Νεολαία και ριζοσπαστισμός
Ζητούμενο των καιρών που έρχονται η σύνδεση των νεολαιίστικων κινημάτων με τον κόσμο της εργασίας
Ησχέση της νεολαίας με τις εξεγέρσεις και τα κινήματα για την αλλαγή του κόσμου έχει γίνει αντικείμενο μεγάλης συζήτησης. Αν σε διεθνές επίπεδο η πιο προφανής αναφορά είναι εκείνη στον γαλλικό Μάη του ’68, στην Ελλάδα η εξέγερση του Πολυτεχνείου εξακολουθεί να ορίζει όχι μόνο μια γενιά αλλά ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο.
Από μια ορισμένη σκοπιά, η σύνδεση της νεολαίας με τον προοδευτικό ριζοσπαστισμό δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητη ούτε μπορεί η ηλικία να αναγορεύεται a priori σε τεκμήριο ρηξικέλευθης ιδεολογικής τοποθέτησης. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Η jeunesse dorée στο Παρίσι του 1794 πρωταγωνίστησε στο πραξικόπημα του Θερμιδώρ που ανέκοψε την ορμή της Γαλλικής Επανάστασης. Οι φοιτητές στη Γερμανία του 1918-1923 στην πλειονότητά τους συμμετείχαν ενεργά στις κινήσεις της αντεπανάστασης.
Μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως η διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης και η συνακόλουθη αύξηση του αριθμού των φοιτητών είχε αποτέλεσμα την είσοδο και παιδιών της μεσαίας και της εργατικής τάξης στα πανεπιστήμια. Η κοινωνική προέλευση των φοιτητών είναι πολύ διαφορετική, όμως τα ενδιαφέροντά τους κατά τη διάρκεια των σπουδών δημιουργούσαν μια κοινότητα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα το ίδιο το αντικείμενο
πολλών σπουδών, από τις οικονομικές επιστήμες και την ιστορία έως την κοινωνιολογία και τη νομική, συνδέεται εξ ορισμού με μεγάλες ιδεολογικές τομές και ευνοεί την πολιτικοποίηση.
Στην εποχή μας έχει ρευστοποιηθεί η ίδια η διάκριση μεταξύ φοιτητικής και μη νεολαίας. Η πλειονότητα των φοιτητών γνωρίζει ήδη τον κόσμο της εργασίας από τα χρόνια των σπουδών. Η ανεργία, η επισφάλεια, οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις δεν αποτελούν πραγματικότητα με την οποία έρχεται σε επαφή μετά, αλλά ήδη κατά τη διάρκεια των σπουδών. Η αίσθηση ότι «όπως πάει, είμαστε η γενιά που θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της» συνέχει ως αγωνία τους νέους της εποχής μας. Από την άλλη πλευρά αυτή η αίσθηση λειτουργεί και ως έναυσμα αγώνα. Από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 μέχρι σήμερα η νεολαία έχει βάλει τη σφραγίδα της σε πολλές και διαφορετικές αγωνιστικές στιγμές: στην ίδρυση νέων σωματείων, τη δημιουργία μαχητικών πρωτοβουλιών που ξεπερνούν τις παλιές συνδικαλιστικές ηγεσίες, σε νέες μορφές απεργιακών κινητοποιήσεων, σε σύνδεση και επικοινωνία (για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη κλίμακα) με τα κινήματα διεθνώς.
Ισως η μεγαλύτερη απόδειξη του ριζοσπαστικού φορτίου που φέρει η νεολαία είναι ακριβώς η διαρκής στοχοποίησή της από την εξουσία. Ιδιαίτερα όταν στην κυβέρνηση βρίσκεται η Δεξιά, που στην Ελλάδα έχει δώσει αποκρουστικά
δείγματα αντινεολαιίστικου ρατσισμού ήδη από τον περιβόητο ν. 4000/1959 περί τεντιμποϊσμού, η συντηρητική υστερία αποτελεί διαρκές μοτίβο. Δεν πρόκειται ωστόσο για απλή ιδεοληψία. Η στοχοποίηση της νεολαίας από τη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ ακόμη και για τη διάδοση του κορονοϊού αποσκοπεί σίγουρα στο να κρύψει τις ευθύνες της για την πανδημία, μαρτυρεί όμως και τον φόβο της απέναντι σε μια νεολαία που φέρθηκε πολύ πιο υπεύθυνα στην υγειονομική κρίση απ’ ό,τι οι κυβερνώντες. Οταν τα ΜΜΕ προβάλλουν τα «ανεύθυνα πάρτι των νέων» ως εξήγηση για το ότι οι ΜΕΘ έχουν γεμίσει, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συρρικνώνουν ακόμη περισσότερο τη δική τους αξιοπιστία.
Η πρόσφατη διεθνής εμπειρία δικαιώνει αυτούς τους φόβους: από το κίνημα ενάντια στην κλιματική αλλαγή μέχρι την εξέγερση που σημάδεψε τις ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, η νεολαία έχει δείξει ότι δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Ομως ας μην ξεχνούμε ότι ο Μάης του ’68 δεν ήταν μόνο δυναμική φοιτητική έκρηξη αλλά και πυροδότης για μια τεράστια γενική απεργία. Τα κινήματα, οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις της εποχής μας θα κριθούν ακριβώς από τη δυνατότητα της σημερινής νεολαίας να επικοινωνήσει και να συντονιστεί με τον κόσμο της εργασίας που καλείται διαρκώς να πληρώσει τα σπασμένα της διαρκούς οικονομικής κρίσης.