Ο ΝΕΟ-ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η οικονομική μεγέθυνση της «κεϊνσιανής» δυτικής Ευρώπης ήταν πολλαπλάσια της σημερινής. Οι στρατηγικοί κλάδοι απολάμβαναν την προστασία από ξένο ανταγωνισμό και εξαγορές. Οι μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκονταν σε υψηλότερα επίπεδα. Δημιουργήθηκε το κράτος πρόνοιας και εμπεδώθηκαν θεσμοί φιλελεύθερης δημοκρατίας
Από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του 1973 παρατηρείται μια ιδιαίτερη περίοδος στην ιστορία εξέλιξης του δυτικού καπιταλισμού. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από εκτεταμένο κρατικό παρεμβατισμό κεϊνσιανού τύπου. Το κράτος μέσω της δημοσιονομικής, νομισματικής, εισοδηματικής, βιομηχανικής και εμπορικής του πολιτικής όσο και διά μέσου των κρατικών επιχειρήσεων ανέλαβε να ενισχύσει την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση. Η περίοδος αυτή ονομάζεται «χρυσή εποχή του καπιταλισμού» καθώς οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες γνώρισαν ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης, αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και ταχύτατο τεχνολογικό μετασχηματισμό. Παράλληλα υπήρξε άνοδος του γενικού βιοτικού επιπέδου που συνοδεύτηκε από σημαντική άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Επιπλέον η διεθνής οικονομική δραστηριότητα και κυρίως το διεθνές εμπόριο γνώρισαν άνθηση, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της «χρυσής εποχής» συνοδεύτηκε από ελεγχόμενα επίπεδα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Επιπλέον στις ώριμες καπιταλιστικές οικονομίες δημιουργείται το κράτος κοινωνικής πρόνοιας, ενώ εμπεδώνονται και διευρύνονται οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μετά το 1945 λοιπόν εισερχόμαστε σε μια ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου που ανατροφοδοτείται από νέους τομείς όπως εκείνοι της ατομικής ενέργειας, των σύγχρονων τηλεπικοινωνιών και μεταφορών, της σύγχρονης αεροναυπηγικής κ.λπ. Σε αυτό το μακρύ ανοδικό κύμα πρωταγωνιστούν οι ΗΠΑ, οι οποίες εξελίσσονται σε ατμομηχανή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Τη δεκαετία του 1950 λοιπόν οι χώρες του ΟΟΣΑ εμφάνιζαν μέση ετήσια πραγματική μεγέθυνση πάνω από 4%, ενώ τη δεκαετία του 1960 το εν λόγω μέγεθος άγγιζε το 5%.
Το σύστημα του Μπρέτον Γουντς
Σε σημαντικό βαθμό η αναπτυξιακή δυναμική της περιόδου 1945-71 βασίστηκε στο σύστημα Μπρέτον Γουντς (Bretton Woods – ΒW), βασικός αρχιτέκτονας του οποίου υπήρξε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, και των θεσμών που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιό του. Τέτοιοι θεσμοί ήταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) που ιδρύθηκε το 1947. Το σύστημα BW
προέβλεπε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες έναντι του δολαρίου των ΗΠΑ και αμετάβλητη τιμή του χρυσού σε δολάρια ($35/ουγγιά). Το δολάριο συνεπώς απέκτησε σταθερή και εγγυημένη σχέση με τον χρυσό. Ως εκ τούτου έγινε το βασικό αποθεματικό νόμισμα διεθνώς. Οι χώρες που συμμετείχαν στο BW είχαν επιπλέον το δικαίωμα να πωλούν δολάρια στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ προκειμένου να λαμβάνουν χρυσό. Τα κράτη που αντιμετώπιζαν ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους μπορούσαν με τη σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ να αναπροσαρμόσουν τη συναλλαγματική τους ισοτιμία προκειμένου να θωρακίσουν την εγχώρια παραγωγή τους, να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους κ.λπ. Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών έγινε επισήμως διακρατική ευθύνη μέσω του ΔΝΤ. Εφόσον όμως οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ορίζονταν με βάση το δολάριο, η αχίλλειος πτέρνα του συστήματος αυτού ήταν η ίδια η «ακαμψία» του δολαρίου.
