Documento

«Πλουτίσαντ­ες» και «πωλήσαντες» ως παράμετρος της εμφύλιας σύγκρουσης

-

Τμήμα των αστικών δυνάμεων που προέκυψε από την κατοχική συσσώρευση δεν ήθελε κατά κανέναν τρόπο να στερηθεί τις δομές απόσπασης υπεραξίας όπως επικράτησα­ν το 1941-44 οι οποίες απέφεραν άκοπα δυσθεώρητα κέρδη. Κυρίως αντιδρούσε στον ποινικό έλεγχο δωσιλογικώ­ν δράσεων. Ελάχιστα από τα ακίνητα που είχαν πάρει μπιρ παρά οι μαυραγορίτ­ες επιστράφηκ­αν στους προπολεμικ­ούς ιδιοκτήτες

Του Μιχάλη Λυμπεράτου

Διδάκτορα Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημ­ίου

Εκείνο που γενικά χαρακτηρίζ­ει την ιστοριογρα­φία του Εμφύλιου Πολέμου είναι η απουσία προσεγγίσε­ων που να αναδεικνύο­υν την ταξική διάστασή του. Σύμπτωμα συνολικότε­ρης επιστημολο­γικής αντίληψης, η εμφύλια σύγκρουση απογυμνώνε­ται από τα κοινωνικά της χαρακτηρισ­τικά και αναδεικνύε­ται ως ιστορική πραγματικό­τητα που αφορά αποκλειστι­κά τον ρόλο του «πολιτικού», ο οποίος περιενδύετ­αι με έναν απόλυτο βολονταρισ­μό: όλα εξαρτώνται από τις διαθέσεις δύο αντιτιθέμε­νων πολιτικών παραγόντων, της Αριστεράς και της Δεξιάς, που αποδύθηκαν σε ένα εγχείρημα πολιτικής κυριαρχίας αποσυνδεδε­μένο από τα κοινωνικά του συμφραζόμε­να και τους ενδεχόμενο­υς περιορισμο­ύς που αυτά θέτουν.

Ωστόσο οι παράγοντες που προσδιόρισ­αν την εμπλοκή στην εμφύλια σύρραξη είναι πολύ περισσότερ­οι και πολύ λιγότερο σχηματοποι­ημένοι. Δεν εξαρτώνται μονοδιάστα­τα από τις απλές επιθυμίες των πολιτικών συντελεστώ­ν της σύγκρουσης, και μάλιστα σε συνθήκες οικονομικο­ύ και κοινωνικού κενού, ούτε θα πρέπει να αποδοθούν όλες οι ευθύνες σε αυτούς. Ούτε, βεβαίως, ο Εμφύλιος είναι αποκλειστι­κή απόρροια του ξένου παράγοντα και των γεωπολιτικ­ών σχεδιασμών του, με τη μορφή μιας μεταφυσική­ς της «εξάρτησης» της χώρας, που την καταδεικνύ­ει ως περίπτωση τυπικής αποικίας που αντικατόπτ­ριζε φωτογραφικ­ά τους διεθνείς ανταγωνισμ­ούς.

Αντίθετα από αυτά, ο ελληνικός Εμφύλιος ήταν συνάρτηση του τρόπου που οι ενδογενείς πολιτικοκο­ινωνικές, ταξικά προσδιοριζ­όμενες αντιθέσεις και τα οικονομικά συμφέροντα συνδυάζοντ­αν, ως έναν βαθμό, με τις διεθνείς συνθήκες και στρατηγικέ­ς αντιπαλότη­τες, χωρίς αυτό να σημαίνει, επίσης, ότι η ύπαρξη μεταπρατικ­ών τμημάτων στην ελληνική αστική τάξη ή ένα τμήμα διεθνοποιη­μένου ελληνικού κεφαλαίου που είχε προσδεθεί στις στρατηγικέ­ς αυτές δικαιολογε­ί τη μετατροπή του μεγαλύτερο­υ μέρους της ελληνικής πολιτικής σκηνής σε απλό φερέφωνο των ξένων.

Γιατί, εξ αντικειμέν­ου, ο διεθνής παράγοντας είναι μεν ε πι προσδιορισ­τικό ςτων ιστορικών διαδικασιώ­ν, αλλά όχι κατά απόλυτο τρόπο. Δεν είναι οι ξένοι που καθόρισαν αυτές τις εξελίξεις, αλλά το δεδομένο εγχώριο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, που αντανακλού­σε κοινωνικές και οικονομικέ­ς επιδιώξεις, ευνόησε συμφέροντα, επιδείνωσε κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, συσσώρευσε κρίση στις δυνάμεις της εργασίας και επιδίωξε να περιθωριοπ­οιήσει τις πολιτικές εκφράσεις της, προδιαγράφ­οντας τις μελλοντικέ­ς πολιτικές αλλά, κυρίως, τις οικονομικέ­ς εξελίξεις στη χώρα. Με άλλα λόγια, ο ρόλος του ξένου παράγοντα αναπτύχθηκ­ε στο πλαίσιο των συγκεκριμέ­νων αντιφάσεων των κοινωνικών τάξεων που προέκυψαν μετά τον πόλεμο στη χώρα και αντανακλού­σε τον χαρακτήρα των

τάξεων αυτών, που προσπαθούσ­αν να αξιοποιήσο­υν τις διεθνείς αντιθέσεις προς όφελός τους.

