ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΔΙΑΦΩΝΟΥΣΑΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ
Ο Ανταμ Σμιθ πρέσβευε ένα μοντέλο κοινωνικής εξισορρόπησης στο σύνολο ενός έθνους. Ο Μάλθους και εν μέρει ο Μιλ εισηγούνταν τη μείωση του πληθυσμού ως αντίδοτο στη φτώχεια. Ο Ρικάρντο εντόπισε την ανταγωνιστική σχέση στις τάξεις βιομηχάνων, γαιοκτημόνων,
Τα θέματα των εργατικών μισθών, των τιμών των προϊόντων, της φτώχειας, του πλούτου, της γαιοπροσόδου, της καπιταλιστικής συσσώρευσης, του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών και του σχηματισμού μονοπωλίων απασχόλησαν τους θεωρητικούς του κλασικού οικονομικού φιλελευθερισμού. Με ριζικά διαφορετικά συμπεράσματα τις περισσότερες φορές (γκραβούρα του 1875)
Ο18ος αιώνας έχει σημαδευτεί από το μεγαλύτερο ίσως ανατρεπτικό γεγονός που σημειώθηκε στην ιστορία του κόσμου, τη Γαλλική Επανάσταση. Ομως η μεγάλη ιστορική κίνηση έρχεται πάντοτε στο προσκήνιο συνυφασμένη με τη μεγάλη διανοητική κίνηση. Ο 18ος ήταν ο αιώνας του πρώτου ανθρώπου που έβαλε σε ράγες την αντίληψή μας για τον οικονομικό κόσμο, για τη λειτουργία της αγοράς τουλάχιστον όπως ήταν δομημένη την εποχή εκείνη.
Ο Ανταμ Σμιθ γεννήθηκε το 1723 στην πόλη Κερκόντι της Σκωτίας. Και ήταν η εποχή που στην περιοχή αυτή οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν στη θέση των χρημάτων καρφιά ως ανταλλακτικά μέσα για υπηρεσίες και προϊόντα. Στα 17 του έγινε δεκτός ως υπότροφος στην Οξφόρδη, όπου έμεινε έξι χρόνια. Το πανεπιστήμιο αυτό, όμως, απείχε πολύ από αυτό που είναι σήμερα. Ο Σμιθ δεν είχε κάποια ιδιαίτερη καθοδήγηση από τους καθηγητές του και έτσι κατά τα έξι χρόνια που πέρασε εκεί αποφάσιζε ο ίδιος τι θα διαβάσει.
Ηταν μια εποχή που η εκμετάλλευση στους χώρους εργασίας ήταν ακραία και θα μειωνόταν αργότερα μόνο όσο προχωρούσε το εργατικό κίνημα και δυνάμωναν οι κινητοποιήσεις του. Ομως όλα ήταν ακόμη πολύ μακριά ακόμη και από την Πρωτομαγιά του Σικάγου και κάθε σκέψη έστω για οκτάωρο και εργασιακά δικαιώματα. Στα εργοστάσια δούλευαν άνθρωποι όλων των ηλικιών, ακόμη και παιδιά που δεν είχαν κλείσει τα επτά χρόνια ζωής, για 12 και 14 ώρες σε άθλιες συνθήκες από πλευράς υγιεινής, με αποτέλεσμα το χαμηλό προσδόκιμο ζωής και την τεράστια παιδική θνησιμότητα. Επίσης παρατηρείται εκτόξευση του πλούτου χάρη σε αυτές τις συνθήκες της «ελεύθερης διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης», η οποία στην πραγματικότητα απείχε ελάχιστα από τις συνθήκες της δουλείας.
Προτού κλείσει τα 30 ο Ανταμ Σμιθ είχε γίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, αλλά με αντικείμενο την Ηθική, αφού η Οικονομία δεν διδασκόταν ακόμη διακριτά. Αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη ως και αντιπαλότητα από το νέο του ακαδημαϊκό περιβάλλον. Συνάδελφοί του ενοχλούνταν από τη διαγωγή του, η οποία περιλάμβανε ασυγχώρητα σφάλματα, όπως το να χαμογελάει κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, η απουσία του από την κατήχηση της Κυριακής και η παρέα του με τον φιλόσοφο Χιουμ. Σύντομα, όμως, είχε γίνει τόσο δημοφιλής που έφτασε να
δει ακόμη και μικρές προτομές που τον αναπαριστούσαν να φιλοξενούνται σε βιβλιοπωλεία. Ακόμη και φοιτητές από τη Ρωσία έρχονταν για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του.