Το νομισματικό σύστημα του BW λοιπόν ήταν κατά βάση ένα σύστημα «προσαρμοζόμενων αναλογιών» έναντι του αμερικανικού δολαρίου των ΗΠΑ. Την εποπτεία του νέου νομισματικού συστήματος ανέλαβε το ΔΝΤ. Στο ταμείο παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα παροχής βραχυπρόθεσμων πιστώσεων στα μέλη του με στόχο τη διατήρηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών κ.ο.κ.
Οι πόροι του ταμείου προέρχονταν από τις αναλογικές εισφορές των χωρών-μελών του. Μέσω της GATT άρθηκαν οι μεσοπολεμικοί εμπορικοί φραγμοί, μειώθηκε το κόστος των συναλλαγών και δημιουργήθηκε ένα νέο σύστημα ελεύθερου διεθνούς εμπορίου. Παράλληλα όμως η GATT, αντίθετα με τον ΠΟΕ, έδινε τη δυνατότητα στις αντισυμβαλλόμενες εθνικές οικονομίες να προσαρμόζουν την εμπορική τους πολιτική, ακόμη και να «προστατεύουν» ζωτικούς τομείς της οικονομίας τους.
Το 1950-73 η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου άγγιζε κατά μέσο όρο το 8,2% σε ετήσια βάση. Το σύστημα BW παράλληλα έδινε τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη του να ελέγχουν τις κεφαλαιακές ροές ώστε να μην εμφανιστούν αποσταθεροποιητικά φαινόμενα όπως στον μεσοπόλεμο. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διατήρησαν κεφαλαιακούς ελέγχους μέχρι τη δεκαετία του 1980. Ακόμη και η Συνθήκη της Ρώμης (1957) για τη δημιουργία της ΕΟΚ δεν αμφισβήτησε αυτό το δικαίωμα των οικονομιών που συμμετείχαν στην κοινότητα. Οι ΗΠΑ, παρότι δεν χρησιμοποιού
σαν κεφαλαιακούς ελέγχους μέχρι τότε, το 1963 επέβαλαν ειδικό φόρο στα επιτόκια καταθέσεων. Ως αποτέλεσμα των άνωθεν το 1945-71 υπήρξε περίοδος αξιοσημείωτης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Το σύστημα ΒW λοιπόν δημιούργησε ένα σταθερό περιβάλλον διεθνών συναλλαγών που επέτρεψε την ενίσχυση της πολύμορφης διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας, περιόρισε την αβεβαιότητα και ταυτόχρονα έδωσε μεγαλύτερα περιθώρια στις εθνικές οικονομίες στο να χαράσσουν τη δική τους πολιτική. Αυτό επέτρεψε στις αναπτυγμένες οικονομίες να δώσουν προτεραιότητα σε εσωτερικούς μακροοικονομικούς στόχους.
Παράλληλα το BW ελαχιστοποιούσε τα περιθώρια κερδοσκοπίας επί του συναλλάγματος και προσέδιδε μεγαλύτερη ισορροπία στο διεθνές εμπόριο μεταξύ ελλειμματικών και πλεονασματικών οικονομιών. Επιπλέον στο εν λόγω σύστημα οι εμπορικοί και οι συναλλαγματικοί πόλεμοι αποτρέπονταν.
