Ακριβή μου διεύρυνση
Αν μεγαλώσει κι άλλο η Ε.Ε., πρέπει να προβλέψει ένα νέο Ταμείο Αλληλεγγύης, το οποίο θα προλάβει νέες ανισορροπίες μεταξύ των μελών, προτείνει σε έκθεσή του ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα
Οι διευρύνσεις της Ε.Ε. κοστίζουν, ειδικά όταν αφορούν χώρες με αρκετά χαμηλότερο ΑΕΠ και βιοτικό επίπεδο, και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, για να προχωρήσει ακόμα ένας νέος γύρος, θα χρειαστεί η πρόβλεψη ενός ειδικού ταμείου που θα εξισορροπήσει τις όποιες αναταράξεις. Αυτό είναι ίσως το πιο «πολιτικό» συμπέρασμα της έκθεσης του Ενρίκο Λέτα, του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, ο οποίος είχε επιφορτιστεί με την επεξεργασία μιας έκθεσης για το μέλλον της ενιαίας αγοράς με αφορμή τη συμπλήρωση των 30 χρόνων της.
Ο Λέτα μοιάζει εμμέσως να επικρίνει εκ των υστέρων την ευφορία που είχαν δημιουργήσει προηγούμενες διευρύνσεις, ζητώντας από την Ένωση να φροντίσει έτσι ώστε η όποια «επέκτασή» της να μην περιορίζεται «απλώς στον ίδιο τον στόχο, αλλά στην προσεκτική εκτέλεση της υλοποίησής του, και πιο συγκεκριμένα στις μεθόδους και στο χρονοδιάγραμμα αυτών των επεκτάσεων».
Στόχος για το 2030
Η διεύρυνση της Ένωσης, που αφορά σε μεγάλο βαθμό και την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, είναι ένας στόχος που ο Σαρλ Μισέλ, απερχόμενος πλέον πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είχε τοποθετήσει χρονικά γύρω στο 2030, μια ημερομηνία που για τα υποψήφια μέλη είναι πολύ μακρινή, ενώ για κάποια που βρίσκονται ήδη εντός της Ένωσης θεωρείται βιαστική ή τέλος πάντων όχι απαραιτήτως δεσμευτική.
Η εμπειρία των προηγούμενων διευρύνσεων έχει δείξει ότι όσο πιο πολλοί γίνονται οι ένοικοι στο «ευρωπαϊκό σπίτι» τόσο πιο περίπλοκη καθίσταται η διαχείριση των σχέσεων μεταξύ τους και των διαφορών τους. Το βασικότερο είναι όμως ότι πολλές χώρες έγιναν μέλη με «εκπτώσεις», όπως αποδεικνύουν τα προβλήματα με το Κράτος Δικαίου σε μια σειρά από χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης. Για να αποφύγει παρεξηγήσεις πάντως, ο Λέτα περιγράφει τους προηγούμενους γύρους διεύρυνσης ως «επιτυχημένες επιλογές για την Ε.Ε.», που της επέτρεψαν να αντισταθμίσει την απώλεια σχετικού γεωπολιτικού βάρους μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Διευκρινίζει όμως ότι οι υποψήφιες
χώρες της Ε.Ε. οφείλουν να δεσμευτούν για την πλήρη τήρηση του πρώτου κριτηρίου της Κοπεγχάγης, των λεγόμενων θεμελιωδών αρχών, οι οποίες περιλαμβάνουν τη δέσμευση στις δημοκρατικές αξίες και στα πρότυπα της Ε.Ε., καθώς και στο Κράτος Δικαίου.
Φυσικά, όπως και στην πραγματική ζωή, έτσι και στη συγκατοίκηση εντός Ε.Ε. ισχύει το ρητό «ο έρωτας περνάει από το στομάχι». Ο φόβος των λιγότερο πλούσιων σημερινών μελών είναι πως θα υποστούν απώλειες εισροών, για παράδειγμα στον τομέα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Γι’ αυτό τηρούν μια επιφυλακτική στάση στο μεγάλωμα της Ε.Ε. Ακριβώς γι’ αυτό ο κεντροαριστερός Ιταλός προτείνει ένα νέο χρηματοδοτικό εργαλείο, ένα Ταμείο Αλληλεγγύης για τη Διεύρυνση, «εξοπλισμένο με τους οικονομικούς πόρους για τη διαχείριση των εξωτερικών παραγόντων και τη διευκόλυνση μιας ομαλής διαδικασίας διεύρυνσης, που θα μπορούσε να αποτελέσει ζωτικό εργαλείο για τη στήριξη της διαδικασίας και θα αντισταθμίσει τις ανισορροπίες», αφού ορισμένοι τομείς και κράτη-μέλη είναι πιθανό να είναι περισσότερο εκτεθειμένα από άλλα στους μελλοντικούς γύρους προσχώρησης.
Είναι βεβαίως ένα ερώτημα αν οι ισχυροί της Ε.Ε., με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία, που φραστικά στηρίζει τη διεύρυνση, θα ενέκριναν μια τέτοια ιδέα, ειδικά σε μια περίοδο που η χώρα μοιάζει κολλημένη στην ύφεση και η λέξη «αλληλεγγύη» όταν συνδέεται με χρήμα προκαλεί αποστροφή σε πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης.
Η γοητεία της γενικολογίας
Κατά τα λοιπά, η έκθεση δεν αποφεύγει τη συνηθισμένη αξιοποίηση του ευχολογίου που αποτελεί «σταθερά» των Βρυξελλών, με γενικολογίες οι οποίες αφήνουν ανοιχτά εντελώς διαφορετικά ενδεχόμενα και περιθώρια δράσης στη φαντασία. «Πρέπει να βρεθεί μια διαφοροποιημένη προσέγγιση, η οποία θα διευκολύνει τη σταδιακή αλλά σημαντική επέκταση των πλεονεκτημάτων της ενιαίας αγοράς στις υποψήφιες χώρες, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη σταθερότητα τόσο των οικονομιών τους όσο και της ενιαίας αγοράς» σημειώνει, χωρίς να διευκρινίζει ποια θα είναι αυτή η προσέγγιση, προσθέτοντας πάντως ότι η Κομισιόν θα πρέπει να διατηρήσει το πάνω χέρι στις συνομιλίες που θα προηγηθούν.