Ομως το 1764 ο Σμιθ εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο γιατί του προτάθηκε να αναλάβει την εκπαίδευση του προγoνού ενός από τους πλέον σημαίνοντες πολιτικούς άντρες της εποχής, του Τσαρλς Τάουνσεντ. Με τα σημερινά δεδομένα ακούγεται απολύτως παράλογη επιλογή, αλλά η πρόταση απέφερε στον Σμιθ σχεδόν τα τετραπλάσια έσοδα από αυτά που είχε στο πανεπιστήμιο. Ετσι έφυγε για τη Γαλλία όπου ζούσε ο νέος μαθητής του. Εκεί βρήκε τον χρόνο και την άνεση να δουλέψει ώστε να συγκεντρώσει σε ένα βιβλίο τις επεξεργασίες του αναφορικά με την πολιτική οικονομία όπως τις είχε συγκροτήσει μέσα από τις παραδόσεις του στη Γλασκόβη. Ομως το έργο αυτό αργούσε να ολοκληρωθεί. Λίγα χρόνια μετά τα μαθήματα σταμάτησαν και ο Σμιθ επέστρεψε στο Κερκόντι, τον τόπο όπου είχε γεννηθεί. Πήρε δέκα χρόνια μέχρι να έρθει το γεγονός που τον καταξίωσε για πάντα ως έναν από τους πιο επιδραστικούς διανοητές του σύγχρονου κόσμου. Ηταν η έκδοση του βιβλίου του «Ερευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών» ή «Ο πλούτος των εθνών», όπως έμεινε να λέγεται συντομότερα.
Ηταν ένα βιβλίο μεγάλο και δύσκολο, γραμμένα με τρόπο σχεδόν ακατάσχετο. Ομως μέσα από τις σελίδες του φιλοτεχνείται μια πλήρης εικόνα της αγγλικής κοινωνίας εκείνης της εποχής, με όλους τους πρωταγωνιστές επί σκηνής, από τα χαμίνια των δρόμων μέχρι τους βασιλιάδες, τους ανερχόμενους καπιταλιστές, τους αμήχανους γαιοκτήμονες και τον κλή
ρο. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται για να αναδείξει τα ερμηνευτικά του σχήματα καταλαμβάνουν τεράστια πραγματολογική έκταση, από τις καταναλωτικές συνήθειες των φοιτητών της Οξφόρδης μέχρι το εμπόριο της ρέγκας.
Σε απόσταση από τον σημερινό απολογητισμό του φιλελευθερισμού
Παρά τη θεωρητική του ανάλυση, το βιβλίο είναι ένα εγχειρίδιο εφαρμοσμένης οικονομικής πρακτικής και συγκροτείται ακριβώς στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος του Ανταμ Σμιθ όχι μόνο για την κατανόηση της λειτουργίας της αγοράς, αλλά και για την –διά της κατανόησης αυτής– άρθρωση μιας πρότασης περί του πώς πρέπει να διοικείται η Αγγλία, που τότε, μην το ξεχνάμε, αποτελούσε ακόμη την αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ, αφού εκτεινόταν από την ανατολή έως τη δύση, από την Ινδία έως τη Βόρεια Αμερική. Και η κεντρική ιδέα του βιβλίου δεν είναι αυτή που, με την απολύτως απολογητική προς τον φιλελευθερισμό χρήση του ονόματος του Σμιθ, έχει μείνει στην κοινή αντίληψη. Ο Σμιθ εξετάζει τη δράση των ανερχόμενων αστών, εντυπωσιάζεται από αυτήν αλλά επερωτά τα κίνητρά της και πάντα ενδιαφέρεται για τις συνθήκες ζωής των εργατών. Γιατί, όπως μαρτυρά ο τίτλος του βιβλίου του, ο Σμιθ ενδιαφέρεται για τον πλούτο που μπορεί να διαθέτει και να καταναλώνει όχι μία τάξη αλλά το σύνολο ενός έθνους, ασφαλώς σε πολύ διαφορετικούς βαθμούς μέσα στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς.
Ο Σμιθ έψαχνε αρχικά μια απάντηση για το πώς μπορεί να διατηρείται συνεκτική μια κοινότητα στην οποία, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό και πιο συνεργατικό τρόπο ζωής, ο καθέ
νας επιδιώκει την ικανοποίηση του ατομικού του συμφέροντος. Πώς ένας τέτοιος κόσμος δεν διαλύεται από τον ανταγωνισμό, με ποιον ρυθμιστικό αυτοματισμό; Η απάντηση που έδωσε βρίσκεται από τότε στο στόμα των ανθρώπων ως νάμα για τους υποστηρικτές του καπιταλισμού και ως ανάθεμα για τους αντιπάλους του. Ηταν το «αόρατο χέρι της αγοράς» που οδηγεί τη δραστηριότητα των ανθρώπων προς την κατεύθυνση «η οποία είναι η πλέον θετική για το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας», στην καλύτερη δυνατή ισορροπία.