Ευρωπαϊκή ενοποίηση και σταθεροποίηση
Αναμφίβολα η καπιταλιστική ανάπτυξη και η σταθερότητα στη δυτική Ευρώπη –πέρα από το σύστημα BW και την «κεϊνσιανή συναίνεση»– υποβοηθήθηκε και από την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Η διαδικασία της «περιφερειακής ολοκλήρωσης» της δυτικής Ευρώπης έλαβε χώρα υπό τον στρατηγικό σχεδιασμό των δυτικοευρωπαϊκών πολιτικοοικονομικών ελίτ και την έγκριση των ΗΠΑ. Τα αμέσως επόμενα μεταπολεμικά χρόνια οι ευρωπαϊκές ελίτ επιδίωξαν την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μέσω μιας διαδικασίας που θα απέτρεπε οποιαδήποτε μορφή προστατευτισμού και «οικονομικού εθνικισμού». Οι ευρωπαϊκές ελίτ ήταν πεπεισμένες ότι η ελεύθερη ανάπτυξη του εμπορίου και η θετική επίδραση των οικονομιών κλίμακας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο θα έχουν ευεργετική επίδραση στις χώρες τους. Αυτή η διαδικασία παράλληλα θα δημιουργούσε περιβάλλον διπλωματικής και οικονομικής σταθερότητας. Ταυτόχρονα μέσω της ευρωπαϊκής ενοποίησης οι κυρίαρχες τάξεις επιδίωκαν την επίλυση των προβλημάτων που εκπορεύονταν από τη γαλλογερμανική αντιπαλότητα και φυσικά την ανάσχεση των Σοβιετικών. Επιπλέον η ευρωπαϊκή ελίτ της εποχής θεώρησε πως το λεγόμενο «γερμανικό πρόβλημα», δηλαδή η αστάθεια που δημιουργούσε η «αναθεωρητική» Γερμανία στο ευρωπαϊκό σύστημα κρατών, μπορούσε να επιλυθεί με την πολιτικοοικονομική ενσωμάτωση της Γερμανίας σε μια ευρύτερη ένωση των δυτικοευρωπαϊκών κρατών.
Οι ΗΠΑ με τη σειρά τους στήριξαν πολύπλευρα την προσπάθεια «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» προκειμένου να εδραιώσουν μια καπιταλιστική και
ενωμένη δυτική Ευρώπη τόσο ως πεδίο κερδοφορίας για τις αμερικανικές μεγάλες εταιρείες όσο και σαν οχυρό απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και την επιρροή της. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση επιπλέον αποσκοπούσε στην πολυσχιδή θωράκιση του εσωτερικού πολιτικοοικονομικού status quo των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Το 1957 με τη Συνθήκη της Ρώμης δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), η οποία επικεντρώθηκε στη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς. Το 1967 η ΕΟΚ μαζί με την ΕΚΑΧ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ) σχημάτισαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ). Η ΕΚ αρχικά αποτελούνταν από τη Γαλλία, τη Δυτική Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Το 1973 εντάχθηκαν στην ΕΚ η Μ. Βρετανία, η Δανία και η Ιρλανδία.
Η δυτική Ευρώπη στη «χρυσή εποχή»
Μετά το τέλος του Β΄ ΠΠ οι καταστροφές σε βασικές υποδομές όπως τα λιμάνια, τα χερσαία οδικά δίκτυα, οι παραγωγικές μονάδες κ.ο.κ. άγγιζαν το 20% στη Γερμανία, το 6-9% στο Βέλγιο, το Ην. Βασίλειο και στη Γαλλία και το 5% στην Ιταλία. Παράλληλα οι ανθρώπινες απώλειες και οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης είχαν αποδυναμώσει το εργατικό δυναμικό αυτών των οικονομιών. Παρά ταύτα όμως, κατά τη διάρκεια της «χρυσής εποχής» οι οικονομίες της δυτικής Ευρώπης γνώρισαν πρωτόγνωρους ρυθμούς μεγέθυνσης. Αναμφίβολα η ανάπτυξη των οικονομιών της δυτικής Ευρώπης την περίοδο 1945-71 βασίστηκε στο οικονομικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί από το σύστημα BW. Επιπλέον τεράστια συμβολή στην ανοικοδόμηση των οικονομιών της δυτικής Ευρώπης διαδραμάτισε η μεγάλη εισροή κεφαλαίων από τις ΗΠΑ τόσο μέσω του σχεδίου Μάρσαλ (1948-51) όσο και μέσω των πολύμορφων ιδιωτικών επενδύσεων των μεγάλων επιχειρήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών στη γηραιά ήπειρο.
