Δώρα μεγάλου βεληνεκούς στο Κίεβο
Επανέρχονται τα σχέδια αναδίπλωσης και αντεπίθεσης των ουκρανικών δυνάμεων μετά το ξεμπλοκάρισμα του Κογκρέσου και την παροχή βαλλιστικών πυραύλων ATACMS από τις ΗΠΑ
Σ ε νέα φάση περνάει ο πόλεμος στην Ουκρανία με τα νέα όπλα μεγάλου βεληνεκούς που στέλνει η κυβέρνηση Μπάιντεν στο Κίεβο και τα σχέδια που αχνοφαίνονται στον ορίζοντα περιλαμβάνουν σαφώς μια περίοδο αναδίπλωσης πριν από ακόμη μία ουκρανική αντεπίθεση, που τοποθετείται χρονικά το 2025. Αυτό σημαίνει ότι στο ενδιάμεσο διάστημα οι ουκρανικές δυνάμεις θα πρέπει να κρατήσουν τις θέσεις τους, προκαλώντας όσο μεγαλύτερη κόπωση μπορούν στις ρωσικές, η κυβέρνηση του Κιέβου και οι Δυτικοί σύμμαχοί της θα πρέπει να είναι έτοιμοι να διαχειριστούν επικοινωνιακά τις επόμενες νίκες που κατά πάσα πιθανότητα θα πετύχουν οι Ρώσοι, αξιοποιώντας το ευνοϊκό «μομέντουμ», και το σημαντικότερο, οι Ουκρανοί θα πρέπει να ενισχύσουν τον στρατό τους με νέες εφεδρείες.
Ειδικά το τελευταίο φαίνεται να αντιπροσωπεύει αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη δυσκολία διότι αποτελεί ζήτημα που άπτεται της πολιτικής διαχείρισης, κι εδώ η κυβέρ
νηση του Ζελένσκι θα πρέπει να κάνει προσεκτικές κινήσεις για μην βρεθεί αντιμέτωπη με πιθανή διόγκωση της λαϊκής δυσφορίας, η οποία μπορεί να αποδυναμώσει την υποστήριξη που απολαμβάνει μέχρι στιγμής ο Ουκρανός Πρόεδρος. Αμερικανοί και άλλοι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες υπογραμμίζουν ότι όσα εξελιγμένα όπλα κι αν στείλει η Δύση, δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσουν την έλλειψη μάχιμου προσωπικού που αντιμετωπίζει ο ουκρανικός στρατός, πόσο μάλλον όταν η αντίπαλη πλευρά είναι σε θέση να αναπληρώνει με σχετική ευκολία τις απώλειές της και να διατηρεί το επίπεδο των δυνάμεών της σταθερό.
Για την ώρα, το Κίεβο προσπαθεί να «μαζέψει» όσους έφυγαν από τη χώρα μόλις ξέσπασε ο πόλεμος και κατέφυγαν στη γειτονική Πολωνία. Η ουκρανική κυβέρνηση ανακοίνωσε χθες ότι δεν θα χορηγεί πλέον διαβατήρια στους άνδρες που βρίσκονται στο εξωτερικό ηλικίας 18-60 ετών και ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών Ντμίτρι Κουλέμπα χαρακτήρισε «αδικία» κάποιοι άνδρες να βρίσκονται εκτός συνόρων την ώρα που οι συμπατριώτες τους χάνουν τη ζωή τους στο μέτωπο. Ο Πολωνός υπουργός Άμυνας Βλάντισλαβ Κοσίνιακ-Κάμις δήλωσε την προθυμία της κυβέρνησής του να βοηθήσει το Κίεβο να επαναπατρίσει όσους Ουκρανούς είναι σε στρατεύσιμη ηλικία. Η έλλειψη δυνάμεων είναι τόσο σοβαρή και επείγουσα, που συζητήθηκε και μεταξύ Ζελένσκι και Μπάιντεν, σύμφωνα με χθεσινή ανακοίνωση του Λευκού Οίκου. Το Κίεβο επιθυμεί να διευρύνει το ηλικιακό όριο επιστράτευσης, μειώνοντάς το από τα 27 στα 25 χρόνια, αλλά αυτό κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια αντιδημοφιλή απόφαση, που με τη σειρά της μπορεί να έχει γενικότερα δυσμενείς συνέπειες σε πολιτικό επίπεδο. Προφανώς, την έλλειψη μάχιμων ανδρών στο μέτωπο, ειδικά σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων όπως αυτός που εξελίσσεται, δεν μπορεί να υποκαταστήσουν τα εξελιγμένα όπλα της Δύσης, ακόμη και οι πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς που επιβεβαιώνεται πλέον ότι στέλνουν οι ΗΠΑ στο Κίεβο, η εμπλοκή των οποίων στη σύγκρουση φάνταζε μέχρι πρότινος ως «ταμπού».
Σύμφωνα με χθεσινό ρεπορτάζ του BBC που επικαλείται Αμερικανούς αξιωματούχους, η Ουκρανία έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί βαλλιστικούς πυραύλους ATACMS μεγάλου βεληνεκούς κατά της Ρωσίας, που παρασχέθηκαν κρυφά στο Κίεβο από τις ΗΠΑ. Τα όπλα στάλθηκαν ως μέρος ενός προηγούμενου πακέτου αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας και έφτασαν στη χώρα αυτόν τον μήνα. Έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον μία φορά για να χτυπήσουν ρωσικούς στόχους στην προσαρτημένη Κριμαία. Η επίθεση έγινε στις 17 Απριλίου εναντίον ενός ρωσικού αεροδρομίου περίπου 165 χλμ. από τις ουκρανικές πρώτες γραμμές. Σημειώνεται ότι η αποστολή στις ουκρανικές δυνάμεις συστημάτων ATACMS με βεληνεκές που φτάνει ως τα 300 χλμ. αποτελούσε αντικείμενο μιας πολύμηνης διαμάχης στο εσωτερικό της κυβέρνησης Μπάιντεν. Πύραυλοι ATACMS αλλά μέσου βεληνεκούς παραδόθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Κίεβο.
Αντιδρώντας στην είδηση του εξοπλισμού της Ουκρανίας με συστήματα ATACMS μεγάλης εμβέλειας, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι εμπλέκονται πλέον άμεσα στον πόλεμο, ωστόσο αυτό, κατά τη Μόσχα, δεν πρόκειται να επηρεάσει την έκβασή του.