Η κεντρική ιδέα είναι πως η επιδίωξη της ικανοποίησης του ατομικού συμφέροντος μέσα σε μια κοινωνία που απαρτίζεται από μέλη παρόμοιων συμφερόντων θα οδηγήσει τους ανθρώπους να επιδοθούν σε εργασίες για τις οποίες η κοινωνία είναι διατεθειμένη να πληρώσει. Αυτό θα φέρει τον ανταγωνισμό. Και ο ανταγωνισμός τελικά θα οδηγήσει στο να παραχθούν αυτά τα αγαθά στην ποιότητα και στις τιμές που θα επιτρέπουν να αγοραστούν.
Αναζητώντας μια νέα ισορροπία ποσοτήτων και τιμών στα αγαθά
Αν ένας παραγωγός πουλήσει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του υπερβολικά ακριβά, οι ανταγωνιστές του θα κινηθούν για να επωφεληθούν και θα πουλήσουν τα δικά τους σε χαμηλότερες τιμές. Αν ένας καπιταλιστής δεν πληρώνει τους εργαζόμενούς του όσο τους πληρώνουν οι άλλοι, τότε γρήγορα θα βρεθεί χωρίς εργαζόμενους. Αν συνολικά παραχθούν πολύ περισσότερα κομμάτια ενός προϊόντος από όσα μπορεί να απορροφήσει η αγορά, η τιμή τους θα πέφτει. Αν παραχθούν πολύ λιγό
τερα από όσα χρειάζεται, η τιμή τους θα ανέβει. Αλλά ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι που θα περισσέψουν από τον πρώτο κλάδο που θα πέφτουν τα έσοδά του θα κατευθυνθούν στον δεύτερο κλάδο που τα έσοδα του θα αυξάνονται. Ετσι, σε λίγο η παραγωγή του πρώτου κλάδου θα μειωθεί και του δεύτερου θα αυξηθεί λόγω της μετακίνησης των εργαζομένων και θα επέλθει μια νέα ισορροπία ποσοτήτων και τιμών που θα βρίσκεται πολύ πιο κοντά στις επιθυμίες και τις ανάγκες της κοινωνίας.
Αυτοί είναι οι νόμοι της αγοράς του Ανταμ Σμιθ. Ασφαλώς παρουσιάζονται κάπως σχηματικά εδώ, αλλά όχι αισθητά περισσότερο από όσο το κάνει ο ίδιος ο Ανταμ Σμιθ. Σήμερα από αυτές τις θέσεις, με την ιστορική και βιωματική μας εμπειρία για τη λειτουργία του καπιταλισμού, κάποιες μας φαίνονται αυτονόητες και κάποιες αφελείς. Ομως ο καπιταλισμός εκείνης της εποχής ήταν έτσι δομημένος που αυτές οι αναλύσεις δεν ήταν άτοπες.
Ο κανόνας δεν ήταν η ύπαρξη μεγάλων δεσποζουσών επιχειρήσεων σε έναν κλάδο, αλλά πολλών μικρότερων με λιγότερους εργαζόμενους και πιο απλό μηχανισμό παραγωγής. Οι συνθήκες των μεταφορών και της επικοινωνίας δεν επέτρεπαν στον ίδιο βαθμό με σήμερα την επέκταση του χώρου δράσης των επιχειρήσεων. Ολα λειτουργούσαν και εξελίσσονταν πιο αργά, μαζί τους και η τάση συγκεντροποίησης του καπιταλισμού που σχεδόν έναν αιώνα αργότερα εντόπισε ο Μαρξ και η οποία ούτε καν στη δική του εποχή δεν φαινόταν να επιβεβαιώνεται από τη βιωματική εμπειρία. Επίσης, ο Ανταμ Σμιθ με αυτό το ερμηνευτικό σχήμα ήταν ο πρώτος που παρουσίασε μια τόσο συστηματική πραγματεία για τέσσερα συστατικά στοιχεία της λειτουργίας της οικονομίας.
• Πρώτον, για τον μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών γύρω από έναν συγκεκριμένο ύψος.
• Δεύτερον, για το πώς τελικά η κοινωνία οδηγεί τους παραγωγούς να προσφέρουν αυτό που η ίδια επιθυμεί.
• Τρίτον, για το πώς οι δυσανάλογα υψηλές τιμές δεν μπορούν να διατηρηθούν για πολύ.