Βασικοί λόγοι εκπόνησης του σχεδίου Μάρσαλ από την πλευρά των ΗΠΑ ήταν: α) η ανάγκη στρατηγικής
ανάσχεσης της ισχύος της ΕΣΣΔ που απλωνόταν και στην ανατολική Ευρώπη και β) η ανοικοδόμηση των «ευρωπαϊκών αγορών» και η ενσωμάτωσή τους σε μια παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία προς όφελος των αμερικανικών επιχειρήσεων. Με τη σειρά τους οι ιδιωτικές επενδύσεις των γιγάντιων αμερικανικών εταιρειών στη δυτική Ευρώπη, που πραγματοποιήθηκαν υπό το κίνητρο του κέρδους και την πίεση του εγχώριου και διεθνούς ανταγωνισμού, βοήθησαν στην ανοικοδόμηση της γηραιάς ηπείρου μεταφέροντας σε αυτήν κεφάλαια και τεχνολογία. Σε αδρές γραμμές το σχέδιο Μάρσαλ συνέβαλε στην ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της δυτικής Ευρώπης. Ιδιαίτερα στα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο βοήθησε σημαντικά στη νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 λοιπόν οι αναπτυγμένες οικονομίες της δυτικής Ευρώπης κατάφεραν να απορροφήσουν σε ικανοποιητικό βαθμό την αμερικανική βοήθεια και να εισέλθουν σε αναπτυξιακή τροχιά. Παράλληλα διά μέσου συνεκτικών προγραμμάτων νομισματικής πολιτικής η Γαλλία, η Βρετανία, η Ιταλία και η Δυτική Γερμανία κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τάχιστα τον πολεμικό πληθωρισμό. Την ίδια περίοδο οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου προχωρούν σε εκτεταμένες κρατικοποιήσεις σημαντικών κλάδων, όπως του χρηματοπιστωτικού και του ενεργειακού. Ταυτόχρονα καταρτίζουν σχέδια παραγωγικής ανασυγκρότησης και οικονομικής ανάπτυξης. Ετσι οι οικονομίες της δυτικής Ευρώπης ξεπέρασαν γρήγορα τις προπολεμικές ασθενικές οικονομικές τους επιδόσεις.
Οι ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες του μεσοπολέμου, όπως η Μεγάλη Υφεση, είχαν αποτέλεσμα τη συστηματική, σημαντική και εμμένουσα υποχρησιμοποίηση των παραγωγικών συντελεστών της δυτικής Ευρώπης τόσο σε κεφάλαιο όσο και σε εργασία. Ταυτόχρονα το σκέλος της ζήτησης αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα λόγω της ιδιαίτερα μειωμένης από την ύφεση καταναλωτικής
δυνατότητας του γενικού πληθυσμού, προκαλώντας εκ νέου πιέσεις στην παραγωγή. Η ύφεση των ρυθμών του διεθνούς εμπορίου και το προστατευτικό κλίμα της δεκαετίας του 1930 συμπίεζαν περαιτέρω την παραγωγική ικανότητα. Τούτων δοθέντων, η διαφορά μεταξύ του δυνητικού ΑΕΠ που θα προέκυπτε από την πλήρη απασχόληση των παραγωγικών συντελεστών και του πραγματικού ΑΕΠ που εντέλει παραγόταν ήταν αρκετά σημαντική. Μετά τον Β΄ ΠΠ όμως με τη συμβολή του συστήματος BW, του σχεδίου Μάρσαλ, της ευρωπαϊκής ενοποίησης, του κρατικού παρεμβατισμού κεϊνσιανού τύπου κ.λπ. αυτές οι δυσαρμονίες άρχισαν να επιλύονται.
