Κι εμείς οι κριτικοί χορεύουμε πάνω σε μπάρες
Μια συζήτηση με τον διευθυντή του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου για το επικείμενο φεστιβάλ αλλά και τη ζωή του
«Ο Ηλίας Βενέζης είχε τουπέ και σε κοιτούσε αφ’ υψηλού. Νόμιζε ότι με το να σου μιλήσει πέντε λεπτά σου κάνει μεγάλη χάρη»
Θέλαμε να συναντήσουμε τον Νίνο Φένεκ Μικελίδη (και τον συναντήσαμε αφού η συνέντευξη έγινε αρκετό καιρό πριν από την καραντίνα) για να μιλήσουμε σχετικά με το 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου που θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακά και με ελεύθερη πρόσβαση από τις 25 Νοεμβρίου έως τις 4 Δεκεμβρίου (περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε στο σάιτ www.panoramafest.org). Αφού όμως καταφέραμε να βρεθούμε δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη και οδηγήσαμε τον Νίνο στην εξιστόρηση λεπτομερειών από τη ζωή του.
Αρχικά ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Είναι Φενέκ ή Φένεκ το όνομά σου; Γιατί το βρήκα και με τις δύο μορφές σε διάφορα έντυπα και σάιτ.
Το σωστό είναι Φένεκ. Το ξέρω ότι πολλοί μπερδεύονται και το κάνουν συχνά λάθος.
Πώς προέκυψε λοιπόν το Φένεκ αλλά και το Νίνος με το οποίο σε προσφωνούν οι περισσότεροι;
Ηταν το όνομα του παππού μου ο οποίος ήταν μαλτέζικης καταγωγής. Πολύ παλιά, γύρω στα 1890 με 1900 πρέπει να ήταν, μετανάστευσε από τη Μάλτα στην Κύπρο, την αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Ηταν ο επίσημος φαρμακοποιός του νησιού. Το Νίνος ήταν της μητέρας μου το όνομα. Την έλεγαν Νίνα και πέθανε λίγο μετά τη γέννησή μου. Οπότε για να τη θυμούνται μου έδωσαν το όνομά της.
Υπάρχει και μια άλλη ιστορία που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή. Η φυλάκισή σου από τους Αγγλους. Μπορείς να μας πεις τι ακριβώς συνέβη;
Ημουν 19 χρόνων και τότε δούλευα στο ΡΙΚ. Με συνέλαβαν για τις πολιτικές απόψεις μου και κυρίως για τις αντίθετες ιδέες που είχα σε σχέση με τον Αγγλο διευθυντή μου. Τέλος πάντων, αυτά είναι λεπτομέρειες που τις αναφέρω πάντως διεξοδικά
σε ένα βιβλίο που έβγαλα το 1995 και ήταν βασισμένο στα ημερολόγια που έγραφα στη φυλακή όπου έμεινα για έξι μήνες σχεδόν. Ηταν μια φυλακή σαν ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης – βρισκόταν κοντά στο κάστρο της Κερύνειας. Με παραπήγματα, συρματοπλέγματα και αρκετούς φρουρούς με σκυλιά επειδή κάποιοι κρατούμενοι είχαν καταφέρει να αποδράσουν. Εγώ στάθηκα πιο τυχερός καθώς μου δόθηκε η ελευθερία όταν τους είπα ότι θα πήγαινα για σπουδές στον Λίβανο. Αλλά ήρθα στην Αθήνα όπου μπήκα στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω Αγγλική Φιλολογία.
Τι ανέφερες στα ημερολόγια αυτά κατά τη διάρκεια της φυλάκισής σου;
Κυρίως ήταν σημειώσεις από τα βιβλία που διάβαζα αλλά και περιγραφές όσων διαδραματίζονταν στη φυλακή.
