριν τη δεκαετία του 1980 ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Υπό τα δεδομένα αυτά, γεννιούνται κρίσιμα ερωτήματα σε σχέση με την πορεία των τιμών των ακινήτων, πόσο μάλλον της ενοικίασής τους, με τη χώρα μας να διανύει ήδη στεγαστική κρίση.
Από την άλλη, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως τα προηγούμενα χρόνια αρκετοί πολίτες κλήθηκαν να αντικαταστήσουν τους λέβητες αερίου με λέβητες φυσικού αερίου. Οπότε διαπιστώνει κάποιος τα έξοδα που θα πρέπει να κάνει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Επίσης να σημειωθεί πως την περίοδο της ενεργειακής κρίσης παρατηρήθηκε πως το κόστος εγκατάστασης ενός λέβητα φυσικού αερίου αυξήθηκε, με αποτέλεσμα σε ένα σπίτι περίπου 95 τ.μ. το κόστος να διαμορφώνεται περίπου στα 3.500 με 4.000 ευρώ, ενώ για τα πιο μεγάλα σπίτια το κόστος μπορεί να ανέλθει και στα 5.000 ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, φορείς της αγοράς επισημαίνουν την ανάγκη μείωσης του ΦΠΑ στο κόστος των υλικών. Επίσης πολύ σημαντικό είναι το γεγονός πως η εγκατάσταση αντλίας θερμότητας στο σπίτι θεωρείται «ακριβό σπορ», με το κόστος για ένα σπίτι περίπου 100 τ.μ. να υπολογίζεται σε τουλάχιστον 6.000 ευρώ. Το ερώτημα είναι εάν η Πολιτεία και σε αυτή την περίπτωση θα αρκεστεί σε επιδοτήσεις. Πάντως, από την αρχή της χρονιάς προβλέπεται πως οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την αγορά αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών που σχετίζονται με την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτηρίων, τα οποία δεν έχουν ήδη ενταχθεί ή δεν θα ενταχθούν σε πρόγραμμα αναβάθμισης κτηρίων, μειώνουν, ισόποσα κατανεμημένες σε περίοδο πέντε ετών, τον φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων, μέχρι του αναλογούντος για κάθε φορολογικό έτος φόρου, με ανώτατο συνολικά όριο δαπάνης τις δεκαέξι χιλιάδες (16.000) ευρώ.
Να σημειωθεί πως, σύμφωνα με το κείμενο του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (2023), «το ετήσιο ποσοστό των κτηρίων κατοικίας, το οποίο θα αναβαθμιστεί ενεργειακά, θα αυξηθεί σε 1,4% το έτος 2030 (αντιστοιχεί σε ~79 χιλ. κτήρια ετησίως) από 0,8% σήμερα (αντιστοιχεί σε ~47 χιλ. κτήρια ετησίως) οδηγώντας τελικά στην ενεργειακή ανακαίνιση του 19% των κτηρίων κατοικίας. Ο ρυθμός ανακαίνισης αναμένεται να αυξηθεί σε 1,7% το έτος 2050 συμβάλλοντας συνολικά στην ενεργειακή αναβάθμιση του 43% των κτηρίων κατοικίας. Αντίστοιχα, ο ρυθμός ανακαίνισης των κτηρίων του τριτογενούς τομέα θα αυξάνεται ετησίως, ώστε να διπλασιαστεί σε 0,8% το έτος 2030 συγκριτικά με σήμερα, βελτιώνοντας την ενεργειακή απόδοση του 53% των συνολικών κτηρίων. Ο ρυθμός ανακαίνισης αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα έως το έτος 2050 διασφαλίζοντας την ενεργειακή αναβάθμιση του 78% των κτηρίων του τριτογενούς τομέα συνολικά».