Το 1949 λοιπόν και παρά τις καταστροφές από τον πόλεμο η βιομηχανική παραγωγή της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας φτάνει στο 123% της αντίστοιχης του 1939 και της Ιταλίας στο 104%. Στη Γερμανία ωστόσο η κατάσταση είναι διαφορετική κυ
ρίως λόγω α) των συγκριτικά μεγαλύτερων καταστροφών από τον πόλεμο και β) του ειδικού καθεστώτος στο οποίο εντάχθηκε μετά τον πόλεμο. Παρ’ όλα αυτά όμως η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας το 1950 έφτασε στο 83% της αντίστοιχης του 1939 και μέσα στα επόμενα χρόνια την υπερκάλυψε. Παράλληλα η κατά κεφαλήν κατανάλωση τροφίμων στη δυτική Ευρώπη ανέκαμψε στα προπολεμικά επίπεδα το 1950.
1950-1962: «Τρέχοντας» με 5%, 6% ή 7,3%
Την περίοδο 1950-62 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ιταλίας άγγιζε το 6%, της Γαλλίας το 5%, του Ηνωμένου Βασιλείου το 2,3%, της Δυτικής Γερμανίας το 7,3%, του Βελγίου το 3,2% και της Ολλανδίας το 4,7%. Τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων και αποταμιεύσεων όπως και η ενίσχυση της ενεργού ζήτησης είχαν καθοριστική συμβολή στη διατήρηση των ρυθμών μεγέθυνσης των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Οι διογκούμενες εισροές κεφαλαίου ήταν από τις ατμομηχανές της οικονομικής μεγέθυνσης. Η ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα και κυρίως της βιομηχανίας είχε βαρύνουσα συμβολή στο «οικονομικό θαύμα» της δυτικής Ευρώπης. Αυτό αποτυπώθηκε τόσο στο αυξανόμενο μερίδιο του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ όσο και στους πολλαπλασιαστές απασχόλησης και προϊόντος που αυτός εμφάνιζε. Ο αγροτοκτηνοτροφικός τομέας εκσυγχρονίστηκε επίσης, παρότι σε αυτόν δεν έγιναν επενδύσεις αντίστοιχες με της βιομηχανίας. Οι αποδόσεις των καλλιεργειών για παράδειγμα ενισχύθηκαν σημαντικά από την εισαγωγή νέων και πιο αποδοτικών μηχανών στη γεωργία, από τη χρήση χημικών λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, από την κατασκευή ειδικών υποδομών και δικτύων κ.λπ. Την εν λόγω περίοδο ο αγροτικός τομέας βρισκόταν υπό κρατική προστασία, ενώ οι κλάδοι στρατηγικής σημασίας απολάμβαναν προστασία από τον ξένο ανταγωνισμό και τις εξαγορές.
Κατά τη διάρκεια των «χρυσών χρόνων» ενισχύεται η κυριαρχία των μεγάλων πολυμετοχικών επιχειρήσεων ενώ οι διαδικασίες άντλησης σχετικής υπεραξίας, που είναι και κυρίαρχες, ενισχύονται. Παράλληλα εντείνονται η τεχνολογική αναβάθμιση και η εκμηχάνιση της παραγωγής, ενώ και η οργάνωση της εργασίας εντός των μεγάλων οικονομικών μονάδων μετασχηματίζεται προς το αποδοτικότερο. Το αποτέλεσμα των άνωθεν διαδικασιών ήταν η σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας και η μείωση του κόστους παραγωγής. Οι νέες μεταπολεμικές βιομηχανίες χρησιμοποιούσαν αποδοτικότερα τις βασικές εισροές ενώ οι τεχνολογίες αυτοματισμού αύξαναν σημαντικά την κερδοφορία
στη μεταποίηση. Ετσι λοιπόν την περίοδο 1950-73 ιδιαίτερα στη Δυτ. Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία αλλά και στο Βέλγιο και το Ην. Βασίλειο είχαμε σημαντική αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής (TFP). Επιπλέον κατά τη διάρκεια των «χρυσών χρόνων» πραγματοποιούνται πολύ σημαντικές επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη, οι οποίες ενισχύουν ποικιλότροπα την αναπτυξιακή δυναμική τόσο σε χρονική έκταση όσο και σε ένταση.
