Πλουτίζοντας με το αίμα των άλλων
Και κάθε πόλεμος είναι ένα απέραντο Ελντοράντο πλουτισμού. Ειδικά ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, αφού εκείνοι που ηθελημένα έσπρωξαν στην έκρηξή του προσέβλεπαν, βεβαίως, στη σ τ ρα τι ω τικ ο πολιτική επικράτησή τους· αλλά ταυτοχρόνως ασχολήθηκαν μετά μανίας με την αρπαγή της οικονομικής λείας. Η τα ντο αστικό εκείνο τμήμα που επ’ ουδενί ήθελε να στερηθεί τις δομές απόσπασης υπεραξίας στις οποίες είχε καλομάθει το 1941-44. Ούτε να επιστρέψει τα «προϊόντα εγκλήματος» της κατοχικής συσσώρευσης.
Δεν είναι βαρύ να πούμε –κρίνοντας εκ του αποτελέσματος– πως οι σχεδιαστές της σύγκρουσης, τα πιο ακραία πρωτοπαλίκαρα της άρχουσας τάξης, καταλήστεψαν το λυμφατικό ΑΕΠ της χώρας, αποστέρησαν από τον λιμοκτονούντα λαό τα στοιχειώδη για την επιβίωσή του και την οικονομία από μια υγιή ανάπτυξη. Και όχι μόνο «εκ του αποτελέσματος». Τα ντοκουμέντα, τα διεθνή δημοσιεύματα, τα οικονομικά στοιχεία, οι εθνικοί λογαριασμοί βοούν για τη μεροληπτική διανομή και ιδιοποίηση των εφοδίων της UNRRA αλλά και του ψυχροπολεμικού σχεδίου Μάρσαλ, το οποίο έθετε ως προϋπόθεση την ένταση των επιθέσεων εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού.
Δεν τα λέει αυτά κάποιος Γάλλος αριστερός ή Ελληνας κομμουνιστής ή Σοβιετικός δημοσιογράφος.
Ενας Αμερικανός απεσταλμένος επιφορτισμένος με τον έλεγχο της διαχείρισης της αμερικανικής βοήθειας τα καταγγέλλει. Ο Πολ (Ολντριμαν) Πόρτερ, που έφριξε με όσα είδε στα σαλόνια της κυβερνητικής και οικονομικής αριστοκρατίας: την απληστία, την ανικανότητα, την εξοργιστική επίδειξη πλούτου, τα λουκούλλεια γεύματα, τα πανάκριβα εστιατόρια και κυρίως τη σκανδαλώδη διαχείριση των κονδυλίων τα οποία κατέληγαν στις τσέπες των «ημετέρων». Ελάχιστα από τις 150.000 ακίνητα που οι κατοχικοί μαυραγορίτες είχαν… αγοράσει πληρώνοντας μέχρι 3 χρυσές λίρες επιστράφηκαν στους προπολεμικούς ιδιοκτήτες.
Τέτοιες μέρες πριν από 69 χρόνια ο Εμφύλιος πλησίαζε προς τη λήξη του. Την ίδια ώρα που τα καμιόνια σκαρφάλωναν στον Γράμμο για τη «συντριβή τ ουκ ο μ μουν ι στο συ μ μ ο ρ ι τι σ μ ο ύ» οι πολυτελείς λιμουζίνες πάρκαραν έξω από τα νυχτερινά κέντρα και τα καμπαρέ της Αθήνας. Στον τριετή πόλεμο τον φόρο του αίματος τον πλήρωσαν οι κατώτερες τάξεις των πόλεων και η αγροτιά. Είτε ως μαχητές του ΔΣΕ ή –απρόθυμοι οι πλείστοι– επιστρατευμένοι του εθνικού στρατού είτε ως ανυπεράσπιστοι θανατοποινίτες «στον τοίχο». Και η τάξη των «αφορολόγητων πλουσίων»; Επιδέξια προσπάθησε να εξαιρέσει τους γόνους της από τη στράτευση και αρκέστηκε να εισπράττει τον «φόρο του αίματος».