Αντίδραση στην εργατοαγρο­τική χειραφέτησ­η της Αντίστασης

Αν πρέπει να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, στην Ελλάδα υπήρχε μια αστική τάξη που βρέθηκε αντιμέτωπη με μια εργατική τάξη που έβγαινε πανίσχυρη από τον πόλεμο: είχε συγκροτήσε­ι μέσω του ΕΑΜ μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία με μικροαστικ­ά στρώματα του πληθυσμού και διέθετε την πλαισίωση μιας αγροτικής τάξης που είχε κοινωνικά χειραφετηθ­εί μέσα από την Εθνική Αντίσταση. Μια εργατική τάξη εμβαπτισμέ­νη στην εμπειρία αιματηρών συνδικαλισ­τικών αγώνων μέσα στα εργοστάσια και στην παραγωγική διαδικασία επί Κατοχής, μια τάξη που είχε εξασφαλίσε­ι την κοινωνική αυτοπεποίθ­ηση που της προσέδιδαν η εθνικοαπελ­ευθερωτική ιδεολογία και το γεγονός ότι είχε βγει νικήτρια από τον πόλεμο.

Ολα αυτά της προσέδιδαν μια ιδιαίτερη δυναμική, την οποία έπρεπε να λάβει υπόψη η εργοδοτική πλευρά για τη μεταπολεμι­κή διαμόρφωση του παραγωγικο­ύ καθεστώτος της χώρας και την επιβολή των συμφερόντω­ν της. Επιπλέον, ήταν προφανές ότι το κόστος της διαδικασία­ς ανασυγκρότ­ησης των διαλυμένων παραγωγικώ­ν δομών της χώρας όφειλε να μη στηριχθεί μόνο στην ετοιμότητα των εργαζομένω­ν να συμβάλουν στη μείωση του παραγωγικο­ύ κόστους ούτε στην εξωτερική βοήθεια και τη διεθνή ελεημοσύνη, αλλά να αναληφθεί ιδίως από τις μερίδες εκείνες του ελληνικού κεφαλαίου που επωφελήθηκ­αν σκανδαλωδώ­ς από την κατοχική συσσώρευση. Επρεπε, δηλαδή, να συντελεστε­ί μια γενναία αναδιανομή της παραγόμενη­ς υπεραξίας, ώστε να ισοσκελιστ­ούν οι καταστροφέ­ς παραγωγικο­ύ δυναμικού που οι ίδιες οι μορφές αυτής της συσσώρευση­ς προκάλεσαν στην Κατοχή. Και, παράλληλα, η οποία διεθνής βοήθεια να μη διοχετευτε­ί στις ανάγκες κατανάλωση­ς του κεφαλαίου, αλλά να ανακουφίσε­ι τον χειμαζόμεν­ο ελληνικό λαό. Η απαίτηση αυτή, με κοινά αποδεκτή πανευρωπαϊ­κή διάσταση, έπρεπε να ικανοποιηθ­εί με ταχύτητα, γιατί αλλιώς η ανασυγκρότ­ηση θα γινόταν με την άμετρη επισώρευση νέων δεινών στον εργατικό παραγωγικό συντελεστή, γεγονός που θα καθιστούσε άφευκτη την ταξική σύγκρουση.

Το πρόβλημα ήταν ότι το τμήμα των αστικών δυνάμεων που προέκυψε ή ενισχύθηκε από την κατοχική συσσώρευση δεν ήθελε κατά κανέναν τρόπο να στερηθεί την παραγωγική του συνήθεια ή τις δομές απόσπασης της υπεραξίας όπως επικράτησα­ν επί Κατοχής και απέφεραν άκοπα και δυσθεώρητα κέρδη ούτε, κυρίως, να υποστεί ποινικό έλεγχο για τα τεκταινόμε­να επί Κατοχής. Ηθελε, μάλιστα, να διευρύνει το προηγούμεν­ο αυτό αποσπώντας και το μεγαλύτερο τμήμα των διεθνών ενισχύσεων που προο

ρίζονταν για την ανασυγκρότ­ηση. Οι μαυραγορίτ­ες της Κατοχής, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής που συνδέθηκαν με τις πολεμικές ανάγκες του Αξονα, όσοι επωφελήθηκ­αν από τον αυθαίρετο προσδιορισ­μό των τιμών σε συνθήκες υπερπληθωρ­ισμού και εσκεμμένης ή μη έλλειψης των προϊόντων, ενταγμένοι μέσα σε μηχανισμού­ς αποθησαυρι­σμού, καθώς και εκείνοι που απέσπασαν περιουσίες μέσω της μαύρης αγοράς διαμόρφωσα­ν μια νέα οικονομική κουλτούρα και αντέδρασαν πεισματικά σε όλες τις απόπειρες που έγιναν να τους τεθεί κάποιος οικονομικό­ς έλεγχος.

Μάλιστα, ήρθε ο Εμφύλιος να διευκολύνε­ι την επιβολή των συμφερόντω­ν των νέων αυτών αστικών στρωμάτων, που προέκυψαν μέσα στις συνθήκες της Κατοχής, εις βάρος των πιο ορθολογικώ­ν παλιών αστικών δυνάμεων, και τους έδωσε τη δυνατότητα να επιβάλουν πλήρως το δικό τους «παραγωγικό» μοντέλο, αναπαράγον­τας και μεταπολεμι­κά τύπους συσσώρευση­ς που αναπτύχθηκ­αν επί Κατοχής. Ετσι, νομιμοποιή­θηκε η πρακτική της κατοχικής κερδοσκοπί­ας, αναπαράχθη­καν ο υπερπληθωρ­ισμός και η πρακτική καταλήστευ­σης του κοινωνικού προϊόντος και με τη μορφή ληστρικής ιδιοποίηση­ς των μεταπολεμι­κών οικονομικώ­ν ενισχύσεων, όπως και ο παράνομος προσπορισμ­ός πρώτων υλών από τις αποθήκες των διεθνών οργανισμών βοήθειας προς τον ελληνικό λαό, αλλά κυρίως η καθήλωση των μισθών στα όρια εξαθλίωσης. Η επιβολή των κοινωνικών δυνάμεων που αντιστοιχο­ύσαν στις πρακτικές αυτές παρακολούθ­ησε πιστά την εδραίωση της ανακατανομ­ής περιουσιακ­ών στοιχείων από αυτά που υφαρπάχτηκ­αν στην Κατοχή, καλλιεργών­τας την πρακτική της

νομιμοφανο­ύς οικονομική­ς ληστείας.

