Το δίλημμα: Συντριβη ή μέτωπο;
Του Αρτέμη Ψαρομήλιγκου
«Αυτό τον καιρό οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικών χωρών έχουν να διαλέξουν, συγκεκριμένα για σήμερα, όχι ανάμεσα στην προλεταριακή δικτατορία και την αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και τον φασισμό» (Διμιτρόφ στο 7ο Συνέδριο της 3ης Διεθνούς)
Το δίλημμα που αντιμετώπισε το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα τα χρόνια της μεσοπολεμικής ανόδου του φασισμού ήταν καταλυτικό: συνεχίζουμε πάνω στον χαραγμένο δρόμο που οδηγεί στην προλεταριακή επανάσταση ή μήπως είναι πιο επείγον και άμεσο να σταματήσουμε το ναζιστικό τσουνάμι; Η απόφαση δεν ήταν εύκολη ή χωρίς διενέξεις και παλινωδίες. Συγκρούστηκαν οι γραμμές μιας προσήλωσης στην εμπειρία του 191417 και την ιδεολογική καθαρότητα από τη μiα και της αναζήτησης επίκαιρων απαντήσεων· προσαρμοσμένων από τον ρεαλισμό της κυβερνητικής γραφειοκρατίας της ΕΣΣΔ, αν προτιμάτε.
Το σίγουρο είναι πως το 1935 ήταν πλέον φανερό ότι η επαγγελθείσα επανάσταση στην Ευρώπη δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Αντιθέτως, η Ευρώπη είχε βαφτεί μαύρη με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Στο κομμουνιστικό κίνημα είχαν διαμορφωθεί δύο ευδιάκριτα, εχθρικά μεταξύ τους –πλην άνισα– στρατόπεδα. Της 3ης (κομμουνιστικής) Διεθνούς με επίκεντρο πλέον τον Στάλιν και της κυοφορούμενης 4ης Διεθνούς (που ιδρύθηκε τελικά το 1938) με σημείο αναφοράς τον εξόριστο Τρότσκι.
Το τροτσκιστικό ρεύμα, φορτωμένο με το άχθος της εσωκομματικής ήττας το 1923-27 και των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν, κατέταξε τη Σοβιετική Ενωση στους εχθρούς της εργατικής τάξης και βρέθηκε απέναντί της σε όλα τα ζητήματα, μικρά ή μεγάλα.
Αντίθετα, η 3η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν), υπό το βάρος και της κυβερνητικής ευθύνης σε μία μόνο χώρα, ήταν υποχρεωμένη σε πιο «γειωμένες» προσεγγίσεις. 1) Διμιτρόφ vs Τρότσκι Το πρώτο βήμα έγινε στο 7ο Συνέδριο της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς (25 Ιουλίου – 20 Αυγούστου 1935). Εισηγητής της μεγάλης στροφής ήταν ο Βούλγαρος κομμουνιστής Γκεόργκι Διμιτρόφ, ο οποίος εξέφραζε απόλυτα τον Στάλιν. Ξεκίνησε με επίθεση στις μέχρι πρότινος απόψεις: «Μήπως υπάρχουν τώρα, σύντροφοι, στις γραμμές μας λίγοι τέτοιοι δογματιστές που στην πολιτική του ενιαίου μετώπου μυρίζονται παντού και πάντα μόνο κινδύνους; Για τους συντρόφους αυτούς ολόκληρο το ενιαίο μέτωπο αποτελεί μοναδικό
κίνδυνο. Αλλά αυτή η σεχταριστική “εμμονή στις αρχές” δεν είναι τίποτε άλλο παρά πολιτική αδυναμία απέναντι στις δυσκολίες της άμεσης καθοδήγησης της πάλης των μαζών. […] Ο σεχταρισμός εκφράζεται ιδιαίτερα στην υπερεκτίμηση της επαναστατικοποίησης των μαζών».
[…] «Εμείς είμαστε υπέρ της πολιτικής ενότητας της εργατικής τάξης! Γι’ αυτό και είμαστε πρόθυμοι να συνεργαστούμε στενά με όλους τους σοσιαλδημοκράτες που είναι υπέρ του ενιαίου μετώπου και υποστηρίζουν ειλικρινά τη συνένωση με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις. Αλλά ακριβώς επειδή είμαστε υπέρ της ένωσης θα αγωνιστούμε αποφασιστικά ενάντια σε όλους τους “αριστερούς” δημαγωγούς, που θέλουν να εκμεταλλευτούν την απογοήτευση των σοσιαλδημοκρατών εργατών για τη δημιουργία νέων σοσιαλιστικών κομμάτων ή Διεθνών που να κατευθύνονται ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και να βαθαίνουν έτσι τη διάσπαση της εργατικής τάξης».