Γίνονταν βασανιστήρια στη φυλακή;
Γενικά όχι. Υπήρξε όμως ένα βίαιο γεγονός που θυμάμαι όταν κάναμε απεργία πείνας. Μας έριξαν δακρυγόνα και μας χτύπησαν με ρόπαλα. Ημασταν μαζεμένοι 20-25 άτομα σε ένα δωμάτιο και καταφέραμε να μείνουμε πέντε μέρες νηστικοί. Ομως μας έβαλαν με το ζόρι να φάμε χρησιμοποιώντας λάστιχο. Τέλος πάντων, αυτά είναι περασμένα. Ολα είναι παρελθόν.
Το σινεμά πότε μπήκε στη ζωή σου;
Οταν ήμουν εννιά χρόνων βγάζαμε ένα περιοδικό στο αγγλικό σχολείο όπου φοιτούσα. Τίτλος του ήταν «The School Boys Spirit» κι εκεί έγραψα τις πρώτες μου κριτικές ταινιών. Κράτησα την κινηματογραφική στήλη έως τα 14-15 μου. Ούτε όμως στο πανεπιστήμιο το πάθος μου για το σινεμά έπαυσε. Πήγαινα στις κινηματογραφικές λέσχες και έβλεπα όσο περισσότερες ταινίες μπορούσα.
Μετά τις σπουδές στην Αθήνα τι ακολούθησε;
Εδωσα εξετάσεις για να συνεχί
σω τις σπουδές Αγγλικής Φιλολογίας στο Λονδίνο. Δεν τα κατάφερα να μπω εκεί, αλλά μπήκα στη σχολή κινηματογράφου που επίσης απαιτούσε αντίστοιχες πανεπιστημιακές εξετάσεις. Τότε έγινε και κάτι άλλο σημαντικό. Χάρη στη συμφωνία με τον Μακάριο που μόλις είχε επιστρέψει στην Κύπρο αποφασίστηκε να μας δοθούν οι παλιές μας θέσεις εργασίας, οπότε επέστρεψα στο ΡΙΚ, ενώ μας δόθηκε και αποζημίωση για όσα είχαμε υποστεί. Ομως το σινεμά είχε μπει για τα καλά στη ζωή μου και τα παράτησα για να ολοκληρώσω τις σπουδές μου στην Αγγλία και να γυρίσω μάλιστα την πρώτη μου ταινία με τα λεφτά της αποζημίωσης.
Ποιο ήταν το θέμα της ταινίας σου;
Ηταν μια μικρού μήκους ταινία με τίτλο «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν» από την ποιητική συλλογή του Σεφέρη. Το θέμα της βασίστηκε στα ποιήματά του «Σαλαμίνα της Κύπρος» και «Ελένη». Ο Σεφέρης μαζί με τον Καβάφη είναι από τους αγαπημένους μου ποιητές μαζί με άλλους Ελληνες –στη φυλακή διάβαζα πολύ Ρίτσο και Βαλαωρίτη–, Αγγλους και Αμερικανούς. Εγραψα στον Σεφέρη ένα γράμμα αναφέροντάς του το φιλμ που ετοίμαζα. Μου απάντησε πολύ φιλικά και κανονίσαμε να βρεθούμε όταν θα πήγαινα στην Αθήνα. Πράγματι βρεθήκαμε τρεις τέσσερις φορές, του έδειξα μάλιστα αποσπάσματα του φιλμ. Και κάπως έτσι γίναμε φίλοι. Εδώ θέλω να πω ότι χάρη στην προβολή της ταινίας μου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης γνώρισα τη γυναίκα μου τη Λέλα και από τότε είμαστε μαζί.