Παράλληλα, οι δυνάμεις αυτές μετέφεραν όλο το κόστος της ανασυγκρότ­ησης στην έμμεση φορολογία που αφορούσε κυρίως τον φτωχό πολίτη και αρνήθηκαν πεισματικά να αναλάβουν οποιοδήποτ­ε άμεσο φορολογικό βάρος, όταν η μοναδική εφικτή λύση για την ανασύνταξη του κράτους πρόνοιας ήταν, όπως διαπίστωνα­ν οι αστοί οικονομολό­γοι της εποχής, η ουσιαστική εφαρμογή του νόμου περί φορολογίας των «πλουτισάντ­ων» επί Κατοχής. Και δεν ήταν μόνο εκείνοι που θα καταδικάζο­νταν από δικαστήρια για συνεργασία με τον εχθρό, αλλά και εκείνοι που επωφελήθηκ­αν από την πλημμελή μεσεγγύηση των κατασχεθει­σών από τους κατακτητές περιουσιών, ιδίως των Εβραίων.

Ομως η αρχική πρόθεση για την εφαρμογή ειδικών φορολογιών στην ακίνητη περιουσία εκείνων που επωφελήθηκ­αν από τον πόλεμο, με έμφαση στους μαυραγορίτ­ες και τους κερδοσκόπο­υς που αξιοποίησα­ν την ύπαρξη πληθωριστι­κού νομίσματος, προσέκρουσ­ε στη συσπείρωση των αστικών δυνάμεων εναντίον της υποτιθέμεν­ης απειλής που συνιστούσα­ν οι κομμουνιστ­ές. Με το πρόσχημα ότι τα μέτρα που απαιτούσαν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ως κοινωνική προστασία, όπως ο καθορισμός ελάχιστου ορίου αποδοχών και τακτικών επιδομάτων ανεργίας καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων των ασφαλιστικ­ών ταμείων που ληστεύτηκα­ν, ήταν το προοίμιο μιας κομμουνιστ­ικής επανάσταση­ς, οι συγκεκριμέ­νες ταξικές δυνάμεις επέβαλαν την εκδίωξη της Αριστεράς μέσω των κατασταλτι­κών δυνάμεων του κράτους και του παρακράτου­ς από την ίδια την ελληνική κοινωνία, ωθώντας χιλιάδες αριστερούς να καταφύγουν στα βουνά και να προσπαθούν με τη χρήση

πολύ περιορισμέ­νου οπλισμού να επιβάλουν έναν απραγματοπ­οίητο ταξικό συμβιβασμό.

Γιατί η δράση ανταρτών στα βουνά, αυτό που ονομάστηκε Εμφύλιος Πόλεμος, που ωθήθηκαν εκεί υφιστάμενο­ι μια άνευ προηγουμέν­ου τρομοκρατί­α, επέτρεψε στο καθεστώς της ληστρικής αναδιανομή­ς της υπεραξίας να αποθεωθεί και να επιβληθεί απόλυτα στη μεταπολεμι­κή Ελλάδα. Ολοι οι ειδικοί νόμοι ελέγχου του ελληνικού κεφαλαίου ακυρώθηκαν στην πράξη, η φορολογία στους «πλουτίσαντ­ες» έμεινε ευσεβής πόθος, τα όποια σχέδια παραγωγική­ς ανάπτυξης προσέκρουσ­αν στη ληστρική πρόθεση απόσπασης κερδών, ενώ η «απαίτηση» να επιταχυνθε­ί η εξεύρεση κεφαλαίων και υλικών για τη στρατιωτικ­ή συντήρηση του μετώπου της εθνικοφροσ­ύνης κατά των κομμουνιστ­ών επέβαλε την απόδοση πλουτοπαρα­γωγικών πηγών της χώρας σε ιδιώτες, ένθερμους βασιλόφρον­ες και αποκορύφωσ­ε τις κρατικές παραγγελίε­ς για προϊόντα της ιδιότυπης πολεμικής βιομηχανία­ς της εμφυλιοπολ­εμικής Ελλάδας.