Η χαμηλή τιμή του πετρελαίου κατά τη διάρκεια της «χρυσής εποχής» ήταν ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας που ενίσχυε την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών της δυτικής Ευρώπης. Η έντονη επενδυτική δραστηριότητα της περιόδου αύξησε τις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και σε αυτό τον τομέα κομβικό ρόλο έπαιξε ο διαρκώς αναπτυσσόμενος χρηματοπιστωτικός τομέας. Παράλληλα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 αυξάνονται οι διεθνείς χρηματοοικονομικές ροές. Η μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα συνοδεύτηκε με τη σειρά της από την αύξηση των εξαγωγών κεφαλαίου. Η τεχνολογική πρόοδος σε τομείς όπως οι επικοινωνίες και οι μεταφορές έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των εμπορικών και κεφαλαιακών ροών μεταξύ των κρατών. Με τη σειρά της η ανάπτυξη των διεθνών εμπορικών ροών και η σταθερότητα του διεθνούς συστήματος πληρωμών επιτάχυναν τη συσσώρευση κεφαλαίων των μεγάλων εταιρειών της δυτικής Ευρώπης και των εθνικών τους οικονομιών. Πρέπει βέβαια να επισημάνουμε ότι το διεθνές εμπόριο διεξαγόταν κυρίως εντός των δύο στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου ξεχωριστά. Την περίοδο του συστήματος ΒW συνεπώς οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες συσσώρευαν ταχύρρυθμα κεφάλαια κι έτσι αυτά μετακινούνταν και στην παγκόσμια οικονομία παρότι υπήρχαν περιορισμοί. Ετσι τα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης των ΗΠΑ, για παράδειγμα, πρόσφεραν μια σημαντική αγορά για τις γερμανικές εξαγωγές.
Εκμηδενισμός της ανεργίας, αναδιανεμητική φορολογία
Κατά τη διάρκεια των «χρυσών χρόνων» στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας θεσπίστηκαν αυστηρές ρυθμίσεις προς όφελος και των εργαζομένων. Βασικός στόχος της κεϊνσιανής μακροοικονομικής πολιτικής της περιόδου άλλωστε ήταν η επίτευξη του στόχου της πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού.
Ως εκ τούτου λοιπόν κατά τη διάρκεια της «χρυσής εποχής» το ποσοστό ανεργίας της Μ. Βρετανίας κυμαινόταν στο 1,6%, της Γαλλίας στο 1,2%, της Δ. Γερμανίας στο 3,1% και των ΗΠΑ στο 4,8%. Η φορολογική πολιτική των χρόνων εκείνων επιτελούσε αναδιανεμητική λειτουργία μέσω προοδευτικής φορολογικής κλίμακας. Παράλληλα δημιουργείται το κράτος πρόνοιας. Ολες οι προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες λοιπόν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαν γίνει «κράτη κοινωνικής πρόνοιας». Την περίοδο που εξετάζουμε η Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Ιταλία διέθεταν περίπου το 60% των δαπανών τους για την «κοινωνική πρόνοια». Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία και την παιδεία με τη σειρά τους είχαν πολύμορφη θετική επίδραση στον ενάρετο κύκλο. Παράλληλα διά μέσου των δημόσιων πολιτικών για την εκπαίδευση σημειώθηκε βελτίωση του αν
Το γαλλικό, το ιταλικό και το βέλγικό «θαύμα»
Την περίοδο 1947-73 η Γαλλία γνώρισε μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης κοντά στο 5%. Η αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων όσο και η αύξηση των ωρών εργασίας διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Μεταξύ του 195075 η πραγματική αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού των εργαζομένων αυξήθηκε κατά 170%, ενώ το 1950-74 η συνολική ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 174%. Η αύξηση της εγχώριας ενεργού ζήτησης για εγχώρια προϊόντα με τη σειρά της συντελούσε στην αύξηση του ΑΕΠ. Η οικονομική ανάπτυξη των ετών αυτών επιπλέον τροφοδότησε και τροφοδοτήθηκε από την ενίσχυση των γαλλικών μεγάλων εταιρειών στην παγκόσμια οικονομία. Τη δεκαετία του 1980 η Γαλλία ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη θρώπινου κεφαλαίου και ενισχύθηκε η εξειδίκευση.