Τι είναι εκείνο που σου έκανε περισσότερο εντύπωση στον Σεφέρη;
Εντύπωση μου έκανε το γεγονός πως από την αρχή ήταν πολύ φιλικός. Μου συμπεριφέρθηκε σαν να ήμουν φίλος ή γείτονας που γνωριζόμασταν χρόνια. Δεν είχε καθόλου την υπεροψία που ίσως περίμενες από έναν καταξιωμένο ποιητή. Τον γνώρισα όταν ήμουν 22-23 χρόνων. Τότε είχα βγάλει ήδη τις πρώτες μου ποιητικές συλλογές. Η πρώτη είχε ποιήματα που έγραφα όσο ήμουν στο σχολείο, ενώ τη δεύτερη την έκανα όταν γύρισα στην Κύπρο το 1959. Αυτές τις δύο συλλογές του έδειξα και συζητούσαμε για τα ποιήματα που έγραψα. Μιλούσε με ενδιαφέρον για τα ποιήματά μου και ποτέ δεν με έκανε να νιώσω ότι ήταν ο τεράστιος ποιητής που θα έπρεπε να έχω δέος απέναντί του. Δεν είχε πάρει βέβαια ακόμη το Νόμπελ, αλλά ήταν ο Σεφέρης με έργα του μεταφρασμένα στο εξωτερικό και ήδη σπουδαία φήμη. Εδώ να πω ότι ετοιμάζω τώρα ένα νέο βιβλίο με τις συναντήσεις μου –όχι μόνο συνεντεύξεις– με διάφορα πρόσωπα (Λόρενς Ντάρελ, Γούντι Αλεν κ.ά.), ένα από τα οποία είναι ο Σεφέρης.
«Οταν ήμουν εννιά χρόνων βγάζαμε ένα περιοδικό. Τίτλος του ήταν “The School Boys Spirit” κι εκεί έγραψα τις πρώτες μου κριτικές ταινιών»
Υπάρχει κάποιος ευκόλως αναγνωρίσιμος που σε απογοήτευσε όταν τον γνώρισες;
Ναι, ο Βενέζης ήταν τέτοια περίπτωση. Είχε τουπέ και σε κοιτούσε αφ’ υψηλού. Νόμιζε ότι με το να σου μιλήσει πέντε λεπτά σου κάνει μεγάλη χάρη. Ηταν αποκαρδιωτική η συνάντησή μας, παρότι όταν ήμουν μαθητής λάτρευα τη γραφή του και είχα αγοράσει όλα τα βιβλία του. Αλλά εξακολουθώ να τον θεωρώ σημαντικό συγγραφέα. Ως άνθρωπος… άσε καλύτερα.
Σκηνοθέτες που σε απογοήτευσαν όταν τους γνώρισες;
Δεν μπορώ να βρω. Το αντίθετο, ναι. Οπως ο Χάρολντ Πίντερ, ο οποίος είχε τη φήμη του σκληρού και όταν τον συνάντησα περίμενα τα χειρότερα. Ομως παρότι ήταν σφιγμένος και σε απόσταση αρχικά, στη συνέχεια γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Η σχέση μας διατηρήθηκε σε στενό πλαίσιο και δεν δίσταζε όποτε βρισκόμουν στο Λονδίνο να με παίρνει μαζί του και να με συστήνει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του ως «ο φίλος μου ο Νίνος». Ηταν μια φιλία –και με τη γυναίκα του– που δεν περίμενα να αναπτυχθεί με τέτοιον τρόπο. Ή με τον Κουστουρίτσα, που είναι άλλος τύπος, είχαμε επίσης γίναμε φίλοι.
Θυμήθηκα τώρα μια σκηνή από ένα πριβέ πάρτι στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ: χόρευες με τον Φατίχ Ακίν πάνω στην μπάρα ενός bar restaurant. Καμιά σχέση με την εικόνα που έχει ο κόσμος για τους κριτικούς κινηματογράφου.
Κι όμως. Κι εμείς χορεύουμε και γλεντάμε. Και δεν διστάζουμε να ανέβουμε πάνω σε τραπέζια ή μπάρες (γελάει).