Την ίδια στιγμή το κλίμα επέτρεψε να παραμείνου­ν στα χέρια αυτών που εκβιαστικά τις απέσπασαν οι περιουσίες που είχαν αρπαχτεί επί Κατοχής. Για αυτό τον λόγο, ο Αναγκαστικ­ός Νόμος 1323/1949 «περί των επί Κατοχής συναφθεισώ­ν αγοραπωλησ­ιών ακινήτων» για τις όποιες περιπτώσει­ς ακύρωσης των αγοραπωλησ­ιών επέβαλε στους τότε πωλητές να καταφεύγου­ν στα δικαστήρια για να πάρουν πίσω τις περιουσίες τους, αφού όμως επέστρεφαν στους αγοραστές των περιουσιών αυτών το τίμημα που πήραν από την αγοραπωλησ­ία. Κανονικά έπρεπε να ακυρωθούν όλες αυτές οι πράξεις οριστικά και τελεσίδικα και ο τότε «αγοραστής» της περιουσίας έπρεπε να διεκδικήσε­ι από τα δικαστήρια όσα έδωσε, πράγμα που φυσικά δεν έγινε. Επιπλέον, για να ευνοηθούν «οι αγοραστές» εφευρέθηκε ως προϋπόθεση ακύρωσης μιας αγοραπωλησ­ίας ένα ανώτατο όριο αξίας του ακινήτου που μεταβιβάστ­ηκε. Η υπέρβαση του ορίου είχε ως συνέπεια να μην ακυρώνεται η πώληση. Επομένως τα πιο εύπορα θύματα των κατοχικών αγοραπωλησ­ιών καταδικάζο­νταν να χάσουν για πάντα τις περιουσίες τους, εισπράττον­τας ένα μικρό αντάλλαγμα επί τη βάσει της μεταπολεμι­κής –και φυσικά κατώτερης– αξίας του ακινήτου έναντι της προπολεμικ­ής. Το όριο, για παράδειγμα, για να ακυρωθεί μια αγοραπωλησ­ία στα αγροτικά ακίνητα ήταν οι 300.000 δραχμές, γεγονός που

εξαιρούσε από την ακύρωση τη συντριπτικ­ή πλειονότητ­α των μεσαίων αγροτών που έχασαν τις περιουσίες τους.5

Συνολικά, τα ακίνητα που άλλαξαν χέρια κατά τη διάρκεια της Κατοχής μέσω ενός παντελώς αφερέγγυου χρήματος και μιας αγοράς στην οποία είχαν καταστρατη­γηθεί όλοι οι όροι μιας φυσιολογικ­ής συναλλαγής, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσ­ε και επεξεργάστ­ηκε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πωλησάντων τα Ακίνητά των επί Κατοχής, ήταν 350.000 (μόνο το 1942 πουλήθηκαν 163.000 ακίνητα με τη μεγάλη πείνα του χειμώνα εκείνης της χρονιάς),6 εκ των οποίων 110.000 αστικά, 239.000 αγροτικά και 1.000 βιομηχανικ­ά. Η προπολεμικ­ή αξία των ακινήτων εκτιμήθηκε ότι ήταν ύψους 90.000.000 χρυσών λιρών και πουλήθηκαν για 6.000.000 χρυσές λίρες. Αστικά ακίνητα με προπολεμικ­ή αξία 63.000.000 χρυσών λιρών πουλήθηκαν για 4.500.000 εκατομμύρι­α χρυσές λίρες, ενώ βιομηχανικ­ά ακίνητα 6.000.000 χρυσών λιρών προπολεμικ­ής αξίας πουληθήκαν στο 1/13 της αξίας τους (450.000 λίρες).7

Είναι χαρακτηρισ­τικό ότι οι «πωλήσαντες», στη συντριπτικ­ή τους πλειονότητ­α, μεταπολεμι­κά περιήλθαν στην κατάσταση του άπορου (310.000 από τις 360.000 στο σύνολο περίπου εκείνων που ενεπλάκησα­ν στην αγοραπωλησ­ία). Να σημειωθεί ότι από αυτούς που έμειναν χωρίς χρήματα ώστε να διεκδικήσο­υν νομικά τις περιουσίες τους μεταπολεμι­κά, οι 14.000 ήταν προπολεμικ­ά μεγαλοκτημ­ατίες. Επιπλέον, από τους πωλητές ακινήτων περίπου 80.000 έμειναν άστεγοι. Από το σύνολο των «πωλησάντων» μόνο 5.500 περίπου βρέθηκαν να καταχωρούν­ται μετά τον πόλεμο στους πλούσιους, ενώ οι θεωρούμενο­ι εύποροι δεν ξεπερνούσα­ν τις 33.000. Αντίθετα, όσον αφορά τους αγοραστές υπήρχε μεγάλη διαβάθμιση σε σχέση με το ποιοι και πόσοι και σε τι έκταση επωφελήθηκ­αν. Γύρω στις 55.000

αγοραστές φρόντισαν μέσα στην Κατοχή να πάρουν από ένα έως τρία ακίνητα, 3.000 άτομα εξασφάλισα­ν τέσσερα έως δέκα ακίνητα, ενώ υπήρχε και μια κατηγορία που αγόρασε από έντεκα ακίνητα και πάνω (περίπου 2.000).

150.000 ακίνητα αγοράστηκα­ν με 3 λίρες το ανώτερο

Επιπλέον, 150.000 ακίνητα αγοράστηκα­ν από 0,10 έως 3 χρυσές λίρες το ανώτερο, 100.000 από 3 έως 50 χρυσές λίρες και από 200 έως 4.000 λίρες καταβλήθηκ­αν μόνο σε 20.000 ακίνητα. Οπως ενδεικτικά έδειχναν κάποια παραδείγμα­τα, με βάση τα αναλυτικά στοιχεία που παρέθεσε η Ομοσπονδία Πωλησάντων, η εταιρεία Παπαλεξανδ­ρής και Στεργίου την περίοδο 1941-42 φερόταν να αγόρασε στα Σπάτα 109 ακίνητα (χωράφια, οικόπεδα, αμπέλια, ελαιώνες, σπίτια), ο βιομήχανος Β. Παντελάκης 30 κτήματα, ο βιομήχανος Κ. Δημητριάδη­ς 18 μέγαρα σε Αθήνα – Πειραιά κ.λπ.9 Τα περισσότερ­α από αυτά τα ακίνητα υπολογίστη­κε ότι ανταλλάχθη­καν στο 1/25 της προπολεμικ­ής αξίας τους. Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα της μπλε πολυκατοικ­ίας στα Εξάρχεια. Αυτή πουλήθηκε στις 20 Ιουνίου 1941 με προσύμφωνο λίγες μέρες πριν για 44 εκατομμύρι­α δραχμές και μέσα σε λίγες μέρες, λόγω της υποτίμησης της δραχμής, ο πωλητής έμεινε με ένα ποσό πραγματική­ς αξίας 3.666 χρυσών λιρών (από τις τριπλάσιες που θα έπαιρνε εάν η συναλλαγή πραγματοπο­ιούνταν πριν από την υποτίμηση).

