Χρώματα φθινοπώρου
Σ τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ έχω αφιερώσει πολλά σημειώματα στην ΑΥΓΗ της Κυριακής. Εδώ, λίγα συμπληρωματικά. Για να γνωρίσουμε το ήθος των τσεχοφικών ηρώων, χρήσιμο είναι να ξέρουμε τι σημαίνει το όνομά τους στη ρωσική γλώσσα. Η περίπτωση του Λοπάχιν (προφέρεται Λαπάχιν) είναι χαρακτηριστική. Το όνομά του βγαίνει από τη ρίζα λαπατίτ, που σημαίνει ξεθεμέλιωμα, ξερίζωμα, αλλά επίσης και τον κατασκαφέα εκ θεμελίων, που δεν αφήνει τίποτε όρθιο με την αξίνα (λαπάτκα). Αυτός είναι ο Λοπάχιν.
Ο «αιώνιος φοιτητής» Τροφίμοφ τον βλέπει σωστά, λέγοντάς του ότι δεν θα χαρεί για πολύ τα πλούτη του, σύντομα θα του τα πάρουν. Αλλά και ο Τροφίμοφ επίσης χτίζει πάνω στην άμμο το όραμά του «ενός καλύτερου, δίκαιου, ευτυχισμένου μέλλοντος». Τα δύο αυτά πρόσωπα του έργου αλληλοσυμπληρώνονται.
Παρακολουθήσαμε στο Διάχρονο Θέατρο της Μαίρης Βιδάλη μια στρωτή, φροντισμένη παράσταση του «Βυσσινόκηπου», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μόρτζου, καλή μετάφραση και φωτισμούς του Γιώργου Δανεσή, σκηνικά της Ιωάννας Κατσιαβού, κοστούμια της Γκαλίνα Σουλτανόβιτσι, μουσική σύνθεση του Θάνου Γεωργουλά. Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις δίνονται σε απλές γραμμές, ίσως με κάποια υφολογική μονοχρωμία (μουντά χρώματα φθινοπώρου) και ορισμένη κατάχρηση μετωπικής ηθοποιίας που πρέπει να προσεχθούν.
Ως προς τις ατομικές αξιολογήσεις των ηθοποιών, έχω να πω τα εξής. Η Μαίρη Βιδάλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι «στην ώρα της», ακριβής στο ραντεβού της με την «εκπεσούσα» Λιούμπα (Αγάπη). «Βλέπει» το διάνυσμα της πτώσης της ηρωίδας, το εσωτερικεύει, το κάνει δικό της και το δίνει καίρια ως ένα επεισόδιο ψυχής. Ο Λοπάχιν του Μπάμπη Χατζηδάκη ήθελε, νομίζω, μεγαλύτερη προσοχή στις λεπτομέρειες κίνησης, φωνής και
στάσης, που να υπογραμμίζουν το δίβουλο ήθος του. Η Κατερίνα Σωτηρίου (Ντουνιάσα) πλάθει επάξια μια ζωντανή, ζεστή απ’ τον φούρνο «κούκλα από ψωμί». Ο Χρήστος Μαραθιάς σκιτσάρει «μονοκοντυλιά» τον ανεκδιήγητο Επιχόντοφ. Ο Περικλής Τσαματάνης περιγράφει τον Φιρς ως γραφική φιγούρα του παλιού κόσμου που έχει ανεπίστρεπτα φύγει. Αλλά ο Φιρς, εκτός από αυτό, είναι και η ανθρώπινη ψυχή του Βυσσινόκηπου. Η Ροδούλα Χαμηλοθώρη δίνει με δροσιά και χάρη την έφηβη, ανυποψίαστη για το σκοτεινό μέλλον Άνια. Η Ρόουζ Μουτζούρη ηθογραφεί σωστά, με καλή τεχνική, μια σοβαρή και μετρημένη, μελαγχολική Βάρια. Ο Οδυσσέας Σταμούλης
ως Γκάγεφ συνδυάζει αποτελεσματικά το κωμικό με το δραματικό. Ο Βασίλης Τραϊφόρος χρωματίζει έντονα τον άξεστο μικροϊδιοκτήτη Πίσχιν. Η Σαρλότ της Μαρλέν Κάραλη εκπροσωπεί ίσως τη μοίρα με τα παιχνίδια της, αλλά η σκηνοθεσία την έδωσε απλώς ως έναν «παράξενο τύπο». Ο Σωτήρης Αντωνίου ζωγραφίζει ουδέτερα τον υπηρέτη Γιάσα, έναν από τους λίγους χαρακτήρες που ο ίδιος ο Τσέχοφ μοιάζει να αντιπαθεί. Ο Τροφίμοφ του Κωνσταντίνου Τσιομίδη δόθηκε, ίσως, κάπως ανάλαφρα και επιδερμικά ως ένας επιπόλαιος «αιώνιος φοιτητής». Παρόλο που το «ήθος» του διατηρεί ένα βάθος υπαρξιακό και η «διάνοιά» του διαθέτει ιστορικό βάρος.