• Τέταρτον, για το πώς καταλήγει να υπάρχει μια ομοιομορφία εισοδήμα
τος στο εσωτερικό του κάθε κοινωνικού στρώματος.
Ο νόμος της συσσώρευσης και ο νόμος του πληθυσμού
Ολον αυτό τον μηχανισμό ο Σμιθ τον έβλεπε ως αυτορρυθμιζόμενο. Και παρατηρεί και κάτι ακόμη: πόσο μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας έχουν φέρει ο καταμερισμός και η εξειδίκευση της εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό το κλασικό πια παράδειγμα που φέρνει για τους δέκα εργάτες ενός εργοστασίου που φτιάχνει καρφίτσες. Δουλεύοντας όλοι μαζί και κάνοντας ο καθένας διαφορετικό κομμάτι της δουλειάς κατασκεύαζαν πάνω από 48.000 καρφίτσες την ημέρα. Αν δούλευαν χωριστά και έκανε ο καθένας όλα τα κομμάτια της εργασίας, θα έχαναν τόσο χρόνο που όλοι μαζί δεν θα έφτιαχναν ούτε 200 καρφίτσες.
Εκτός όμως από τον τύπο της εργασίας και της παραγωγής, υπάρχει και το μέγεθός της. Οπότε το επόμενο ερώτημα που ήθελε να απαντήσει ο Ανταμ Σμιθ ήταν τι είναι αυτό που ωθεί σε όλο και μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Εκεί εντόπισε δύο νόμους.
Ο πρώτος είναι ο νόμος της συσσώρευσης. Τη χρησιμότητα της συσσώρευσης, όμως, ο Σμιθ δεν την έβλεπε να εξαντλείται στον φετιχιστικό αποθησαυρισμό, όπως συνέβαινε με το θησαυροφυλάκιο του Σκρουτζ Μακ Ντάκ. Εβλεπε τη συσσώρευση ως πρακτική που θα οδηγήσει μετά σε νέες επενδύσεις σε μηχανές, που θα επαναστατικοποιήσουν την παραγωγή και θα φέρουν ακόμη μεγαλύτερο πλουτισμό αλλά και αύξηση της εργασίας. Ομως στο σχήμα του Σμιθ οι νέες μηχανές θα δημιουργούσαν την ανάγκη για περισσότερους εργάτες, η οποία θα οδηγούσε σε υψηλότερες αμοιβές και υψηλότερο εργατικό κόστος που θα μείωναν το ποσοστό κέρδους, κάτι που θα ήταν απωθητικό για τους επιχειρηματίες που σταδιακά θα σταματούσαν να επενδύουν.
Αυτό το αδιέξοδο το έσπαγε ο νόμος του πληθυσμού. Ο πληθυσμός αποτελείται από ανθρώπους. Και όπως έλεγε ο Σμιθ, «…η ζήτηση για ανθρώπους, όπως και για κάθε άλλο εμπόρευμα, αναγκαστικά ρυθμίζει την παραγωγή ανθρώπων». Για άλλη μια φορά ο Σμιθ γίνεται σχηματικός, όμως αποτυπώνει σε αδρές γραμμές μια σχέση αιτιώδους συνάφειας. Βέβαια, ακόμη κι αν κανείς βλέπει τους ανθρώπους ή την εργατική τους δύναμη ως εμπορεύματα αντιλαμβάνεται πως η παραγωγή τους δεν είναι όμοια υπόθεση.
Ομως αυτό που επισημαίνει εδώ ο Σμιθ είναι πως η αύξηση των μισθών θα φέρει βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, άρα μείωση της παιδικής θνησιμότητας –που όπως έχουμε πει ήταν μεγάλη–, άρα αύξηση των εργατικών χεριών. Και δεδομένου ότι τα παιδιά δούλευαν ακόμη και από την ηλικία των επτά χρόνων, αυτή η αύξηση θα μπορούσε να προκύψει αρκετά γρή
γορα. Οπότε η αύξηση της προσφοράς των εργατικών χεριών θα φέρει και αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργατών, ακόμη και των λιλιπούτειων, άρα και μείωση των μισθών. Ετσι η συσσώρευση δεν θα διακοπεί και θα οδηγήσει σε νέες επενδύσεις, νέα αύξηση της παραγωγικότητας και ούτω καθεξής.
Ο Α. Σμιθ και η «απάνθρωπη αρπακτικότητα» των «ακατάλληλων ηγεμόνων»
Αλλά είναι λάθος να διαβαστεί ο «Πλούτος των εθνών» ως εξύμνηση της παραγωγής για την παραγωγή και των διαρκών αυξανόμενων κερδών των καπιταλιστών. Για την ακρίβεια, δεν είναι λάθος. Είναι αδύνατο. Γιατί ο Σμιθ χρησιμοποιεί φράσεις εναντίον των αστών μιλώντας για την «απάνθρωπη αρπακτικότητά» τους, καταγγέλλοντας πως «έχουν, κατά κανόνα, συμφέρον να εξαπατούν ή ακόμη και να καταπιέζουν το κοινό» και ξεκαθαρίζοντας πως «δεν είναι ούτε θα έπρεπε να είναι οι ηγεμόνες της ανθρωπότητας».
Το βιβλίο δεν καθιέρωσε αμέσως τον συγγραφέα του. Ευρύτερα διαβάστηκε και συζητήθηκε ουσιαστικά το 1880. Παρά τις σφοδρές επικρίσεις που περιλάμβανε για τους αστούς, αυτοί ήταν που το χρησιμοποίησαν για να ταχθούν ενάντια στις προσπάθειες της αγγλικής κυβέρνησης για παρεμβατικές ρυθμίσεις στην οικονομία. Αν το έργο του Ανταμ Σμιθ συμπυκνωνόταν σε ένα αίτημα, αυτό ήταν το «αφήστε την αγορά ανεπηρέαστη».
Ο τεμαχισμός ενός μηνύματος. «Laissez faire»
Ηταν το περίφημο «laissez faire». Οι αστοί το κατάλαβαν και είχαν την ετοιμότητα και την ευελιξία να απομονώσουν αυτό το μήνυμα από τις εναντίον τους κατηγορίες. Γιατί κατανόησαν πως αυτό που καθιστά ένα κείμενο «ευαγγέλιο» δεν είναι το όλον του αλλά οι κρίσιμες περικοπές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι κατάφεραν να γίνουν ηγεμονική τάξη. Ο Σμιθ, όμως, ήταν υπέρ της αδιαμεσολάβητης αγοράς, όχι υπέρ της παντοδύναμης αγοράς.
Πίστευε πως η αγορά που λειτουργεί χωρίς παρεμβάσεις μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα της παραγωγής αλλά όχι όλα τα προβλήματα της κοινωνίας. Γι’ αυτό καλούσε σε παρέμβαση του κράτους για να βοηθήσει τους εργάτες να μην αποβλακωθούν περνώντας όλη τους τη ζωή μέσα σε ένα εργοστάσιο, υπακούοντας και εφαρμόζοντας τις ίδιες απλές εντολές. Γι’ αυτό ζητούσε από τις κυβερνήσεις να διασφαλίζουν κάποια πράγματα, όπως η παιδεία. Αρνιόταν, όμως, άλλες παρεμβάσεις που αποτέλεσαν στοιχείο του καπιταλισμού για δύο αιώνες και συνεχίζουν μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις με νέα ένταση. Δηλαδή τους περιορισμούς των εισαγωγών, την επιβολή δασμών για την ενίσχυση των εγχώριων προϊόντων, τις επιδοτήσεις των εξαγωγών, την προστασία της βιομηχανίας από τον ανταγωνισμό. Δηλαδή οτιδήποτε θα νόθευε τον ανταγωνισμό και θα απειλούσε να δημιουργήσει μονοπώλια, τον πραγματικό εχθρό της σχήματος του Ανταμ Σμιθ. Γι’ αυτό και ήταν εναντίον αυτού που συνέβαινε στην εποχή του με τις μεγάλες επιχειρήσεις που αποκτούσαν το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου και δεν άφηναν έτσι τους καταναλωτές να αντλήσουν όσο όφελος θα μπορούσαν από τα φτηνότερα προϊόντα του εξωτερικού. Ηταν το «laissez passer», το αίτημα για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
«Προστάτης άγιος» των αστών ή των καταναλωτών;
Θα λέγαμε λοιπόν πως ο Ανταμ Σμιθ δεν είναι ο «προστάτης άγιος» των αστών. Αλλά ο προστάτης των καταναλωτών, τουλάχιστον κατά πρόθεση, αφού η μεγιστοποίηση του δικού τους οφέλους ήταν αυτή στην οποία στόχευε ξιφουλκώντας υπέρ της αδιαμεσολάβητης λειτουργίας της αγοράς.
Ο Ανταμ Σμιθ ήταν κι αυτός ένας φιλόσοφος του Διαφωτισμού. Είχε την προμηθεϊκή πεποίθηση των ανθρώπων που ζούσαν σε ένα περιβάλλον διαρκώς εξελισσόμενο πως το ανθρώπινο πνεύμα θα έβαινε διαρκώς προς υψηλότερα επίπεδα και μέσω της επιστήμης θα δημιουργούσε μια ηθική και υλική πραγματικότητα που διαρκώς θα αναβαθμιζόταν, πραγματώνοντας τελικά τον ορθό λόγο. Είχε πίστη στην πρόοδο που χαρακτήριζε τους φιλοσόφους της εποχής του και έφτασε να εκφράζεται αργότερα μέσα από τη διδασκαλία του Χέγκελ, ακόμη και του Μαρξ. Ομως αυτή η πεποίθηση για το βελτιούμενο παρόν που θα οδηγούσε σε ένα τακτοποιημένο και ορθολογικό μέλλον έκανε τους διανοητές που ανήκαν σε αυτή την παράδοση να σκέφτονται πολλές φορές την κοινωνική εξέλιξη σχηματικά και ευθύγραμμα, σε κουτάκια και στάδια, σαν μια διαδικασία που μπορούσε νοερά να πειθαρχηθεί και να ελεγχθεί. Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν αυτός που προς το τέλος της ζωής του έσπασε αυτήν τη λογική των σταδίων όταν άρχισε να δέχεται το ενδεχόμενο να μεταπηδήσουν κάποιες αγροτικές κοινωνίες της εποχής του, όπως η Ρωσία και η Ινδία, απευθείας στον σοσιαλισμό χωρίς να έχουν βιώσει το καπιταλιστικό στάδιο. Αλλά έως τότε η σχηματικότητα συνεχιζόταν.
Ο μισάνθρωπος επίγονος Μάλθους: αφήστε τους να πεθάνουν
Κάποιοι, όμως, δεν συμμερίστηκαν την αισιοδοξία αυτή. Οι επόμενοι στοχαστές που σημάδεψαν την οικονομική σκέψη έγραψαν μετά τον θάνατο του Ανταμ Σμιθ και το πεδίο από το οποίο εκκίνησαν ήταν πάλι ο πληθυσμός. Πρώτα ο κληρικός και ακαδημαϊκός Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους, γιος του Ντάνιελ Μάλθους, οικονομικά εύρωστου ανθρώπου και στενού φίλου σπουδαίων φιλοσόφων όπως ο Χιουμ και ο Ρουσσώ. Ο Μάλθους το 1798 κυκλοφόρησε ανώνυμα την πραγματεία του «Δοκίμιο πάνω στην αρχή του πληθυσμού όπως επιδρά στη μελλοντική βελτίωση της κοινωνίας». Εκεί υποστήριζε πως στη φύση υπάρχει μια εγγενής τάση που κάνει τον πληθυσμό να μεγαλώνει
κάθε φορά παραπάνω από όσο αντιστοιχεί στα διαθέσιμα μέσα συντήρησής του. Επομένως, αντί για ένα μέλλον αφθονίας και προόδου, μπροστά υπήρχε μόνο μια αιώνια πάλη για την –αδύνατη– ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων.
Τόνιζε πως ενώ ο ανθρώπινος πληθυσμός μπορεί να διπλασιάζεται κατά τους υπολογισμούς του κάθε 25 χρόνια, η γη είναι πεπερασμένη και το καλλιεργήσιμο κομμάτι της μπορούσε να αυξάνεται πολύ πιο αργά. Εφτανε έτσι να πει πως «σε δύο αιώνες και ένα τέταρτο του αιώνα η αναλογία του πληθυσμού προς τα μέσα συντήρησης θα ήταν 512 προς 10». Η ψαλίδα λοιπόν δεν μπορούσε να κλείσει και όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού θα οδηγούνταν στη φτώχεια και για να αντιμετωπιστεί αυτό οι μεν κοινωνίες είχαν ως μέσα τον πόλεμο, η δε φύση τις αρρώστιες. Με βάση όλα αυτά, ο Μάλθους υποστήριζε πως πρέπει να καταργηθούν τα βοηθήματα προς τους φτωχούς, γιατί η υποστήριξή τους θα οδηγούσε απλώς στην αύξηση του πληθυσμού μέσω των απογόνων τους και άρα σε ακόμη μεγαλύτερη φτώχεια των λαϊκών στρωμάτων, αφού θα μεγάλωνε ο αριθμός των ανθρώπων που δεν θα μπορού
σαν να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Την ίδια εποχή έκανε την εμφάνισή του ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, ένας εξαιρετικά επιτυχημένος νεαρός επιχειρηματίας και επενδυτής. Ο Ρικάρντο εντόπισε πως το σχήμα του Ανταμ Σμιθ που έβλεπε όλη την κοινωνία να αναβαθμίζει συνολικά το βιοτικό της επίπεδο μέσω της λειτουργίας της αγοράς διαψευδόταν από την πραγματικότητα. Η ανάπτυξη ερχόταν με πολύ διαφορετικό τρόπο για κάθε κοινωνική τάξη. Ακόμη παρατηρούσε πως πολύ συχνά κάποιοι που συνέβαλλαν σε αυτήν βελτίωναν σχετικά τους όρους ζωής τους προσωρινά και ύστερα από λίγο επέστρεφαν στην προηγούμενη κατάστασή τους, ενώ από την άλλη πολλοί από αυτούς που επωφελούνταν από την κοινωνική εξέλιξη και τη λειτουργία της αγοράς αυξάνοντας τα έσοδά τους δεν έκαναν τίποτε για να τους αξίζει κάτι τέτοιο.
Επομένως, ο Ρικάρντο αντιλαμβανόταν τη διαρκώς ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των διάφορων κοινωνικών τάξεων. Την περίοδο εκείνη υπήρχε μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στους βιομήχανους και τους γαιοκτήμονες. Οι γαιοκτήμονες είχαν ανεβάσει στα ύψη τις τιμές των σιτηρών για το ψωμί, επωφελούμενοι και από την κατάσταση που είχαν δημιουργήσει οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. Από την άλλη, οι βιομήχανοι ζητούσαν να εισαχθούν σιτηρά από το εξωτερικό για να μπορούν να σιτίζονται οι εργάτες τους φτηνά, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να αυξήσουν τους μισθούς τους. Για να μην εισαχθούν σιτηρά και πέσει η
τιμή τους, οι γαιοκτήμονες, έχοντας τους εκπροσώπους τους να πλειοψηφούν στη Βουλή, θέσπισαν υψηλούς δασμούς, τους οποίους έπειτα αύξησαν κι άλλο. Τελικά, με τη λήξη των πολέμων που έφερε η ήττα του Ναπολέοντα η κατάσταση ομαλοποιήθηκε. Ο Ρικάρντο έπαιρνε καθαρά τη θέση των βιομηχάνων λέγοντας πως «το συμφέρον των γαιοκτημόνων είναι πάντοτε αντίθετο με τα συμφέροντα κάθε άλλης τάξης στην κοινότητα».
Ο Ντ. Ρικάρντο και οι «ασυγκράτητοι» σεξομανείς εργάτες
Στο έργο του «Αρχές της πολιτικής οικονομίας», που κυκλοφόρησε το 1817, ο Ρικάρντο σκιαγραφούσε την κοινωνία της εποχής του αναλύοντας ιδεότυπους, δηλαδή φορείς «στρογγυλεμένων» μοτίβων συμπεριφοράς. Ετσι, έδειχνε πως οι εργάτες έχουν πολύ ισχυρή τάση προς τις «απολαύσεις της οικιακής κοινωνίας» και έτσι μετατρέπουν την αύξηση στους μισθούς τους σε αύξηση του πληθυσμού, αφού δεν «αυτοσυγκρατούνται» σεξουαλικώς.
Οι καπιταλιστές έχουν μόνο σκοπό τη συσσώρευση κερδών και την επανεπένδυσή τους. Οι γαιοκτήμονες είναι οι μόνοι που κερδίζουν σε βάρος των άλλων μέσω της γαιοπροσόδου, η οποία εξαρτάται από το πόσο γόνιμη είναι η γη τους. Μάλιστα ο Ρικάρντο ήταν ο πρώτος που επισήμανε αυτήν τη λειτουργία τους, ότι έβγαζαν χρήματα χωρίς να εργαστούν. Οσο ο πληθυσμός αυξάνεται τόσο θα αυξάνεται και η γη που θα πρέπει να καλλιεργηθεί. Αλλά αυτά τα νέα κομμάτια γης θα έχουν μικρότερη απόδοση από τα προηγούμενα, αφού τα πιο εύφορα θα είχαν ήδη επιλεχθεί για να καλλιεργηθούν. Ετσι, το κόστος παραγωγής των σιτηρών θα ανέβαινε, κατ’ επέκταση και η τιμή τους και άρα η πρόσοδος των γαιοκτημόνων με τα καλύτερα κτήματα. Η αύξηση της τιμής των σιτηρών θα φέρνει και αύξηση των μισθών των εργατών για να συντηρούνται.
Ετσι, μέσα από αυτό που ο Ρικάρντο ονόμαζε «σιδηρούν νόμο του μισθού» ο καπιταλιστής θα πιέζεται από δύο μεριές. Και από τους αυξημένους μισθούς των εργατών και από τη μεγέθυνση της δύναμης των γαιοκτημόνων και άρα από την αύξηση των δικών τους κερδών, κάτι
που έφερνε μείωση στα δικά του κέρδη και καθιστούσε άνευ νοήματος τη συσσώρευση και επανεπένδυση. Ετσι λοιπόν ήταν λογικό ο Ρικάρντο να ταχθεί κατά των νόμων που ψήφιζε η Βουλή για τους δασμούς στην εισαγωγή σιτηρών. Ομως το συμπέρασμα του Μάλθους στο βιβλίο του «Αρχές Πολιτικής Οικονομίας» που έβγαλε τρία χρόνια μετά το παρόμοιου τίτλου βιβλίο του Ρικάρντο ήταν αντίθετο. Αυτός έβλεπε πως οι γαιοπρόσοδοι των γαιοκτημόνων ήταν «η ανταμοιβή για την τρέχουσα γενναιότητα και σοφία, καθώς επίσης και για την παλιότερη δύναμη και πονηρία» που τους είχε αποφέρει αρκετά χρήματα ώστε να αγοράσουν τη γη τους.
Γεωργία, βιομηχανία, πληθυσμός. Η άρση μιας αντίθεσης
Τελικά οι καπιταλιστές κατάφεραν να υπερκεράσουν την ισχύ των γαιοκτημόνων, οι νόμοι για τους δασμούς καταργήθηκαν 30 χρόνια μετά την ψήφισή τους και η ανάπτυξη της βιομηχανίας που πολλαπλασίασε την απόδοση της γης εξάλειψε τις συνθήκες που ο Μάλθους και ο Ρικάρντο πίστευαν πως οδηγούσαν ίσια στο δυσχερές μέλλον.
Αντίστοιχες αγωνίες για το θέμα του υπερπληθυσμού είχε και ο επόμενος διανοητής που σημάδεψε την οικονομική σκέψη. Ηταν ο φιλόσοφος Τζον Στιούαρτ Μιλ, που με το έργο του με τον –καθόλου πρωτότυπο πια– τίτλο «Αρχές πολιτικής οικονομίας» το 1848 προκάλεσε νέες συζητήσεις.
Καλύτεροι μισθοί με λιγότερα παιδιά και ταχύτερη συσσώρευση κεφαλαίου
Ο Μιλ υποστήριζε πως η ζήτηση εργασίας καθορίζεται από το συγκεκριμένο απόθεμα κεφαλαίου που προορίζεται για την κάλυψη των μισθών. Το ύψος του μισθού καθορίζεται από τον πληθυσμό και μειώνεται όσο αυτός αυξάνεται και έτσι το απόθεμα κεφαλαίου πρέπει να διαιρείται σε όλο και περισσότερα κομμάτια. Ετσι και ο ίδιος έβλεπε τη λύση στη γέννηση λιγότερων παιδιών και την ταχύτερη συσσώρευση επιχειρηματικού κεφαλαίου. Οπως και οι προηγούμενοι διανοητές του κλασικού οικονομικού φιλελευθερισμού, έβλεπε το
σύστημα διαμόρφωσης των μισθών ως κλειστό και όχι δυναμικό. Δεν πίστευε πως οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και οι αγώνες τους ήταν παράγοντας για την αλλαγή του ύψους των μισθών. Ομως το ανερχόμενο συνδικαλιστικό κίνημα και οι επιτυχείς αγώνες της εργατικής τάξης τη δεκαετία του 1860 διέψευσαν αυτές τις οπτικές και προκάλεσαν τη μεταστροφή και του ίδιου του Μιλ, ο οποίος στη συνέχεια σκιαγράφησε ένα μέλλον όπου η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων σε συνδυασμό με την εκπαίδευση θα οδηγούσαν από μόνες τους στην επιλογή να γεννούν λιγότερα παιδιά για να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο, πρόβλεψη που σήμερα ξέρουμε πως επαληθεύτηκε. Ετσι η σχέση του πληθυσμού προς το υφιστάμενο απόθεμα κεφαλαίου θα βελτιωνόταν και θα οδηγούσε σε αύξηση μισθών. Παρότι η εξηγητική βάση της μακροπρόθεσμης διαμόρφωσης του μισθού δεν άλλαζε, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι έμπαιναν πια στο παιχνίδι ως δρώντες παράγοντες.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως οι κλασικοί του φιλελευθερισμού ανέλυαν τη λειτουργία της αγοράς και πρότειναν διάφορες λύσεις έχοντας ως αναλυτικό εργαλείο και την έννοια των κοινωνικών τάξεων. Σε αντίθεση με όσα νομίζουμε, η ταύτιση της λογικής του φιλελευθερισμού με την άρνηση της συλλογικότητας και την αποδοχή μόνο της έννοιας του ατόμου μέσα στην παραγωγή δεν ήταν καθόλου δεδομένη από την αρχή.