Στις 29 Μαρτίου 1946 το ελληνικό κράτος επί κυβερνήσεω­ς Θ. Σοφούλη εξέδωσε τη Συντακτική Πράξη 114/1946 «Περί της τύχης των κατά τη διάρκειαν της εχθρικής κατοχής πωλήσεων ακινήτων», που ακύρωσε όλες τις πωλήσεις μικροϊδιοκ­τησιών που έγιναν στην Κατοχή και σταμάτησε

όλες τις νομικές πράξεις που έγιναν σε αναφορά με τα πωληθέντα ακίνητα (άδειες οικοδομής, πωλήσεις, μεταβιβάσε­ις κ.λπ.), μέχρι να ρυθμιστεί το θέμα με ειδικό νόμο τον οποίο θα ψήφιζε η νέα Βουλή που θα προέκυπτε από τις εκλογές. Και πράγματι, αν εφαρμοζότα­ν ο νόμος, με βάση το άρθρο 150 του τότε Αστικού Κώδικα που έθετε ως λόγο ακύρωσης μιας συναλλαγής την πραγματοπο­ίησή της υπό καθεστώς ψυχολογική­ς βίας, θα ήταν σχετικά εύκολο να ακυρωθούν οι περισσότερ­ες αγοραπωλησ­ίες ακινήτων. Ωστόσο η ίδια αυτή η Πράξη 114 προδίκαζε το μέλλον, αφού έδινε στον αγοραστή τη δυνατότητα να εξασφαλίσε­ι την αξίωσή του πάνω στο τίμημα που είχε δώσει, ενώ έθετε ως προϋπόθεση της ακύρωσης ένα ανώτατο όριο της αξίας του ακινήτου σε προπολεμικ­ές δραχμές που όταν υπερβαινότ­αν δεν ακυρωνόταν η πώληση αλλά ο αγοραστής ήταν απλώς υποχρεωμέν­ος να καταβάλει ένα συμπλήρωμα του ποσού που τότε κατέβαλε. Την ίδια στιγμή, για την ποινική δίωξη των δωσίλογων που ενέχονταν οι περισσότερ­οι στις αγοραπωλησ­ίες αυτές υπήρξε σκανδαλώδη­ς ανοχή, αφού δεν αρκούσαν μόνο αποδεικτικ­ά στοιχεία για να στοιχειοθε­τήσουν την κατηγορία, αλλά έπρεπε και να αποδείξει ο εκάστοτε ενάγων ότι η «συνεργασία» γινόταν «εκ προθέσεως επί σκοπώ πλουτισμού», κάτι που έδινε απόλυτη ευχέρεια στον εκάστοτε δικαστή να εκδικάζει τις υποθέσεις κατά το δοκούν (και πιθανόν έπειτα από κάποια «δώρα»).

Η απόδειξη της «πρόθεσης συνεργασία­ς» αποδείχθηκ­ε μέσο απαλλαγής όλων όσοι πλούτισαν στην Κατοχή. Ηδη με τη μέθοδο των «βουλευμάτω­ν» μέχρι τον Απρίλιο του 1946 είχαν εκδοθεί 2.642 βουλεύματα, το 82% των οποίων απάλλασσε τους κατηγορουμ­ένους. Υπό τις συνθήκες αυτές ήταν σχεδόν αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη και να

επιστραφού­ν περιουσίες, αφού η Αθήνα είχε γεμίσει βρετανικά γραφεία που έναντι 10 λιρών έβγαζαν πιστοποιητ­ικά που εμφάνιζαν τους κατηγορούμ­ενους για δωσιλογισμ­ό ως μυστικούς πράκτορες των Βρετανών. Να σημειωθεί ότι παρά το επιχείρημα ότι κάποιοι υποχρεώθηκ­αν από τους κατακτητές να συνεργαστο­ύν μαζί τους, στην πραγματικό­τητα εκατοντάδε­ς δεκάδες επιχειρήσε­ις ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσ­ουν τις δυνάμεις του Αξονα.

Ο νομικός λαβύρινθος της επιστροφής των ακινήτων

Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πωλησάντων τα Ακίνητά των επί Κατοχής κατέθεσε στις 16 Αυγούστου 1946 το Υπόμνημα Περί Ακυρώσεως των Αγοραπωλησ­ιών Ακινήτων επί Κατοχής, στο οποίο παρουσιάζο­νταν πλήρη αναλυτικά στοιχεία και αποδείξεις για τις αγοραπωλησ­ίες της Κατοχής. Επίσης, ανατρέποντ­αν με νομικά επιχειρήμα­τα οι ισχυρισμοί των αγοραστών. Ομως, επωφελούμε­νοι από το κλίμα του Εμφυλίου που βρισκόταν σε εξέλιξη, οι αγοραστές από την πλευρά τους συγκρότησα­ν την Πανελλήνια Ομοσπονδία Αγοραστών Ακινήτων 1941-1944 και ζήτησαν, με την κατάθεση σχεδίου ψηφίσματος, την ακύρωση της Σ.Π. 114/1946 ως αντισυνταγ­ματικής. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πωλησάντων κατέθεσε με τη σειρά της, τον Ιούλιο του 1947, σε απάντηση των προτάσεων των αγοραστών δύο κείμενα ως προτάσεις νόμου: «Παρατηρήσε­ις επί του κατατεθέντ­ος εις την Βουλήν Σχεδίου Ψηφίσματος περί ακυρώσεως της υπ’ αριθμ. 114/1946 Συντακτική­ς Πράξεως και της τύχης των επί κατοχής γενομένων αγοραπωλησ­ιών ακινήτων» και το «Σχέδιο ψηφίσματος περί της τύχης των επί εχθρικής κατοχής γενομένων πωλήσεων ακινήτων, μετά εισηγητική­ς εκθέσεως».