Ο Διμιτρόφ προσπαθεί να εξηγήσει τις διαφορές ανάμεσα στο «τότε» και το «τώρα». «Οι μπολσεβίκοι αγωνίζονταν ενάντια στα κόμματα αυτά επειδή η σημαία της αστικής δημοκρατίας έγινε τότε σημαία της κινητοποίησης όλων των αντεπαναστατικών δυνάμεων. […] Σήμερα η φασιστική αντεπανάσταση επιτίθεται στην αστική δημοκρατία και σκοπεύει να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς βάρβαρης εκμετάλλευσης και καταπίεσης σε βάρος των εργαζομένων. Αυτό τον καιρό οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικών χωρών έχουν να διαλέ
ξουν, συγκεκριμένα για σήμερα, όχι ανάμεσα στην προλεταριακή δικτατορία και την αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και τον φασισμό».
Ασκεί κριτική στον διμέτωπο αγώνα του ΚΚ Γερμανίας εναντίον εθνικοσοσιαλιστών και σοσιαλδημοκρατών (αποκαλούμενων «σοσιαλφασιστών» 1): «Το λάθος των κομμουνιστών μιας σειράς χωρών, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, ήταν ότι δεν πήραν υπόψη τις αλλαγές που επήλθαν και συνέχισαν να επαναλαμβάνουν εκείνα τα συνθήματα και εκείνες τις θέσεις στην τακτική που πριν από μερικά χρόνια ήταν σωστά, σε εκείνην ακριβώς την εποχή που ο αγώνας για την προλεταριακή δικτατορία είχε επίκαιρο χαρακτήρα και που γύρω από τη σημαία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπως έγινε το 191820, συγκεντρώθηκε όλη η γερμανική αντεπανάσταση».
Το στέλεχος της Κομιντέρν και μετέπειτα πρόεδρος της Ανατολικής Γερμανίας Βίλχελμ Πικ επιβεβαίωσε τον Διμιτρόφ: «Εγινε σημαντικός αριθμός σεχταριστικών σφαλμάτων».
Ο Διμιτρόφ κάνει επίθεση στον αριστερίστικο βερμπαλισμό: «Πρέπει να τελειώνουμε με την κατάσταση όπου κομμουνιστές, που τους λείπουν οι γνώσεις και οι ικανότητες για μια μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση, αντικαθιστούν την ανάλυση αυτή με γενικές εκφράσεις και γενικά συνθήματα, όπως “επαναστατική διέξοδος από την κρίση”, χωρίς να κάνουν καμιά απολύτως σοβαρή προσπάθεια να εξηγήσουν σε ποιον βαθμό επαναστατικής ωριμότητας του προλεταριάτου και των εργαζόμενων μαζών, με τι επίπεδο επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι δυνατή μια τέτοια επαναστατική διέξοδος από την κρίση. Δίκιο είχε ο σύντροφος Ντατ [σ.σ.: αυτό το όνομα θα το ξανασυναντήσουμε παρακάτω] όταν ισχυρίστηκε ότι στις γραμμές μας υπήρχε η τάση να βλέπουμε τον φασισμό γενικά, χωρίς να παίρνουμε υπόψη τις συγκεκριμένες ιδιομορφίες του φασιστικού κινήματος στην κάθε χώρα και να θεωρούμε όλα τα αντιδραστικά μέτρα της αστικής τάξης φασισμό και μάλιστα το όχι κομμουνιστικό στρατόπεδο συνολικά σαν φασιστικό. Το αποτέλεσμα δεν ήταν το δυνάμωμα, αλλά αντίθετα το αδυνάτισμα του αγώνα ενάντια στον φασισμό».
Γιατί όμως «μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες»; Επειδή, εξηγεί, «πρώτα η κρίση κλόνισε συθέμελα την κατάσταση των στρωμάτων εκείνων της εργατικής τάξης που βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα, της λεγόμενης εργατικής αριστοκρατίας, που πάνω της στηρίζεται, όπως είναι γνωστό, η σοσιαλδημοκρατία. Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να διευκολύνουμε όχι μόνο τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες αλλά και εκείνα τα στελέχη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και οργανώσεων που θέλουν ειλικρινά να περάσουν στην επαναστατική ταξική τοποθέτηση, να διεξάγουν την κοινή δουλειά και την κοινή πάλη μαζί μ’ εμάς, ενάντια στον ταξικό εχθρό».
