«Αποδοχή της εισαγγελικής πρότασης θα σημάνει εκ νέου κλιμάκωση της βίας»
Η ακροαματική διαδικασία ήταν πάρα πολύ μακρά και σχεδόν βασανιστική για τα θύματα και τις οικογένειές τους. Πεντέμισι χρόνια έπρεπε να περιμένουν τα θύματα προκειμένου να ακούσουν το «ένοχος» ή «αθώος» κι αυτό από μόνο του είναι μεγάλο χρονικό διάστημα και μεγάλο βάρος.
Εμείς ως πολιτική αγωγή θεωρούμε ότι η αποδεικτική διαδικασία ήταν συντριπτική από την άποψη των στοιχείων. Αποδείχτηκαν όχι μονάχα τα επιμέρους κακουργήματα και η τέλεσή τους από μέλη και στελέχη της Χρυσής Αυγής, δηλαδή η ανθρωποκτονία Φύσσα, η απόπειρα ανθρωποκτονίας του Αμπουζίντ Εμπάρακ, του εντολέα μας, και οι απόπειρες ανθρωποκτονιών σε βάρος των κομμουνιστών συνδικαλιστών, αλλά και, το σημαντικότερο, θεωρούμε ότι αποδείχτηκε η κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης. Το γεγονός δηλαδή ότι αυτά τα περιστατικά δεν ήταν μεμονωμένα και ενορχηστρώθηκαν επί τη βάσει ενός εγκληματικού σχεδίου από την ηγεσία της Χρυσής Αυγής, η οποία όχι μονάχα γνώριζε αλλά καθοδηγούσε την τέλεση
των αξιόποινων πράξεων. Είχε δημιουργήσει έναν επιχειρησιακό μηχανισμό με τάγματα εφόδου και ομάδες κρούσης που τελούσαν εγκληματικές και κακουργηματικές πράξεις.
Για μας αυτό είναι η καρδιά του κατηγορητηρίου και γι’ αυτό τον λόγο μέτρο της απόδοσης δικαιοσύνης για τα θύματα δεν είναι μόνο η καταδίκη των φυσικών αυτουργών αλλά και η καταδίκη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής.
Για μας λοιπόν μονάχα η συνολική καταδίκη μπορεί να αποτελέσει δικαίωση για τα θύματα και τις οικογένειές τους και σε καμία περίπτωση δεν θα αποδεχτούμε ως δικαιοσύνη και δικαίωση την καταδίκη μονάχα των ανθρώπων που βγήκαν με τα μαχαίρια και τα ρόπαλα. Αποδοχή της εισαγγελικής πρότασης, αποδοχή της θεωρίας του μεμονωμένου περιστατικού, για εμάς θα σημάνει εκ νέου κλιμάκωση της βίας από την πλευρά της Χρυσής Αυγής, δηλαδή ολική επαναφορά στην κατάσταση που βιώναμε τον Σεπτέμβρη του 2013 με νέα εγκλήματα και νέες ανθρωποκτονίες.