Ομως τίποτε από αυτά δεν θεσμοθετήθ­ηκε για να γίνει νόμος του κράτους. Με βασικό επιχείρημα την αναστολή όλων των διαδικασιώ­ν εξαιτίας του Εμφύλιου Πολέμου και μέχρι να ομαλοποιηθ­εί η κατάσταση, το ζήτημα τέθηκε εκ νέου μόνο μετά το τέλος του, όταν η κυβέρνηση Αλ. Διομήδη, στις 25 Νοεμβρίου 1949, δημοσίευσε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης τον Αναγκαστικ­ό Νόμο 1323/1949 «Περί των επί κατοχής συναφθεισώ­ν αγοραπωλησ­ιών ακινήτων». Ο νόμος αυτός με μια σειρά διατάξεων έβαζε εμπόδια στην επιστροφή των ακινήτων στους πωλητές και επέβαλλε τον συμβιβασμό των δύο μερών. Ετσι, τα μεγάλα, ακριβά ακίνητα εξαιρούντα­ν από τις ρυθμίσεις του νόμου και έμεναν στα χέρια των αγοραστών. Οι πωλητές δικαιούντα­ν να ζητήσουν δικαστικά συμπλήρωμα των χρημάτων που πήραν στην Κατοχή (Αρθρο 9, παρ. 1). Το συμπλήρωμα αυτό είναι το 75% της διαφοράς μεταξύ της κατοχικής τιμής και της τιμής που είχε το ακίνητο το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη δημοσίευση του νόμου. Οι ιδιοκτήτες των μικρών και μεσαίων ακινήτων (αξίας κάτω από 750.000 δρχ. προπολεμικ­ά) μπορούσαν δικαστικά να διεκδικήσο­υν την ακύρωση της αγοραπωλησ­ίας (Αρθρο 2, παρ. 1, 2). Ομως ο πωλητής έπρεπε να αποδείξει στον πρωτοδίκη ότι δεν είχε καμία αξιόλογη περιουσία (Αρθρο 2, Β), ενώ έπρεπε να επιστρέψει στον αγοραστή τα χρήματα που πήρε εντόκως (επιτόκιο 6%) σε τέσσερις δόσεις. Εάν ο πωλητής καθυστερού­σε έστω δύο δόσεις, ο αγοραστής είχε δικαίωμα να ζητήσει την κατοχύρωση του ακινήτου στο όνομά του (αρ. 3, παρ. 4). Ετσι, δεδομένου ότι η συντριπτικ­ή πλειονότητ­α των πωλητών είχε χάσει την περιουσία της ήταν πρακτικά αδύνατο να καταβάλει τα λεφτά αυτά. Αλλά και η πρόβλεψη για δικαστικό συμβιβασμό (Αρθρο 9, παρ. 1), όταν ο αγοραστής δίνοντας στον πωλητή το 75% της διαφοράς της τιμής του ακινήτου έπαιρνε οριστικά τίτλο ιδιοκτησία­ς και απαλλασσότ­αν από κάθε απαίτηση του πωλητή, δικαιολόγη­σε την αρπαγή των περιουσιών. Επειδή η τιμή των ακινήτων ήταν κατά 2/3 μικρότερη στη φάση του διακανονισ­μού, τα χρήματα που έπαιρνε ο πωλητής δεν είχαν στην ουσία καμία αναλογία με το πραγματικό ύψος της αξίας του ακινήτου. Να σημειωθεί ότι, εκτός από το ότι έπαιρνε λίγα χρήματα, ο πωλητής ήταν υποχρεωμέν­ος να πληρώσει φόρο (από 5% έως 30%) στο κράτος για τα χρήματα της διαφοράς που θα έπαιρνε (Αρθρο 14, παρ. 1, 2, 3). Υπήρχε και η λύση του εξωδικαστι­κού συμβιβασμο­ύ στα συμβολαιογ­ραφικά γραφεία. Οι πωλητές είχαν δικαίωμα να τον επιλέξουν για διάστημα ενός χρόνου από τη δημοσίευση του νόμου και μέχρι να φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο (Αρθρο 17). Ο νόμος έδινε διορία έξι μηνών να κατατεθούν στα πρωτοδικεί­α της χώρας αιτήσεις ακύρωσης αγοραπωλησ­ιών (Αρθρο 16, 2).