Δίνει έναν «εργαλειακό» –θα λέγαμε σήμερα– πλην κλασικό ορισμό του φασισμού: «Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η αντιδραστικότερη μορφή
του φασισμού είναι ο γερμανικός φασισμός. Εχει την αναίδεια να αυτοαποκαλείται εθνικοσοσιαλισμός, παρόλο που δεν έχει τίποτε κοινό με τον σοσιαλισμό. Ο χιτλερικός φασισμός δεν είναι μόνο αστικός εθνικισμός, είναι και ένας κτηνώδης σoβινισμός. […] Είναι μεσαιωνική βαρβαρότητα και κτηνωδία, αχαλίνωτη επιθετικότητα ενάντια στους άλλους λαούς και χώρες. Ο γερμανικός φασισμός παίζει τον ρόλο της δύναμης κρούσης της διεθνούς αντεπανάστασης, του κύριου αίτιου του ιμπεριαλιστικού πολέμου, του υποκινητή της σταυροφορίας ενάντια στη Σοβιετική Ενωση».
Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε συγκριτικά, χωρίς σχόλια, τον ορισμό που είχε δώσει το 1932 ο Λέον Τρότσκι: «Ο φασισμός είναι ένα συγκεκριμένο σύστημα διακυβέρνησης που βασίζεται στο ξερίζωμα όλων των στοιχείων προλεταριακής δημοκρατίας μέσα στην αστική κοινωνία». Ενώ το 1937 πρόσθετε πως «ενσαρκώνει το σκοτάδι και τη βαρβαρότητα».
Στην εισήγηση του 1935 ο Διμιτρόφ δεν διστάζει να υπερασπιστεί ακόμη και το «Νιου Ντιλ» του Αμερικανού προέδρου: «Αλλά και τώρα ακόμη υπάρχουν υπολείμματα σχηματικής τοποθέτησης απέναντι στον φασισμό. Μήπως ο ισχυρισμός διάφορων συντρόφων ότι το “Νιου Ντιλ” του Ρούζβελτ είναι μια ακόμη πιο φανερή, ακόμη πιο οξεία μορφή εξέλιξης της αστικής τάξης στον φασισμό από ό,τι για παράδειγμα η “εθνική κυβέρνηση” της Αγγλίας δεν είναι η έκφραση μιας τέτοιας σχηματικής τοποθέτησης; Χρειάζεται πραγματικά μεγάλη δόση σχηματικής αντίληψης για να μη βλέπουμε ότι οι αντιδραστικότεροι κύκλοι του αμερικανικού χρηματιστικού κεφαλαίου, που επιτίθενται στον Ρούζβελτ, είναι κυρίως εκείνη ακριβώς η δύναμη που υποδαυλίζει
και οργανώνει το φασιστικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Στον αντίποδα, ο Τρότσκι γράφει το 1939: «Παρακολουθήσαμε το “Νιου Ντιλ” τα τελευταία έξι ή επτά χρόνια. Δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες. Δεν τις συμμερίστηκα. Εάν το “Νιου Ντιλ” πετύχει, είμαι έτοιμος να εγκαταλείψω τις επαναστατικές πεποιθήσεις μου».
Ακόμη και έναν χρόνο πριν από τη δολοφονία του από πράκτορα της NKVD στο Μεξικό, ο Τρότσκι στις 23 Ιουλίου 1939 επέμενε σε μια ισοπεδωτική στάση: «Αυτό είναι το δίλημμα: σοσιαλισμός ή ιμπεριαλισμός. Η δημοκρατία δεν αποτελεί απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Αυτή είναι η συμβουλή που θα έδινα στην αμερικανική κυβέρνηση».
Βρισκόμαστε ένα βήμα από το ξέσπασμα του πολέμου. Ο Χίτλερ απειλεί την Τσεχοσλοβακία. Γάλλοι και Αγγλοι (καθώς και οι Πολωνοί) αρνούνται τις σοβιετικές προτάσεις για από κοινού στρατιωτική προστασία της χώρας. Με την επαίσχυντη συμφωνία του Μονάχου την παραδίδουν στο Ράιχ και ωθούν τον Στάλιν στην υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης, γνωστού ως Μολότοφ – Ρίμπεντροπ έντεκα μήνες αργότερα.
Ο Τρότσκι στις 19 Σεπτεμβρίου 1938 γράφει: «Φαίνεται πως η τσεχοσλοβακική δημοκρατία, η οποία τελούσε υπό την αυγουστιάτικη προστασία της γαλλοβρετανικής δημοκρατίας και της “σοσιαλιστικής” γραφειοκρατίας της ΕΣΣΔ, είχε όλες τις ευκαιρίες να δείξει στους Σουδήτες Γερμανούς τα μεγάλα πλεονεκτήματα ενός δημοκρατικού καθεστώτος έναντι ενός φασιστικού. Εάν αυτό το πρόβλημα επιλυόταν, ο Χίτλερ δεν θα τολμούσε βέβαια να κάνει μια απόπειρα στη Σουδητία. Η κύρια δύναμή του έγκειται τώρα ακριβώς στο γεγονός πως οι ίδιοι οι Σουδήτες Γερμανοί ήθελαν ένωση με τη Γερμανία. Αυτή η επιθυμία εμφυσήθηκε από το αρπακτικό και αστυνομικό καθεστώς της τσεχοσλοβακικής “δημοκρατίας” η οποία “μαχόταν” τον φασισμό μιμούμενη τις χειρότερες (sic!) μεθόδους του».
