Δεν πεθαίνουν οι θεοί…
Ηταν «ένας θεός βρόμικος, αμαρτωλός. Ο πιο ανθρώπινος από τους θεούς» έγραφε για τον Ντιέγκο Μαραντόνα ο μεγάλος Εδουάρδο Γκαλεάνο στο βιβλίο του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», αποτυπώνοντας με χαρακτηριστική ακρίβεια το ποιόν του Αργεντινού θρύλου. «Ο μηχανισμός της εξουσίας τον είχε στο μάτι. Αυτός τους τα έσουρνε έξω από τα δόντια˙ αυτή η συμπεριφορά έχει το τίμημά της, η τιμή πληρώνεται τοις μετρητοίς και χωρίς έκπτωση. Και ο ίδιος ο Μαραντόνα τούς έκανε δώρο τη δικαιολογία, εξαιτίας αυτής της αυτοκτονικής του τάσης να προσφέρεται στο πιάτο στους πολλούς εχθρούς του και εξαιτίας αυτής της παιδικής ανευθυνότητας που τον σπρώχνει να πέσει σε όποια παγίδα του στήσουν…».
Αυτά έγραψε ο Γκαλεάνο και συμπλήρωνε: «Ο Μαραντόνα είπε πράγματα που τάραξαν το τέλμα. Δεν ήταν ο μοναδικός ατίθασος ποδοσφαιριστής, αλλά η φωνή του έδωσε παγκόσμιο συντονισμό στα πιο ανυπόφορα ερωτήματα. Ο Μαραντόνα είναι ανεξέλεγκτος όταν μιλάει, αλλά είναι ακόμη περισσότερο ανεξέλεγκτος όταν παίζει. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να προβλέψει τις διαβολιές αυτού του εφευρέτη εκπλήξεων, που δεν επαναλαμβάνεται ποτέ και ικανοποιείται αποδιοργανώνοντας τους υπολογιστές. Δεν είναι ένας γρήγορος παίκτης, ένα ταυράκι με κοντά πόδια, αλλά έχει την μπάλα ραμμένη στο πετσί του και έχει μάτια σε όλο του το κορμί…». Αυτός ήταν ο μεγάλος Ντιέγκο, ο Ντιεγκίτο που όλοι αγαπήσαμε. Ηταν η τέχνη στο χορτάρι, το απρόβλεπτο του νου, η επανάσταση των φτωχών, ήταν οι δαίμονες που τον κυνηγούσαν. Ηταν η –καλώς εννοούμενη– ποδοσφαιρική αλητεία, βγαλμένη από τους δρόμους και τις αλάνες, εκεί που στα παιδικά κι εφηβικά μας χρόνια όλοι λίγο πολύ ονειρευόμασταν και πιστεύαμε ότι είχαμε μέσα μας τον Μαραντόνα. Και θα τον έχουμε για πάντα…