Στις αναπτυγμένες οικονομίες της δυτικής Ευρώπης οι μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμεναν σε υψηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι σήμερα και σε συνδυασμό με την ενίσχυση του έμμεσου μισθού είχαμε άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Παράλληλα το χάσμα μεταξύ της μακροπρόθεσμης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και της αύξησης των πραγματικών μισθών ήταν μικρότερο απ’ ό,τι σήμερα. Οι μεταβολές των πραγματικών μισθών με τη σειρά τους διατηρούσαν την ενεργό ζήτηση σε ικανοποιητικά επίπεδα. Για την κυρίαρχη οικονομική πολιτική της περιόδου άλλωστε βασική προϋπόθεση για τη διατηρήσιμη μεγέθυνση ήταν η διαρκής ενίσχυση της ενεργού ζήτησης της μεγάλης μάζας του πληθυσμού/καταναλωτών.
εξαγωγική χώρα προϊόντων μεταποίησης. Τη «χρυσή εποχή» η γαλλική οικονομία εξελίχτηκε στον μεγαλύτερο παραγωγό και εξαγωγέα αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων της Ευρώπης. Την ίδια περίοδο ο τομέας των υπηρεσιών αναπτύχθηκε ταχύτατα, γενόμενος έτσι ο μεγαλύτερος τομέας της Γαλλίας.
Οσον αφορά την Ιταλία, εμφάνισε μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 5,8% του ΑΕΠ την περίοδο 1951-63 και 5% την περίοδο μεταξύ 1964 και 1973. Ετσι από το 1951 μέχρι το 1971 το μέσο κατά κεφαλήν πραγματικό εισόδημα τριπλασιάστηκε. Εκείνη την περίοδο ο ιταλικός καπιταλισμός ανέπτυξε σημαντικά τη μέχρι τότε αδύναμη βιομηχανική του βάση. Παράλληλα τα έσοδα από τον τουρισμό και τα μεταναστευτικά εμβάσματα στήριζαν το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας.
Τα θεμέλια του «βέλγικου θαύματος» τέθηκαν την περίοδο 1945-48, όταν σημειώθηκαν αυξητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης και απασχόλησης, ενώ ο πληθωρισμός διατηρούνταν σε χαμηλά επίπεδα.
Η οικονομία της Μ. Βρετανίας, που ήταν ήδη από τις ισχυρότερες στον πλανήτη, εκσυγχρονίστηκε ραγδαία την περίοδο 1950-60, διατηρώντας παράλληλα εξέχουσα θέση στις παγκόσμιες αγορές χρήματος και κεφαλαίου, πίσω βέβαια από τις ΗΠΑ. Μεταξύ του 1955 και του 1975 η Μ. Βρετανία παρουσίασε μέση ετήσια μεγέθυνση 2,1%. Κατά τη διάρκεια της «χρυσής εποχής» οι συνολικές δημόσιες δαπάνες της Μ. Βρετανίας αυξήθηκαν σημαντικά. Από 26% του ΑΕΠ που ήταν το 1937 έφτασαν στο 42,9% το 1973. Το 1950-69 επίσης η Μ. Βρετανία εμφάνιζε εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά ανεργίας, πέριξ του 1,6%. Παράλληλα ο πραγματικός μισθός αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 40% μεταξύ του 1950 και του 1964.