2) Χάρι Πόλιτ vs Πάλμε Ντατ
Ομως και «εντός των τειχών» της Κομιντέρν ανάλογες απόψεις είχαν λάβει διαστάσεις. Χαρακτηριστική είναι η σύγκρουση μεταξύ του γραμματέα του ΚΚ Βρετανίας Χάρι Πόλιτ και του μέλους του Πολιτικού Γραφείου Ρατζανί Πάλμε Ντατ.
Οι δύο άντρες είχαν συμπορευτεί από νέοι στην αριστερή πτέρυγα του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας. Ο Πόλιτ εκλέχτηκε γραμματέας το 1929. Ο Πάλμε Ντατ, διανοούμενος ινδοσουηδικής καταγωγής, είχε αποβληθεί από την Οξφόρδη το 1916 λόγω της εναντίωσής του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν ο θεωρητικός του κόμματος.
Ο Πόλιτ, συνεπικουρούμενος από τον Τζον Ρος Κάμπελ, αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Daily Worker», υποστήριξε τη βρετανική κυβέρνηση όταν κήρυξε τον πόλεμο (3 Σεπτεμβρίου 1939) εναντίον της Γερμανίας εξαιτίας της εισβολής του Χίτλερ στην Πολωνία δύο μέρες νωρίτερα. Ο Πόλιτ, παρότι δεδηλωμένος σταλινικός, 6 χαρακτήρισε τον πόλεμο πρόωρα αντιφασιστικό, αδιαφορώντας για το σύμφωνο Μολότοφ –Ρίμπεντροπ που είχε συναφθεί στις 23 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Θεώρησε πως η στάση του αυτή εξυπηρετούσε τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Σοβιετικής Ενωσης.
Στη θυελλώδη συνεδρίαση της ΚΕ στις 2 Οκτωβρίου 1939 ο Πάλμε Ντατ χαρακτήρισε τον πόλεμο «ιμπεριαλιστικό» και απαίτησε «την καταδίκη των απόψεων του Πόλιτ από όλα τα μέλη της ΚΕ», ζητώντας παράλληλα την κατάληψη «όλων των κομματικών θέσεων ευθύνης από αποφασισμένους οπαδούς αυτής της γραμμής».
Ο Πόλιτ αντεπιτέθηκε με σφοδρότητα: «Παρακαλώ θυμήσου, σύντροφε Ντατ, πως δεν θα με εκφοβίσεις με αυτήν τη φρασεολογία. Ημουν στο επαναστατικό κίνημα πρακτικά πριν από σένα και θα εξακολουθήσω να είμαι πολύ καιρό μετά, όταν μερικοί όπως εσύ θα έχετε ξεχαστεί».
Στην ψηφοφορία που ακολούθησε ο Πόλιτ συγκέντρωσε μόνο τρεις ψήφους και αναγκάστηκε σε παραίτηση από τη θέση του γραμματέα, την οποία κατέλαβε ο Πάλμε Ντατ. Ο Πόλιτ συμφώνησε να αποκρύψει τη σύγκρουση και εξέδωσε μια ανακοίνωση στην οποία έλεγε πως είναι «ανοησίες και ευσεβείς πόθοι οι προσπάθειες του Τύπου να δημιουργήσει την αίσθηση κρίσης μέσα στο κόμμα».
Ολα έγιναν πολύ «βρετανικά». Πόλιτ και Κάμπελ απομακρύνθηκαν από το Πολιτικό Γραφείο αλλά παρέμειναν στην ΚΕ. Τον Κάμπελ στη θέση του αρχισυντάκτη της «Daily Worker» διαδέχτηκε ο Γουίλιαμ Ραστ. Η εφημερίδα τις επόμενες μέρες ζητούσε από τον πρωθυπουργό Τσάμπερλεν «να ανταποκριθεί στα ανοίγματα ειρήνης του Χίτλερ». Η εφημερίδα απαγορεύτηκε από την πολεμική λογοκρισία τον Ιανουάριο του 1941 μέχρι τον Αύγουστο του 1942.
