Πολιτικάντικα απολιτικό υπερθέαμα επιβίωσης
Το γαλλικό σινεμά έχει την τιμητική του αυτή την εβδομάδα με τρεις γαλλικές ταινίες που προσφέρουν απωθημένους έρωτες, πράξεις συναισθηματικής απελπισίας και παράνομους δεσμούς. Οι τρεις ταινίες, όμως, όχι μόνο θα αλληλοεξοντωθούν στα εισιτήρια, καθώς απευθύνονται στο ίδιο σχεδόν κοινό, αλλά έχουν να αντιμετωπίσουν έναν αβανταδόρικο και εμπορικό αμερικανικό εμφύλιο
Εμφύλιος πόλεμος (Civil war)
Σκηνοθεσία: Αλεξ Γκάρλαντ Πρωταγωνιστούν: Κίρστεν Ντανστ, Κέιλι Σπέινι, Νικ Όφερμαν, Στίβεν Μακίνλεϊ Χέντερσον
Με τον αιματηρό και άγριο εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες να έχει διαλύσει συθέμελα τον κοινωνικό ιστό και χωρίς ελπίδα για αποκατάσταση της ειρήνης στον ορίζοντα, μια ομάδα δημοσιογράφων κάνει ένα επικίνδυνο οδοιπορικό μέχρι τον Λευκό Οίκο για να προλάβει να φωτογραφίσει ζωντανό τον Πρόεδρο και να του πάρει μια τελευταία δήλωση πριν τον δολοφονήσουν οι εξεγερμένοι επαναστάτες. Ο Άλεξ Γκάρλαντ σκηνοθετεί ένα άκρως επικίνδυνο ταξίδι με αδιαμφισβήτητη μαεστρία ως προς τη γεωγραφία της δράσης και με χειρουργική χρήση του ρεαλιστικού σασπένς. Φτιάχνει, χωρίς ειδικά εφέ, ένα ανησυχητικά προφητικό θρίλερ, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά τον παραδοσιακό μηχανισμό των εσχατολογικών ταινιών επιβίωσης με ζόμπι και εισβολή εξωγήινων, μεταθέτοντας τις ανατριχίλες στο επίπεδο του εθνικού διχασμού, όπου η πόλωση έχει ξεπεράσει κάθε όριο και οδηγεί στο αίμα και στην κτηνωδία. Όμως υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε ένα θρίλερ με πολιτική φωνή και σε ένα θρίλερ που κραυγάζει όσο δυνατά μπορεί για να μας αποδείξει πόσο δυνατή φωνή διαθέτει.
Η Κίρστεν Ντανστ υποδύεται τη Λι, μια βραβευμένη ανταποκρίτρια που θεωρείται θρύλος για τα φωτορεπορτάζ από πεδία μάχης. Η Ντανστ είναι εξαιρετική στον τρόπο που εκφράζει την απουσία συναισθήματος του χαρακτήρα της και τη διακριτική ανθρωπιά που δείχνει στις πιο δύσκολες στιγμές. Ο χαρακτήρας της είναι το όχημα της ιστορίας και η ηθική ακεραιότητά της όσο και η προσωπική στοχοπροσήλωσή της στο κυνήγι του αποκαλυπτικού στιγμιότυπου με τον φακό τής έχουν κοστίσει και την έχουν αλλοτριώσει. Η Λι είναι η συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε έναν παλαίμαχο ρεπόρτερ, στον Σάμι (Στίβεν Μακίνλεϊ Χέντερσον), στον πολεμικό ανταποκριτή Τζόελ (Βάγκνερ Μάουρα) και σε μια άβουλη νεοσύλλεκτη φωτογράφο, στην Τζέσι (Κέιλι Σπέινι), που ακολουθεί τη Μίλερ γιατί τη θαυμάζει και θέλει να της μοιάσει.