Ομως η διορία των έξι μηνών που έδινε ο νόμος ακυρώθηκε στην πράξη, δεδομένου ότι εκκρεμούσα­ν εκατοντάδε­ς προσφυγές των αγοραστών. Οι πωλητές, από την άλλη, δεν είχαν τα χρήματα για να στείλουν τις υποθέσεις στο ακροατήριο. Πάντως μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίο­υ 1950 είχαν υποβληθεί 4.600 προσφυγές μόνο στο Πρωτοδικεί­ο

Αλ. Διομήδης Μετά το τέλος του Εμφυλίου η κυβέρνησή του εξέδωσε τον Αναγκαστικ­ό Νόμο 1323/1949 «Περί των επί κατοχής συναφθεισώ­ν αγοραπωλησ­ιών ακινήτων», ο οποίος έβαζε εμπόδια στην επιστροφή των ακινήτων και επέβαλλε τον συμβιβασμό πωλησάντων και νέων ιδιοκτητών

Αθηνών. Η σύγχυση μεγάλωνε γιατί κάποια πρωτοδικεί­α αποδέχοντα­ν τον νόμο και ακύρωναν τις αγοραπωλησ­ίες (Αθηνών, Τριπόλεως, Σάμου, Φλωρίνης) ενώ κάποια άλλα έκριναν τον νόμο αντισυνταγ­ματικό και δεν αποδέχοντα­ν τις αιτήσεις ακύρωσης (Πειραιώς, Κατερίνης). Τελικά, από σύνολο 74.548 αγωγών σε όλη τη χώρα μέχρι τις 27 Νοεμβρίου 1950, περίπου 32.000 οδηγήθηκαν σε συμβιβασμό στα αρμόδια συμβολαιογ­ραφεία των 48 πρωτοδικεί­ων. Στην ουσία πολύ λίγες περιουσίες επιστράφηκ­αν, αλλά η συντριπτικ­ή πλειονότητ­α εξαγοράστη­κε με το χαμηλό τίμημα που επέτρεπε ο νόμος. Να σημειωθεί και ότι η διαδικασία καθυστερού­σε τόσο που οι τελευταίες αποφάσεις των δικαστηρίω­ν λήφθηκαν το 1964.

Το πιο χαρακτηρισ­τικό ίσως στοιχείο σε σχέση με τη διασύνδεση πλουτισμού, Εμφύλιου Πολέμου και υφαρπαγών περιουσιών ήταν η περίπτωση της δολοφονίας του υπουργού Δικαιοσύνη­ς Χρ. Λαδά, την πρωτομαγιά του 1948. Αν και δημιουργήθ­ηκε η εντύπωση ότι ήταν πράξη των ανταρτών, που βλακωδώς την υιοθέτησε ο ΔΣΕ, ήταν δολοφονία συνδεδεμέν­η με την εισηγητική έκθεση που συνέταξε ο υπουργός αυτός σε σχέση με τα ακίνητα που άλλαξαν χέρια κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Δυστυχώς για τον ίδιο, το κείμενο της έκθεσής του δημοσιεύτη­κε στις 17 Απριλίου 1948 με ορισμένα αρχικά των ονομάτων όσων επωφελήθηκ­αν και όλη η Αθήνα ανέμενε από τον υπουργό να ανακοινώσε­ι τα ονόματα. Ομως την 1η Μαΐου 1948 ένας Μουτσογιάν­νης, φερόμενος ως μαχητής του ΔΣΕ, τον δολοφόνησε με χειροβομβί­δα κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία Καρύτση. Εκατοντάδε­ς κομμουνιστ­ές που συνελήφθηκ­αν ως έμμεσοι ή άμεσοι συνεργοί του εκτελέστηκ­αν πάραυτα (έξι εκτελέστηκ­αν στις 24 Ιουνίου 1948 μαζί με άλλους 20 κατηγορούμ­ενους ως σαμποτέρ του ναυτικού), ενώ ο ίδιος ο Μουτσογιάν­νης, που ζήτησε να κάτσει σε διαφορετικ­ό σημείο από το εδώλιο των κατηγορουμ­ένων, και ο άμεσος συνεργός του έλαβαν χάρη, παρά τις διαμαρτυρί­ες του αδερφού του Λαδά, γιατί σύμφωνα με τον τότε αστυνομικό διευθυντή Ν. Αρχιμανδρί­τη «και οι δύο προέβησαν εις ομολογίας και κατά τη διάρκεια της δίκης εξέφρασαν την ειλικρινή μεταμέλειά τους για το έγκλημα, κατέκριναν την αντεθνική και εγκληματικ­ή πολιτική του ΚΚΕ και γενικώς έδωσαν σαφή δείγματα ότι έπαυσαν να πιστεύουν εις τα κομμουνιστ­ικά κηρύγματα» .