Ο Πάλμε Ντατ εξέδωσε ένα φυλλάδιο με τίτλο «Why this war?» (Γιατί αυτός ο πόλεμος;), στο οποίο εξηγούσε την τρέχουσα γραμμή του ΚΚΜΒ. Ελεγε ανάμεσα στα άλλα: «Το να φαντάζεσαι πως μπορείς να νικήσεις τον φασισμό προσφέροντας βοήθεια στον Τσάμπερλεν είναι σαν να προσπαθείς να θεραπεύσεις τη χολέρα με την πανούκλα. […] Μας λένε πως είναι ένας πόλεμος υπεράσπισης της ειρήνης απέναντι στην επιθετικότητα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. […] Είναι ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος όπως
ήταν και το 1914. […] Το πρώτο καθήκον είναι να οδηγήσουμε τη μάχη ενάντια σ’ αυτούς που δημιουργούν τον πόλεμο, ενάντια στην κυβέρνηση, για τον τερματισμό του πολέμου. […] Οικοδομήστε ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα που μόνο αυτό μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη να παλέψει για τη νίκη ενάντια στους καπιταλιστές πολεμοκάπηλους και κερδοσκόπους».
Οταν εκδηλώθηκε η ναζιστική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης η πλειοψηφική γραμμή ανατράπηκε. Μετά τη δήλωση του –πρωθυπουργού πλέον– Τσόρτσιλ στις 22 Ιουνίου 1941 ότι «θα δώσουμε όση βοήθεια μπορούμε στη Ρωσία» το βρετανικό ΚΚ δήλωσε την πλήρη υποστήριξή του στην κυβέρνηση πολέμου. Ο Πόλιτ επανήλθε δικαιωμένος στη θέση του γραμματέα. Η «μεσοβασιλεία» του Ντατ είχε λήξει, ωστόσο ο ίδιος υπηρέτησε σθεναρά την αντιφασιστική γραμμή. Και οι δύο πέθαναν μέλη του κόμματος πολύ μετά τον πόλεμο.
Είναι χαρακτηριστικό πως τα μέλη του κόμματος αυξήθηκαν από 15.570 το 1938 σε 56.000 το 1942. Η κυκλοφορία της εφημερίδας αυξήθηκε σε 100.000, 140.000, ακόμη και 500.000 φύλλα. 3) Ζαχαριάδης vs Πουλιόπουλος Στην Ελλάδα η βαριά σκιά του Ζαχαριάδη δεν άφηνε περιθώρια για εσωκομματικές αμφισβητήσεις αλά βρετανικά. Αν και είναι αλήθεια πως το περίφημο γράμμα του της 31ης Οκτωβρίου 1940 για το «Οχι», το οποίο επίσης παρέκαμπτε το σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, είχε δημιουργήσει μια πρόσκαιρη αναταραχή στην Ακροναυπλία.
Η προεργασία είχε αρχίσει νωρίτερα. Ανατρέποντας την 3η Ολομέλεια του 1930, που μιλούσε για προλεταρι
ακή επανάσταση, η 6η Ολομέλεια τον Ιανουάριο του 1934 αποφάσιζε πως «η επικείμενη επανάσταση των εργατών και αγροτών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση». Ως καθήκον έμπαινε η πάλη ενάντια στον φασισμό και τον πόλεμο. Το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ τον Μάιο του 1934 εξειδίκευσε την ανάγκη συνεργασίας «με όλα τα άλλα κόμματα και οργανώσεις που στέκονται πάνω σε ελάχιστη δημοκρατική-αντιφασιστική βάση».
Στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν είχε πάρει μέρος και ελληνική αντιπροσωπεία, την οποία αποτελούσαν στελέχη πρώτης γραμμής: Στέλιος Σκλάβαινας, Γιάννης Ιωαννίδης, Γιάννης Μιχαηλίδης, Μιχάλης Τυρίμος, Μιχάλης Σινάκος, Δημήτρης Σακαρέλος, Νίκος Πλουμπίδης και Ανδρέας Τσίπας. Στις εκλογές του 1935 το ΚΚΕ με το ευρύτερο σχήμα Κομμουνιστές και Συμπράττοντες απέσπασε 9,59% και σ’ αυτές του 1936 με το Παλλαϊκό Μέτωπο 5,76% εκλέγοντας 15 βουλευτές. Η γενική αυτή γραμμή του ΚΚΕ στάθηκε η βάση του γράμματος Ζαχαριάδη και της μετέπειτα αντιστασιακής στρατηγικής του στην Κατοχή. Το γράμμα καταγγέλθηκε από τους αυτοαποκαλούμενους «διεθνιστές» σαν εθνικιστική παρέκκλιση.
