ΜΉΠΩΣ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΤΉ ΔΉΜΟΚΡΑΤΙΑ;
Και είπεν ο Χάγεκ: «Η δημοκρατία δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσον, ένα “ωφελιμιστικό στρατήγημα” που πρέπει να συντελεί στη διασφάλιση του ύψιστου πολιτικού στόχου, της (οικονομικής) ελευθερίας. Αν η δημοκρατία σημαίνει την ανεμπόδιστη βούληση της πλειοψηφίας… εγώ δεν είμαι δημοκράτης».
(Νεο)Φιλελευθερισμός, λοιπόν. Πώς μια εύηχη λέξη με δεύτερο συνθετικό την ελευθερία μετατράπηκε σε δυσώνυμη έννοια που –για κάποιους συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους– κυβερνά τη ζωή των περισσότερων κατοίκων του πλανήτη;
Η εισαγωγή της λέξης «ελευθερία» ούτε τεχνητή ούτε αυθαίρετη υπήρξε. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός φύτρωσε πάνω στο έδαφος της ελπιδοφόρας βιομηχανικής επανάστασης και εξέφραζε τον ενθουσιασμό της απελευθέρωσης από τα δεσμά –πολιτικά και παραγωγικά– του Μεσαίωνα και της φεουδαρχίας. Στην εποχή των μεγάλων επαγγελιών και ελπίδων οι διανοητές της νέας εποχής έχτισαν τη φιλελεύθερη κοσμοεικόνα. Ο γενάρχης Ανταμ Σμιθ, εκτός από την πίστη του στον επιχειρηματικό ανταγωνισμό, πρέσβευε κι ένα μοντέλο κοινωνικής εξισορρόπησης για το σύνολο ενός έθνους.
Σταδιακά ο φιλελευθερισμός αναίρεσε τον εαυτό του και μετατράπηκε σε εφιαλτική καρικατούρα. Από όλη τη θεωρητική σκευή της κλασικής φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης οι νεοφιλελεύθεροι απομόνωσαν την έννοια του «laissez faire», το «αφήστε το ελεύθερο», και την ανήγαγαν σε Βίβλο της κοινωνικής αυθαιρεσίας. Εισήγαγαν αντιλήψεις μιας ιστορίας και μιας κοινωνίας που κυριαρχούνταν από τις δυνάμεις της φύσης και της «επιλογής των ειδών». Σε μια στροφή της Ιστορίας από τον πόλεμο και μέχρι το 1980 το κεϊνσιανό κράτος εξασφάλισε ρυθμούς ανάπτυξης σχεδόν τετραπλάσιους από τους σημερινούς και ασήμαντα ποσοστά ανεργίας. Το φορντικό μοντέλο –που διαρκώς τροφοδοτούνταν από την εσωτερική ζήτηση και τη μαζική κατανάλωση, η οποία με τη σειρά της στηριζόταν στην άνοδο των μισθών– έφτασε στο τέλος του μαζί με την ήττα των συνδικάτων και την προσχώρηση των περισσότερων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στη νεοφιλελεύθερη Διεθνή.
Η κοινωνία-ζούγκλα που επικράτησε με το λεγόμενο «τέλος της Ιστορίας» το 1990 είχε αποτέλεσμα τη δραματική επιβράδυνση της ανάπτυξης. Πάνω στους παρασιτικούς φορολογικούς παραδείσους, στην οικονομική καταστροφή της εργατικής τάξης πρώτα και της μεσαίας αστικής κατόπιν οι χρυσοκάνθαροι του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού αποκομίζουν ιλιγγιώδη κέρδη.
Οχι τυχαία, τα πιο αντιδραστικά πολιτικά υποκείμενα μεταμορφώθηκαν εν μια νυκτί σε νεοφιλελεύθερους. Αγάπησαν το σύστημα που θέτει φραγμούς στην ταξική μετάβαση από τα κάτω στα πάνω, το οποίο μέσω της μονοπωλιακής ιδιοκτησίας της υψηλής τεχνολογίας σε data, 5G, τεχνητή νοημοσύνη, βιοτεχνολογία αναβιώνει χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε φεουδαρχία.
Διαλύει την ίδια τη μεσαία τάξη, υπονομεύει το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, θεσμοθετεί το κράτος έκτακτης ανάγκης, παγιώνει την καταστολή και προαναγγέλλει το τέλος της αστικής – φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ζούμε, ίσως, το λυκόφως του κλασικού αστισμού.