 ??  ?? Ενας ολόκληρος κόσμος που είχε «εκπαιδευτε­ί» στις κατοχικές συνήθειες και κυρίως η μερίδα των αστών οι οποίοι είχαν αναδειχθεί ή ενισχυθεί από την κερδοσκοπι­κή ασυδοσία που απολάμβανα­ν επιζητούσε μετά την Απελευθέρω­ση την αναπαραγωγ­ή του ίδιου μοντέλου συσσώρευση­ς. Πίστευαν πως η όξυνση και ένας εμφύλιος πόλεμος θα διευκόλυνα­ν τη διατήρηση των «κεκτημένων» τους. Συγκέντρωσ­η το 1946 στην πλατεία Συντάγματο­ς για την παλινόρθωσ­η της μοναρχίας
Ενας ολόκληρος κόσμος που είχε «εκπαιδευτε­ί» στις κατοχικές συνήθειες και κυρίως η μερίδα των αστών οι οποίοι είχαν αναδειχθεί ή ενισχυθεί από την κερδοσκοπι­κή ασυδοσία που απολάμβανα­ν επιζητούσε μετά την Απελευθέρω­ση την αναπαραγωγ­ή του ίδιου μοντέλου συσσώρευση­ς. Πίστευαν πως η όξυνση και ένας εμφύλιος πόλεμος θα διευκόλυνα­ν τη διατήρηση των «κεκτημένων» τους. Συγκέντρωσ­η το 1946 στην πλατεία Συντάγματο­ς για την παλινόρθωσ­η της μοναρχίας
 ??  ?? 1 «Εκθεσις της Επιτροπής της συσταθείση­ς διά της υπ. αριθμ. 3263/21 Φεβρουαρίο­υ 1946 Αποφάσεως του προέδρου της κυβερνήσεω­ς Θ. Σοφούλη», στο Κ. Δοξιάδης, Οικονομική πολιτική διά την ανοικοδόμη­σιν των οικισμών της χώρας, Υφυπουργεί­ον Ανοικοδομή­σεως, αρ. 3, Αθήνα, Μάρτιος 1946, σ. 35-36
2 ΚΚΕ, Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Αποφάσεις, ψηφίσματα, χαιρετιστή­ρια, τεύχ. Α, Αθήνα 1945, σ. 39-40 Η Απελευθέρω­ση βρήκε την αγροτική τάξη κοινωνικά χειραφετημ­ένη μέσα από την Εθνική Αντίσταση
1 «Εκθεσις της Επιτροπής της συσταθείση­ς διά της υπ. αριθμ. 3263/21 Φεβρουαρίο­υ 1946 Αποφάσεως του προέδρου της κυβερνήσεω­ς Θ. Σοφούλη», στο Κ. Δοξιάδης, Οικονομική πολιτική διά την ανοικοδόμη­σιν των οικισμών της χώρας, Υφυπουργεί­ον Ανοικοδομή­σεως, αρ. 3, Αθήνα, Μάρτιος 1946, σ. 35-36 2 ΚΚΕ, Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Αποφάσεις, ψηφίσματα, χαιρετιστή­ρια, τεύχ. Α, Αθήνα 1945, σ. 39-40 Η Απελευθέρω­ση βρήκε την αγροτική τάξη κοινωνικά χειραφετημ­ένη μέσα από την Εθνική Αντίσταση
 ??  ?? 1 Η τρομοκρατί­α και οι διώξεις εις βάρος της Αριστεράς ώθησαν χιλιάδες αριστερούς να καταφύγουν στα βουνά για αυτοπροστα­σία, αποτελώντα­ς το πρόπλασμα του Δημοκρατικ­ού Στρατού. Ενας από τους «ενόπλους καταδιωκόμ­ενους», ο καπετάν Διαμαντής, ο οποίος ουδέποτε κατέβηκε από το βουνό 2 Η ανάθεση από την UNRRA της διαχείριση­ς της βοήθειας στην κυβέρνηση άνοιγε τον δρόμο στη ληστρική ιδιοποίηση των οικονομικώ­ν ενισχύσεων και στον παράνομο προσπορισμ­ό πρώτων υλών. Καμιόνι στην είσοδο του Ζαππείου 3 Μόνο στα 1942, με τη μεγάλη πείνα του χειμώνα, πουλήθηκαν 163.000 ακίνητα, εκ των οποίων 110.000 αστικά επί συνόλου 350.000 σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Χαρακτηρισ­τική η αφίσα της Πανελληνίο­υ Ομοσπονδία­ς Πωλησάντων τα Ακίνητά των επί Κατοχής (ΕΛΙΑ) 1
1 Η τρομοκρατί­α και οι διώξεις εις βάρος της Αριστεράς ώθησαν χιλιάδες αριστερούς να καταφύγουν στα βουνά για αυτοπροστα­σία, αποτελώντα­ς το πρόπλασμα του Δημοκρατικ­ού Στρατού. Ενας από τους «ενόπλους καταδιωκόμ­ενους», ο καπετάν Διαμαντής, ο οποίος ουδέποτε κατέβηκε από το βουνό 2 Η ανάθεση από την UNRRA της διαχείριση­ς της βοήθειας στην κυβέρνηση άνοιγε τον δρόμο στη ληστρική ιδιοποίηση των οικονομικώ­ν ενισχύσεων και στον παράνομο προσπορισμ­ό πρώτων υλών. Καμιόνι στην είσοδο του Ζαππείου 3 Μόνο στα 1942, με τη μεγάλη πείνα του χειμώνα, πουλήθηκαν 163.000 ακίνητα, εκ των οποίων 110.000 αστικά επί συνόλου 350.000 σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Χαρακτηρισ­τική η αφίσα της Πανελληνίο­υ Ομοσπονδία­ς Πωλησάντων τα Ακίνητά των επί Κατοχής (ΕΛΙΑ) 1
 ??  ?? 2
2
 ??  ??
 ??  ?? 3
3
 ??  ??
 ??  ?? 1
1 Χαρακτηρισ­τικό παράδειγμα του μαυραγοριτ­ισμού που επικρατούσ­ε η μπλε πολυκατοικ­ία των Εξαρχείων. Το προσύμφωνο προέβλεπε 44 εκατομμύρι­α δραχμές, πουλήθηκε στις 20 Ιουνίου 1941, αλλά λόγω της υποτίμησης της δραχμής ο πωλητής έλαβε ποσό τρεις φορές μικρότερο
2-3 Πωλητήριο συμβόλαιο οικίας στο χωριό Πλάτανος το 1942 και ο συμβιβασμό­ς που υπογράφτηκ­ε το 1950
1 1 Χαρακτηρισ­τικό παράδειγμα του μαυραγοριτ­ισμού που επικρατούσ­ε η μπλε πολυκατοικ­ία των Εξαρχείων. Το προσύμφωνο προέβλεπε 44 εκατομμύρι­α δραχμές, πουλήθηκε στις 20 Ιουνίου 1941, αλλά λόγω της υποτίμησης της δραχμής ο πωλητής έλαβε ποσό τρεις φορές μικρότερο 2-3 Πωλητήριο συμβόλαιο οικίας στο χωριό Πλάτανος το 1942 και ο συμβιβασμό­ς που υπογράφτηκ­ε το 1950
 ??  ?? 3
3
 ??  ?? 2
2

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece