ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ ΤΟΜΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ
Το νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν είναι αυτονόητα οργανική συνέχεια και προοδευτική εξέλιξη του φιλελεύθερου υποδείγματος του Ανταμ Σμιθ. Φυσικά υπάρχει μερική επικάλυψη των παραδοχών του σκληρού πυρήνα τους (ανταγωνισμός, ελευθερία του οικονομικού πράττειν, κέρδος), όμως στον Σμιθ υπάρχουν ισχυρά στοιχεία (αποδοχή ενός κοινωνικού πλαισίου) τα οποία απορρίπτονται από το νεοφιλελεύθερο πρότυπο. Οι θεμελιωτές του νεοφιλελεύθερου κοσμοειδώλου Φρίντριχ Χάγεκ, Μίλτον Φρίντμαν, Ρόναλντ Ρίγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ
Μια καθόλου αυτονόητη οργανική συνέχεια. Η Ιστορία «αποκαθαρμένη» από κάθε κοινωνικό νόημα και με επικυριαρχία εννοιών της φύσης πάνω στις κοινωνικές. Μήτρα της σημερινής κρίσης. Χάγεκ: «Η δημοκρατία δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο διασφάλισης της οικονομικής ελευθερίας. Αν σημαίνει την ανεμπόδιστη βούληση της πλειοψηφίας… εγώ δεν είμαι δημοκράτης».
Το πρόβλημα της συνέχειας ή μη των τομών ή και των ρήξεων μεταξύ του κλασικού φιλελεύθερου προτύπου και του νεοφιλελεύθερου κοσμοειδώλου, το οποίο κυριαρχεί στις πολιτικοοικονομικές στρατηγικές του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου κόσμου, καθίσταται στις ημέρες μας καίριο επιστημολογικό-θεωρητικό ερώτημα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου η πολύπλευρη κρίση που είχε αφετηρία το χρηματοπιστωτικό σύστημα απαιτεί σύνθετες θεωρητικές αλλά και πρακτικές απαντήσεις.
Είναι γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο πρότυπο επιδιώκει να θεμελιώσει και να νομιμοποιήσει βασικές μεθοδολογικές του αρχές και επιλογές στο κλασικό φιλελεύθερο πρότυπο, εμμένοντας στην άποψη ότι το ίδιο αποτελεί προϊόν μιας γραμμικού χαρακτήρα εξέλιξης που αποκτά νομοτελειακό χαρακτήρα.
Ομως στην πραγματικότητα, όπως θα εκθέσουμε στη συνέχεια, το κλασικό φιλελεύθερο και το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα αλληλοκαλύπτονται μόνο μερικώς και ατελώς, ενώ οι ισχυρές αντινομικές σχέσεις που εμφανίζονται μεταξύ τους προσομοιάζουν σε έναν βαθμό με αντιπαραθέσεις μεταξύ αντίπαλων παραδειγμάτων (κατά την εννοιολόγηση του Τ. Κουν).
Η ασυνέχεια ή και η ρήξη αυτή η οποία εμφανίζεται μεταξύ του υποδείγματος που συγκροτούν οι παραδοχές του Ανταμ Σμιθ και των σύγχρονων θεωρητικών αντιλήψεων του νεοφιλελεύθερου προτύπου όπως εκφράζονται από τους Φρίντριχ Χάγεκ και Ρόμπερτ Νόζικ εκκινεί από τη θεμελιώδη γνωσιοθεωρητική παραδοχή του νεοφιλελεύθερου προτύπου που ισχυρίζεται ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τη συνολική κοινωνικοοικονομική δομή. Η βασική αυτή θεώρηση διασπά το αντικείμενο της έρευνας σε επιμέρους στοιχεία, τα οποία το πρότυπο αυτό επιλέγει ως άξια να ερευνηθούν σύμφωνα με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του επιστήμονα.
Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση αναδεικνύει ταυτόχρονα και την προβληματική γένεσης των ατομικών δικαιωμάτων και της ατομικής ιδιοκτησίας στις νεωτερικές κοινωνίες. Στις σύγχρονες νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις η ατομική ιδιοκτησία αναγνωρίζεται ως «ιδρυτικός όρος» και ανάγεται σε υπεριστορικές διαδικασίες, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό τον χαρακτήρα πρωτογενούς φυσικού δικαιώματος.
Σύμφωνα με τη θεμελιώδη αυτή παραδοχή η ατομική ιδιοκτησία δεν προκύπτει ιστορικά ως συνέπεια της διαδικασίας εξέλιξης του καταμερισμού της εργασίας και των ιστορικών όρων της κοινωνικής αναπαραγωγής. Στο σημείο αυτό παρατηρείται σημαντική ρήξη του νεοφιλελεύθερου με το κλασικό φιλελεύθερο πρότυπο, αφού η ατομική ιδιοκτησία δεν αναδύεται ως ιδιαίτερος εσωτερικός όρος της συλλογικής κοινωνικής πράξης που αφορά την καθολική κοινωνική αναπαραγωγή και αποσυνδέεται αυτονόητα από τα κοινά δικαιώματα κατοχής. Συνακόλουθα στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο τα ατομικά δικαιώματα αποδεσμεύονται από τα ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα όπως θεσπίστηκαν στον σύγχρονο κόσμο. Οι ατομικές σκοποθεσίες τίθενται εκτός της προβληματικής των όρων της κοινωνικής αναπαραγωγής και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Στην κλασική θεωρητική προσέγγιση του φιλελεύθερου επιχειρήματος η θεωρία της αξίας ανάγεται σε μακροθεωρητικό επίπεδο ως αποτέλεσμα των ιστορικών μορφών τις οποίες προσλαμβάνουν ο κατα
μερισμός της εργασίας και οι παραγωγικές δομές. Κατά συνέπεια το ελεύθερο πράττειν στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων συνδέεται με το αίτημα της ισονομίας, η οποία θεμελιώνεται στην ιδέα της συμπάθειας, δηλαδή σε ένα ηθικοπολιτικό πλαίσιο που αναπτύσσεται μέσα στο ίδιο πεδίο της οικονομικής, ανταγωνιστικής δραστηριότητας.
Αντίθετα, στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο πρότυπο η θεωρία της αξίας εξατομικεύεται και αποσυνδέεται από τα μακροθεωρητικά πλαίσια που αναφέρονται έμμεσα στη σχέση πολιτικής και οικονομίας. Η υποκειμενικοποίηση αυτή της έννοιας της αξίας αντλεί τη θεωρητική της νομιμοποίηση από το βεμπεριανό παράδειγμα και ολοκληρώνεται με τις επεξεργασίες και θέσεις της αποκαλούμενης αυστριακής οικονομικής επιστήμης (Λ. φον Μίζες, Φ. Χάγεκ, Ρ. Νόζικ). Με τον τρόπο αυτό η υποκειμενική αντίληψη
του δρώντος αποτελεί τη βάση υπολογισμού της αξίας ενός αγαθού, δηλαδή της τιμής του, ως ένα είδος (μη δυνάμενου να αναλυθεί περαιτέρω) «φυσικού δικαιώματος» αποσυνδεόμενου από τις κοινωνικές διεργασίες.
Ο κλασικός φιλελευθερισμός στην ανάλυση του Aνταμ Σμιθ
Στον σκληρό οντολογικό πυρήνα της θεωρητικής προσέγγισης του A. Σμιθ προκύπτει ένας σημαντικός δυϊσμός. Στη μια κατεύθυνση η ερμηνεία της θεωρίας της αξίας οδηγεί στην πλήρη αποδέσμευση του οικονομικού από το πολιτικό στοιχείο. Η εργασία αναγνωρίζεται ως «καθαρή» οικονομική κατηγορία, ως συντελεστής της οικονομικής αξίας του προϊόντος και αποσυνδέεται από τους ιστορικοκοινωνικούς όρους που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία της σύνολης αναπαραγωγής. Αντίθετα, η άλλη εκδοχή παραπέμπει σ’ ένα είδος «φυσικού δικαίου» από το οποίο απορρέει η «φυσική τιμή» του προϊόντος. Η φυσικοδικαιική θεμελίωση όμως οδηγεί σ’ έναν τύπο «φυσικού δικαιώματος» στο πλαίσιο του οποίου η κρατική παρέμβαση νομιμοποιείται όταν τίθεται σε διακινδύνευση η ισορροπία του «φυσικού συστήματος», όταν απειλείται η «φυσική τάξη» της κοινωνίας και του οικονομικού πεδίου από πρακτικές που ακυρώνουν ή και υπονομεύουν το πλαίσιο των ηθικοκοινωνικών όρων της «συμπάθειας».
Με βάση αυτή την πρωταρχική αρχή του «φυσικού συστήματος» αναπτύσσονται και οι αντιλήψεις του A. Σμιθ για την ανάγκη παρέμβασης του κράτους προς διαφύλαξη των ισορροπιών μεταξύ των κοινωνικών τάξεων αλλά και μεταξύ των οικονομικών λειτουργιών στο πεδίο της αγοράς.
Η μια κατεύθυνση περιλαμβάνει τις παρεμβάσεις που κρίνονται αναγκαίες για την ενίσχυση και πρόοδο των οικονομικών σχέσεων και αναφέρονται σε κρατικές δαπάνες για τη δημιουργία υποδομών, την κατασκευή δημόσιων έργων, δαπάνες για την εκπαίδευση αλλά και για την ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Η κοινωνία κατά τον A. Σμιθ δεν αποτελεί πεδίο συνύπαρξης μεμονωμένων ατόμων. Οι ατομικές δραστηριότητες σχετίζονται και λειτουργούν στο πλαίσιο του ευρύτερου καταμερισμού της εργασίας, ο οποίος περιλαμβάνει και τη βασική διάκριση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Ομως το σύνολο αυτό δεν αποκτά οργανικότητα, δεν αναφερόμαστε σ’ ένα οργανικό «όλο» το οποίο θεμελιώνεται σε δεσμευτικά αξιακά και ηθικοκανονι