Ο ελληνικός τροτσκισμός και αρχειομαρξισμός διαμορφώθηκε με αρχικό πυρήνα την αριστερή αντιπολίτευση του ΚΚΕ. Παρουσίασε τουλάχιστον 18 ονοματολογικές/οργανωτικές μεταλλάξεις μεταξύ 1927 και 1943 και αμέτρητες «αμοιβαδικές» διασπάσεις. Στην Κατοχή οι ολιγομελείς οργανώσεις του παρέπαιαν μεταξύ αντίστασης και απραξίας, μεταξύ υπεράσπισης της ΕΣΣΔ και άρνησής της.
Μια άθλια φιγούρα του ελληνικού
τροτσκισμού, ο Αγις Στίνας, υποστήριξε πως η αντίσταση στους κατακτητές ήταν άχρηστη και επιβλαβής, ταυτιζόμενος εξ αντικειμένου μαζί τους. Κήρυξε την ηθική συνθηκολόγηση με τον ναζισμό: «Στη ζωή του πληθυσμού των κατεχόμενων χωρών έχει επέλθει μια πολύ σημαντική αλλαγή. Οσα και να λένε οι δήθεν πατριώτες, ο πληθυσμός δέχτηκε με ανακούφιση το σταμάτημα του πολέμου στην περιοχή του».
Επιτέθηκε στους «σφαγείς του ΕΑΜ», του οποίου «η πολιτική και η πολεμική δραστηριότητα εναντίον των αρχών Κατοχής δεν είχε άλλο λογικό σκοπό απ’ αυτόν: να εμποδίσει την οικειότητα, τη φιλική επαφή, την ανθρώπινη σχέση ανάμεσα στον πληθυσμό και τους Ιταλούς και Γερμανούς στρατιώτες». Στο εξωπραγματικό σύμπαν του Στίνα «η οικειότης ανάμεσα στον πληθυσμό και τους στρατιώτες της Κατοχής θα οδηγούσε σε φιλικές σχέσεις και σε συζητήσεις και οι συζητήσεις μέσα στον πόλεμο δεν θα είχαν άλλο αντικείμενο από τον πόλεμο. Οι Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες ήταν παιδιά του χτες, ήταν στα εργοστάσια, τα χωράφια, τα θρανία. Ο στρατιώτης της Βέρμαχτ θα μπορούσε να ξαναγίνει εκείνο που ήταν πριν, ο ανθρακωρύχος του Ρουρ, και εκείνοι τους οποίους αυτός φρουρεί να ξαναγίνουν στα μάτια του οι συνάδελφοί του, οι σύντροφοί του, οι ταξικοί αδερφοί του». Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ κατά τον Στίνα «σκότωναν απομονωμένους Ιταλούς ή Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Εστηναν παγίδες και εξόντωναν μια μικρή γερμανική ή ιταλική στρατιωτική περίπολο και η άμεση, ή πολύ γνωστή σ’ αυτούς από προηγούμενα, συνέπεια αυτής τους της δράσης ήταν τα άγρια αντίποινα των αρχών κατοχής, μαζικές σφαγές αθώων, μαζικές εκτελέσεις ομήρων».
«Η χώρα ρήμαζε, τα χωριά καίγονταν, χιλιάδες ξεσπιτώνονταν, ο αριθμός των σφαζομένων ομήρων μεγάλωνε. Ο τρόμος και η παραφροσύνη βασίλευαν στη χώρα. Αλλά στην “Ελεύθερη Ελλάδα” πανηγύριζαν. Εκείνο που επεδίωκαν, εκείνο για το οποίο δημιουργήθηκε η “εθνική αντίσταση” γινόταν και είχε πλήρη επιτυχία. Το μίσος ανάμεσα στον στρατό κατοχής και τον πληθυσμό βάθαινε, οι απλοί Γερμανοί στρατιώτες, που δεν ήταν SS ή στην Γκεστάπο, εξαγριώνονταν από τις εκτελέσεις στρατιωτών, η οποιαδήποτε επαφή γινόταν αδύνατη. Ο καθένας με τρόμο απέφευγε να μιλήσει σ’ έναν Ιταλό ή Γερμανό στρατιώτη. Υπήρχε κίνδυνος να τον πάρει το μάτι κανενός από τα καρφιά της “εθνικής αντίστασης” και η τιμωρία ήταν θάνατος».
Ο Παντελής Πουλιόπουλος, πατριάρχης του ελληνικού τροτσκισμού, αποφεύγει τις ακρότητες του Στίνα αλλά έχει την ίδια αντίληψη για τον χαρακτήρα του πολέμου. Είχε διατελέσει γραμματέας του ΚΚΕ (192425) και παρότι θεωρείται βαθύς γνώστης του μαρξισμού, αδυνατούσε το 1937 να αντιληφθεί τον συσχετισμό δύναμης και τις διαθέσεις ή δυνατότητες του λαού.