Υπάρχουν πολλές ταινίες με Αμερικανούς δημοσιογράφους που καλύπτουν συγκρούσεις σε μεσανατολικές χώρες οι οποίες μαστίζονται από πολέμους και η ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ μεταφέρει τη φρίκη στη διαδρομή απ’ τη Νέα Υόρκη στην Ουάσιγκτον, για να ξεβολέψει τον μέσο Αμερικανό θεατή. Οι δύο φωτογράφοι και οι δύο (υποτιθέμενοι) πολεμικοί ανταποκριτές εξαντλούνται στην προσπάθεια να αποτυπώσουν την πραγματικότητα σε ένα δυστοπικό ταξίδι, όπου οι ένοπλες συμμαχίες δυτικών και ανατολικών πολιτειών έχουν ξεκινήσει μια εξέγερση ενάντια σε μια (υποτιθέμενη) φασιστική κυβέρνηση. Το ταξίδι είναι ακατάπαυστα ζοφερό, κατά μήκος έρημων αυτοκινητοδρόμων, με ανατιναγμένα αυτοκίνητα και εκτελεστές να καραδοκούν σε εγκαταλειμμένα σπίτια. Στην πιο απροκάλυπτα χειριστική σκηνή της ταινίας ο Τζέσε Πλέμονς υποδύεται έναν σαδιστή στρατιώτη που τρομοκρατεί τους χαρακτήρες, ρωτώντας καθέναν τους απειλητικά: «Τι είδους Αμερικανός είσαι;». Η σκηνή έγινε για να προκαλέσει δυσάρεστη ανατριχίλα (σκεφτείτε τη ρωσική ρουλέτα στον «Ελαφοκυνηγό»).
Ο «Εμφύλιος πόλεμος» είναι μια μετααποκαλυπτική δραματική περιπέτεια που λειτουργεί ως προειδοποιητική αλληγορία. Ωστόσο, οι καταστάσεις και οι διάλογοι είναι τόσο ξεδιάντροπα υπολογισμένοι σε αυτή τη φανταστική σύγκρουση, που αποτυγχάνουν επιμελώς να περιγράψουν την ιδεολογική μάχη που συμβαίνει. Οι χαρακτήρες μιλάνε για τα πάντα, για τα όνειρά τους, τις τύψεις τους, τα σχέδιά τους, οτιδήποτε εκτός από το ποια είναι η ιδεολογική μάχη που χώρισε τις δυτικές και τις ανατολικές πολιτείες, αφήνοντας την ψευδαίσθηση σε κάθε δυνητικό θεατή (απ’ τον προοδευτικό antifa μέχρι τον ακραίο Ρεπουμπλικάνο που ψηφίζει Τραμπ) ότι βρίσκεται - μαζί με τους τέσσερις ήρωες- στη «σωστή» πλευρά, όποια κι αν είναι αυτή και χωρίς να προκύπτει ποια είναι η αντίθετη. Παρά την
εξαιρετικά λειτουργική σκηνογραφία και την ένταση του μοντάζ που δεν αφήνει ίχνος λίπους στη δράση και στη δομή, δύσκολα θα φύγει από το στόμα του υποψιασμένου θεατή η δυσάρεστη γεύση της θεωρίας των δύο άκρων. Αυτό που απομένει είναι η πεποίθηση πως ο «διχασμός» οδηγεί σε εκατόμβες πτωμάτων και σε χάος. Επίσης, παρά τα ηθικά διλήμματα που επιβάλλει η μάχιμη δημοσιογραφία, μένει μάλλον αδιευκρίνιστο πού θα καταλήξει αυτό το πολυπόθητο ρεπορτάζ, εφόσον τα ΜΜΕ έχουν σχεδόν καταρρεύσει, ενώ ο Τζόελ τρέχει συνέχεια και αποφεύγει σφαίρες, χωρίς να κρατάει σημειώσεις ούτε να έχει δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο. Τελικά, αν αυτό είναι το απαύγασμα του «πολιτικάντικου-απολιτικού σινεμά», πρόκειται για ένα είδος που εύχομαι να μην ευδοκιμήσει.