«Βαρκάδα» με Μότσαρτ στο Μέγαρο Μουσικής
Μαγική βραδιά με τον μεγάλο πιανίστα και αρχιμουσικό σερ Αντράς Σιφ και τη φερώνυμη Cappella Andrea Barca, για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά την πανδημία
Η παρουσία του Sir Andras Schiff, ιταλοπρεπώς πλαισιωμένου από τη φερώνυμη Cappella Andrea Barca, για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά την πανδημία και με πρόγραμμα αποκλειστικά αφιερωμένο στον W.A. Mozart αποτέλεσε γεγονός που προκάλεσε προσμονή πέραν του ειθισμένου, ακόμη και προκειμένου για αστέρες του δικού του αδιαμφισβήτητου βεληνεκούς. Γι’ αυτήν την πρώτη μετά Covid εμφάνιση της 25ης Ιανουαρίου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής) ο Σιφ επέλεξε ώριμα έργα του συνθέτη, το απατηλά ανέμελο 23ο κοντσέρτο, Κ.488, την ερμηνευτικά πλέον απαιτητική προτελευταία Κ.550, από τις 3 τελευταίες του συμφωνίες, και το μοναχικό στη γαλήνια υπερβατικότητά του έσχατο Κ.595, από τα 27 κοντσέρτα του για πιάνο.
Πιανίστας και αρχιμουσικός, ο ουγγρικής καταγωγής Βρετανός ευγενής άφησε τη μουσική του κοντσέρτου σε λα μείζονα (1786) να αναπνεύσει τον ροκοκό χαρακτήρα της, χωρίς υπερβολή εκφραστικής ουδετερότητας απέναντι στο μοτσάρτειο ιδίωμα. Η ελάχιστα ρομα
ντική, αλλά συμμετοχική οπτική του καταδείχθηκε τόσο στη διαδρομή του allegro και στον αυτοσχεδιασμό του α΄ μέρους όσο και στο adagio που εισήγαγε ο ίδιος από το πληκτροφόρο, μεστό και απέριττο, με υπαινικτικό και ενίοτε χαρακτηριστικά σκανδαλιάρικο σαρκασμό, όπως και στον διάλογο του πιάνου με τα πνευστά, καθιστώντας ακόμη πιο μελαγχολική την επανέκθεση του θέματος, με τα pizzicati των εγχόρδων μαλακά όσο και επώδυνα για το καταληκτικό ερώτημα-συμπέρασμα της κίνησης. Ο αριστοτεχνικός χειρισμός των εναλλαγών διάθεσης συνεχίσθηκε αδιάπτωτος και στο καταληκτικό allegro assai.
Με ιδεώδους ευκινησίας και δραματικότητας ρυθμική αγωγή εγκαινίασε ο υψηλός φιλοξενούμενος τη «μεγάλη» σε σολ ελάσσονα 40ή (1788), που, παρεμπιπτόντως, μαζί με τη «μικρή» σε σολ ελάσσονα 25η αποτελούν τις μόνες σε παρόμοια τονικότητα συμφωνίες του Μότσαρτ. Τηρώντας την επανάληψη στο χατζιδακικής φήμης molto allegro, διασφάλισε την ανάδειξη του διαμετρήματος της συμφωνικής υπόστασης του συχνά απατηλού αυτού έργου, πραγματικού κομψοτεχνήματος κλασικού ύφους. Θαύμα λεπτής οργανικής φραστικής, ελέγχου της δυναμικής και συνεπούς
αλλά όχι άκαμπτης αγωγικής διαχείρισης υπήρξε το andante, σε χρόνο περίπου 14 λεπτών, με όλες, αν δεν απατώμεθα, τις επαναλήψεις, εγχείρημα του οποίου δεν ανακαλούμε άλλη περίπτωση συναυλιακής παρακολούθησης και, στον δίσκο, είχε αποτολμήσει ο Benjamin Britten. Ζωηρός βηματισμός για το allegretto και ένα υπέρκομψο τρίο οδήγησαν στην ιωνικά στιβαρή κάθαρση ενός πανηγυρικού φινάλε.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με μια εκ βαθέων εκτέλεση του ύστατου κοντσέρτου σε σι ύφεση μείζονα (1791), με τον δεξιοτέχνη να επιφυλάσσει όλη τη μουσικότητα και την ενσυναίσθηση γι’ αυτό το κύκνειο αριστούργημα του δημιουργού του. Και εδώ η εγκατάλειψη του Σιφ στην εντέλεια της μουσικής υπήρξε ευπρόσδεκτα προφανής, χωρίς εκπτώσεις από την κυριολεξία της παρτιτούρας και αναχρονισμούς βλαπτικούς της αιθέριας ακεραιότητάς της, με κρυστάλλινο δακτυλισμό για τη δεξιοτεχνικά ανεπτυγμένη καντέντσα του γ΄ μέρους. Με τo εναρκτήριο allegro του εμβληματικού -ως του για πολλούς πρώτου σολιστικού κοντσέρτου για τσέμπαλο της ιστορίας- 5ου από τα 6 βρανδεμβούργια κοντσέρτα του J.S. Bach φιλοδωρήθηκε γενναιόδωρα το ενθουσιώδες κοινό!