Κοπιάρει τον Τρότσκι και «διακηρύττει ότι ο κόσμος σήμερα ένα μόνο δίλημμα αντιμετωπίζει: καπιταλισμός ή σοσιαλισμός, και όχι το δίλημμα που θέλει να παραστήσει πως τάχα το ιστορικό κίνημα σήμερα πρόκειται να κρίνει ανάμεσα στη δημοκρατία και τον φασισμό, όπως είναι η θεωρία του Λαϊκού Μετώπου». 7
«Μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος το μεγαλύτερο εμπόδιο σε μια ανεξάρτητη ταξική πάλη είναι οι μέθοδες και η ιδεολογία της συνεργασίας των τάξεων. Η ιδεολογία αυτή ενσαρκώνεται πρώτα απ’ όλα στα συνθήματα του λεγόμενου Λαϊκού Μετώπου. [...] Με το Λαϊκό Μέτωπο η εργατική τάξη εγκαταλείπει το δικό της πρόγραμμα, δηλαδή το πρόγραμμα της κατάληψης της εξουσίας και το πρόγραμμα του σοσιαλισμού, και δέχεται το πρόγραμμα της “δημοκρατικής” μπουρζουαζίας».
Τις κρίσιμες ώρες που η ανθρωπότητα –ακόμη κι αν συνασπιστεί– δεν δείχνει ικανή να αντιμετωπίσει τον Αξονα, ο Πουλιόπουλος έχει έτοιμη τη ρετσέτα: μοναδική λύση «η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και η χρησιμοποίηση της εξουσίας αυτής για την εφαρμογή του σοσιαλισμού».
Αιχμάλωτος της αγιάτρευτης εναντίωσής του σε ό,τι εκπορευόταν από τη Μόσχα, γράφει: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πολιτική απάτη από το κήρυγμα πως τάχα το Λαϊκό Μέτωπο σώζει την Ευρώπη από τον κίνδυνο του νέου πολέμου. […] Τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου, και προπάντων το σταλινικό, εξαπολύουνε μιαν αδιάντροπη εθνικιστική και σοβινιστική προπαγάνδα ετοιμάζοντας έτσι ψυχολογικά και ιδεολογικά τις μάζες για το νέο μακελειό». 8
Είναι χαρακτηριστικό πως το βιβλίο του Πουλιόπουλου διατρέχουν έντεκα αρνητικές αναφορές στον σταλινισμό και μόνο δύο στον Χίτλερ. «Ο λυσσασμένος εθνικισμός του σταλινισμού και των Λαϊκών Μετώπων ίσα
ίσα υποβοηθάει την καταδημαγώγηση των προλεταρίων από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι».
«Ομοια με τη σημερινή λαϊκομετωπική πολιτική ήτανε και η πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Κίνα, γιατί υπέταξε τους Κινέζους εργάτες και χωρικούς στον Τσανγκ Κάι Σεκ και στο αστικό κόμμα του Κουομιντάγκ. Αυτή η πολιτική όλοι ξέρουν ότι οδήγησε το 1927 στην ήττα της κινεζικής επανάστασης και στις ομαδικές εκτελέσεις των επαναστατών Κινέζων εργατών από τον ίδιο τον σύμμαχο του σταλινισμού Τσανγκ Κάι Σεκ». Αυτά τα γράφει δώδεκα χρόνια πριν από τη νίκη του Μάο.
Επιτίθεται στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία πως «δημαγώγησε λιγάκι με τις περιβόητες “κοινωνικές μεταρρυθμίσεις” του» – για πρώτη φορά πενθήμερο, 40ωρη εργασία με μισθολογικές αυξήσεις έως 15%, πληρωμένες διακοπές κ.ά.– με το επιχείρημα ότι «χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση των εργαζομένων με την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και το κύμα των υπερτιμήσεων που εξαπέλυσε».