Οσον αφορά την ΟΔ της Γερμανίας η περίοδος 1950-62 ήταν εποχή ταχύτατης μεγέθυνσης (μέση ετήσια μεγέθυνση 7,3%), βιομηχανικής ανάπτυξης και χαμηλού πληθωρισμού. Η νομισματική μεταρρύθμιση του 1948 εξασφάλισε την απαραίτητη χρηματοπιστωτική και συναλλαγματική σταθερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο ο εγχώριος χρηματοπιστωτικός τομέας απέκτησε αξιοσημείωτη ευστάθεια, ενώ η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας ανέλαβε επιτυχώς τη διαχείριση της νομισματικής πολιτικής. Η οικονομία της ΟΔ της Γερμανίας επιπλέον βοηθήθηκε τόσο από τα κεφάλαια των ΗΠΑ όσο και από τη διαγραφή του χρέους της, με τη στήριξη των τελευταίων, το 1953. Η Δυτική Γερμανία επίσης ωφελήθηκε από τις μεταναστευτικές ροές που δέχτηκε από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σημαντικότατη συμβολή στη συνολική οικονομική ανάπτυξη των ετών 194873 είχαν επίσης οι εγχώριες εισροές κεφαλαίου και εργασίας.
Το τέλος του κεϊνσιανού μοντέλου
Για πληθώρα λόγων που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά το ποσοστό κέρδους των ώριμων καπιταλιστικών οικονομιών, της Δυτικής Ευρώπης συμπεριλαμβανομένων, άρχισε να συμπιέζεται αισθητά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στη σοβούσα κάμψη κερδοφορίας ήρθαν να προστεθούν προβλήματα στο διεθνές νομισματικό σύστημα που προέκυπταν από τις διογκούμενες ροές κεφαλαίων. Την ίδια περίοδο περίπου οι ΗΠΑ δέχτηκαν έντονες πληθωριστικές πιέσεις και ήρθαν αντιμέτωπες με ένα αυξανόμενο έλ
λειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών τους ως αποτέλεσμα των τεράστιων δαπανών τους για τον πόλεμο του Βιετνάμ και για την παγκόσμια αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ στον στρατιωτικοπολιτικό, τον οικονομικό αλλά και στον τομέα της κατάκτησης του διαστήματος. Με τη σειρά του το πρόγραμμα «Μεγάλη κοινωνία» του προέδρου Τζόνσον επιβάρυνε δυσανάλογα τα δημόσια οικονομικά. Επειτα από πολυσχιδείς αλυσιδωτές αντιδράσεις στις διεθνείς αγορές που προκάλεσαν οι άνωθεν αδυναμίες των ΗΠΑ και προκειμένου να μην εξαϋλωθούν τα αποθέματα χρυσού της Ουάσινγκτον μεταξύ 1971-73 ο πρόεδρος Νίξον διέλυσε ουσιαστικά το νομισματικό σύστημα του BW.
Ενώ η κάμψη κερδοφορίας εξελισσόταν σε κρίση υπερσυσσώρευσης, οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1974 αύξησαν δραματικά το κόστος των ενεργειακών εισροών με αποτέλεσμα να καμφθούν εκ νέου τόσο η κερδοφορία όσο και η ανταγωνιστικότητα των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών της αγοράς. Εκείνη την περίοδο παράλληλα στον καπιταλιστικό κόσμο η ανεργία και ο πληθωρισμός αυξάνονταν με ταχύτητα, εγκαινιάζοντας μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού 1 που διήρκεσε στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1970. Η «χρυσή εποχή» όπως και η κυριαρχία του κεϊνσιανού υποδείγματος στην εφαρμοσμένη πολιτική αλλά και την οικονομική επιστήμη είχαν φτάσει στο τέλος τους.