Στις συνεντεύξεις σου αναφέρεσαι συχνά στην Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της οποίας είσαι ιδρυτικό μέλος. Σε μια από αυτές, στο περιοδικό «Cinematek», αναφέρεσαι στον πόλεμο που σας έκαναν «από την άλλη πλευρά». Ποια ήταν αυτή η πλευρά;
Η άλλη ένωση κριτικών ήταν η ΕΚΚΑ, δηλαδή η Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθήνας. Υπεύθυνη για τον αγώνα εναντίον μας ήταν η Αγλαΐα Μητροπούλου. Αν και τη γνώριζα και είχαμε καλές σχέσεις, με το που δημιουργήθηκε η ΠΕΚΚ άρχισε να μας πολεμάει. Είχε τη φήμη της αυστηρής, κλειστής λέσχης όπου δεν γινόσουν εύκολα μέλος. Τον Μπακογιαννόπουλο, τον Ραφαηλίδη και άλλους που είχαν κάνει αίτηση να τους δεχτούν στην ΕΚΚΑ τους απέρριπταν. Το 1963 με το που γύρισα στην Ελλάδα από το Παρίσι, σε ένα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μπήκε για πρώτη φορά η ιδέα της ίδρυσης της ΠΕΚΚ από αυτούς που προανέφερα και τον Ρούσσο Κούνδουρο, τον Παύλο Ζάννα που είχε την κινηματογραφική λέσχη της Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα φτιάξαμε τις πρώτες κινηματογραφικές λέσχες. Σχεδόν 30 λέσχες δημιουργήθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Τελικά η ιδέα της ΠΕΚΚ υλοποιήθηκε τρία χρόνια αργότερα, όταν φτιάξαμε καταστατικό και υποβάλαμε αίτηση για την ίδρυση της ένωσής μας, η οποία έγινε δεκτή και δημοσιεύτηκε στην Εφη
μερίδα της Κυβερνήσεως στις 20 Απριλίου 1967. Με το που ήρθε η χούντα όμως αποφάσισαν να καταργήσουν κάθε ένωση, σωματείο και όποιον άλλου τέτοιου είδους οργανισμό φτιάχτηκε το τελευταίο εξάμηνο. Οπότε η γέννηση της ΠΕΚΚ αναβλήθηκε για άλλα επτά χρόνια.
Τότε εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις με την ΕΚΚΑ;
Οχι, το αντίθετο. Πολλά μέλη της ΕΚΚΑ, όπως ο Σταματίου, ο Μοσχοβάκης κ.ά., τα οποία διαφωνούσαν με την πολιτική της ηγεσίας της, παραιτήθηκαν και ήρθαν σ’ εμάς. Επειδή η Μητροπούλου είχε υπό την ευθύνη της την Ταινιοθήκη και οι κινηματογραφικές λέσχες που είχαμε συστήσει είχαν μεγάλη επιτυχία, μας αντιμετώπιζε πολύ εχθρικά και ενεργοποιούσε τις πολιτικές γνωριμίες της (μέσω της κυβέρνησης Καραμανλή, στην οποία μας κατηγορούσε ως κομμουνιστές, είχε καταφέρει να μην μπαίνουμε σε κινηματογραφικές επιτροπές) προκειμένου να συναντάμε εμπόδια, ενώ αναλόγως έπραττε και με τα γραφεία διανομής
για να έχει το μονοπώλιο της προβολής των μεγάλων ταινιών στην Ταινιοθήκη. Ακόμη και αιθουσάρχες απειλούσε για να μην παίζουν τις ταινίες μας, αλλιώς δεν θα επέτρεπε να γραφτούν κριτικές για τις επόμενες ταινίες που θα πρόβαλλαν. Μόνο ο αιθουσάρχης του Εμπασσυ μας δεχόταν επειδή είχε προσωπική ιστορία μαζί της.
Πότε σταμάτησε ο πόλεμος;
Μόνο το 1981, όταν ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Α, θυμήθηκα τώρα και κάτι άλλο που αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ο γιος του Ζάννα κάνοντας μια έρευνα για τις κινηματογραφικές λέσχες βρήκε ένα επίσημο έγγραφο από την Ασφάλεια του 1977, το οποίο ανέφερε το προεδρείο της ΠΕΚΚ με επισημάνσεις του τύπου: πρόεδρος Βασίλης Ραφαηλίδης (κομμουνιστικές ιδέες), αντιπρόεδρος Γιάννης Μπακογιαννόπουλος (φιλικά προσκείμενος προς τις κομμουνιστικές ιδέες), γραμματέας Μικελίδης (κομμουνιστικές ιδέες), μέλος Δανίκας (γράφει στον «Ριζοσπάστη»).