Από την κριτική Πουλιόπουλου δεν γλιτώνουν ούτε οι τροτσκιστές της Ισπανίας. «Ακόμη και αυτό το ΠΟΥΜ, μόλο που σωστά με τις διακηρύξεις του αντέτασσε στο σύνθημα του Καμπαλλέρο “Δημοκρατία ή φασισμός” το σωστό σύνθημα “Καπιταλισμός ή σοσιαλισμός”, ωστόσο στην πράξη αρνήθηκε τα συνθήματά του πέρσι και μπήκε κι αυτό στην κυβέρνηση του Κομπάνυς εμποδίζοντας έτσι την πρόοδο της καταλωνικής επανάστασης». 9
Στην ίδια ρότα και οι αποφάνσεις του για την Ελλάδα: «Η πολιτική του
Λαϊκού Μετώπου […] είχε για πρώτο κύριο αποτέλεσμα την οριστική διάλυση του παλιού ΚΚΕ σε μια άμορφη μάζα από συγχυσμένους φίλους της ΕΣΣΔ και προλετάριους κάτω από τη διεύθυνση μιας υπαλληλικής γραφειοκρατίας και ανεύθυνων μικροαστών δημοκρατών». […] Φτάνει να εκτοξεύσει απίστευτες συκοφαντίες εις βάρος του ΚΚΕ: «Πήγε και προσκύνησε επίσημα το Παλάτι». […] «Μέσον του Λαϊκού Μετώπου στήριξε στην κυβέρνηση τον στρατηγό Μεταξά, επιτρέποντας έτσι σ’ αυτόν να προετοιμάσει άνετα τη σημερινή διχτατορία». […] «Την πολιτική αυτή του ελληνικού Λαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ) συμπληρώνει ο αδιάντροπος εθνικισμός με τον οποίο το κόμμα αυτό ζητεί να μπολιάσει τους εργάτες».
Ο Πουλιόπουλος εκτελέστηκε στις 6 Ιουνίου 1943 στο χωριό Νεζερός κοντά στον Δομοκό, σε αντίποινα για την ανατίναξη της σήραγγας στο Κούρνοβο από τον ΕΛΑΣ. Πιστός μέχρι τέλους στις ρομαντικές αυταπάτες του, «μίλησε στα ιταλικά στους στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος στο όνομα του αντιφασισμού και της διεθνιστικής αλληλεγγύης προτρέποντάς τους να εξεγερθούν ενάντια στους ιμπεριαλιστές». 10
*
***
Σήμερα, 75 χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ ΠΠ, αναλογιζόμαστε με τρόμο ποια θα ήταν η έκβασή του εάν το βάρος της αντιμετώπισης του ναζισμού έπεφτε στις απρόθυμες πλάτες των ολιγομελών και πολυδιασπασμένων τροτσκιστικών ομάδων, χωρίς την εμπλοκή της «σοβιετικής γραφειοκρατίας» και της «μπουρζουάδικης δημοκρατίας».
Η κατανόηση των πολιτικών συμμαχιών και των μετώπων αμφισβητεί διατυπώσεις του τύπου «το ΕΑΜ στις παραμονές της Απελευθέρωσης ήταν πλειοψηφικό μέσα στον ελληνικό λαό και μπορούσε να καταλάβει την εξουσία». Ομως τα προγράμματα, οι συμμαχίες, ακόμη και τα συγκεκριμένα πρόσωπα που προσχωρούν σε αυτές προσδίδουν στα μετωπικά σχήματα μαζικό –ή όχι– χαρακτήρα. Δεν ήταν λοιπόν δεδομένη η «πλειοψηφία» του ΕΑΜ. Και θα ήταν παράλογο να υποθέτουμε πως η πρωτοφανής απήχησή του θα ήταν η ίδια εάν το ΚΚΕ είχε ακολουθήσει μια «στενή» πολιτική συμμαχιών.
Ανάμεσα σε εκατοντάδες χιλιάδες περιπτώσεις ιδού μια ενδεικτική: «Δημιουργήθηκε στις αρχές Νοεμβρίου του 1941 η Τομεακή Επιτροπή ΕΑΜ των Ανατολικών συνοικιών. Τα πρώτα μέλη της ήταν ο πρώην γερουσιαστής των Φιλελευθέρων Αγγελος Κωνσταντιλιέρης, ο Κώστας Μακαρόνας από την Καισαριανή, ο τραπεζικός υπάλληλος Βασίλης Ναυπλιώτης από τον Βύρωνα. […] Η περίπτωση της οικογένειας Ναυπλιώτη είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές σχετικά με την τακτική του ΕΑΜ να εντάσσει στις δυνάμεις του πρόσωπα ιδιαίτερου κύρους στις τοπικές κοινωνίες». […] Προσχώρησαν επίσης και τα αδέλφια του Μανώλης, Αγγελική και Σταματία. Η τελευταία είχε διατελέσει ιδιαιτέρα γραμματέας του Ελευθερίου Βενιζέλου. […] «Τα πρόσωπα αυτά λειτουργούσαν ως πόλοι έλξης νέων μελών και παράλληλα ως “εγγύηση” ότι η μετάβαση από το απαξιωμένο προπολεμικό πολιτικό σύστημα στη μεταπολεμική λαϊκή δημοκρατία θα ήταν ομαλή». 11