Γρίπη Vs κορονοϊός
Θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας με αναφορές σε άγνωστο ιό που προκαλεί χιλιάδες θανάτους στο διάβα του, όμως αυτό που ζούμε ξεπερνάει και τον πιο ευφάνταστο σεναριογράφο.
Βέβαια πολλοί ερευνητές από την επιστημονική κοινότητα είχαν εγκαίρως προειδοποιήσει ότι οι θηριώδεις παρεμβάσεις του ανθρώπου στο οικοσύστημα θα επέφεραν ραγδαίες ανατροπές στην ούτως ή άλλως εύθραυστη ισορροπία του.
Φτάσαμε λοιπόν στον πυρήνα του προβλήματος και στη διαχείριση της λύσης του. Για να λύσουμε όμως το πρόβλημα θα πρέπει πρώτα να το κατανοήσουμε. Είναι χρήσιμη
λοιπόν η καταγραφή κάποιων στοιχείων που αφορούν διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στον ιό της γρίπης και τον SARS COV-2.
Οι πύλες εισόδου
Καταρχάς και οι δύο ιοί ανήκουν στην κατηγορία των RNA ιών, δηλαδή ενδύονται με ανθρώπινα κύτταρα με σκοπό να χρησιμοποιήσουν το γενετικό υλικό τους για να αναπαραχθούν.
Χρησιμοποιούν τις ίδιες πύλες εισόδου στο ανθρώπινο σώμα, δηλαδή τη στοματορινοφαρυγγική κοιλότητα και τους βλεννογόνους των ματιών. Ερχόμενοι οι ιοί σε επαφή με τα κύτταρα έχουμε τη λεγόμενη μόλυνση του οργανισμού, από την οποία αρχίζει η μέτρηση για τον χρόνο επώασης της νόσου, δηλαδή μέχρι την εμφάνιση των κλινικών συμπτωμάτων.
Εδώ οι χρόνοι αυτοί διαφέρουν: ενώ η γρίπη εμφανίζει συμπτώματα περίπου στις δυο τρεις ημέρες από τη μόλυνση, ο SARS COV-2 εμφανίζει στις πέντε έως εφτά ημέρες.
Ο πυρετός στη γρίπη είναι συνήθως αιφνίδιος και υψηλός με ρίγος (έως 39°C), διάρκειας πέντε ημερών περίπου˙ στον κορονοϊό ξεκινά με δέκατα τις πρώτες μέρες (37,137,5°) και στη συνέχεια ανεβαίνει μέχρι 39-39,5° και μπορεί να διαρκέσει από επτά έως δέκα ημέρες.
Ο βήχας και στις δύο ασθένειες είναι ξηρός. Πονόλαιμος απαντάται και στις δύο.
Δύσπνοια εμφανίζεται στην Covid-19 η οποία μπορεί να οδηγήσει τον άρρωστο σε μηχανικό αερισμό, ενώ αντιθέτως στη γρίπη η δύσπνοια μπορεί να είναι πολύ ελαφρά. Σημειωτέον ότι είναι χαρακτηριστικό το αίσθημα της εμφάνισης τεράστιου βάρους (πλάκωμα) στο στήθος, όπως το περιγράφουν άρρωστοι που νόσησαν.
Αγευσία και ανοσμία (δεν έχουμε γεύση και όσφρηση) είναι τα κατεξοχήν διαφοροποιά σημεία των δύο και τελευταία πια το διαπιστώνουμε κλινικώς όλο και περισσότερο στην Covid-19.
Αίσθημα κόπωσης με μυαλγίες και αρθραλγίες υπάρχει και στις δύο, αλλά υπερτερεί χρονικά στην Covid-19 και μεταπίπτει σε χρόνια κόπωση, διάρκειας μπορεί και αρκετών ημερών.
Εφίδρωση ως παρατήρηση κλινικής εμπειρίας είναι ιδιαιτέρως έντονη στην Covid-19 και διαρκεί αρκετές ημέρες.
Πονοκέφαλος υπάρχει και στις δύο.
Δυσδιάκριτα όρια
Συνοψίζοντας λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι κλινικώς τα όρια των δύο είναι δυσδιάκριτα και με σημαντικό βαθμό αλληλοεπικάλυψης, γι’ αυτό θα πρέπει πάντοτε να διενεργείται το τεστ με PCR για την Covid-19, για τη διαφορική διάγνωση των παραπλήσιων ιογενών λοιμώξεων και την αντιμετώπιση της σοβαρότερης από αυτές, που είναι η Covid-19.
Στην ακραία περίπτωση όπου ένας άρρωστος νοσεί και από τις δύο (δεδομένου ότι δεν εμβολιάστηκε για τη γρίπη) τότε η κατάσταση είναι αρκετά σοβαρή και δύσκολα αντιμετωπίσιμη, ιδιαιτέρως αν τυγχάνει να ανήκει και στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Σίγουρα θα χρειαστεί νοσηλεία, ενδεχομένως και ΜΕΘ.
Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε όλοι την αναγκαιότητα του αντιγριπικού εμβολιασμού στο μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, αλλά και του εμβολιασμού έναντι του πνευμονιόκοκκου εκεί που πραγματικά χρειάζεται, ώστε να δώσουμε τη δυνατότητα στον οργανισμό να αμυνθεί απερίσπαστα σε περίπτωση προσβολής από Covid-19.
Τα μόνα όπλα που διαθέτουμε αυτήν τη στιγμή είναι αφενός το ΕΣΥ, που τα όριά του δοκιμάζονται, και στη θεραπευτική μας φαρέτρα τα μονοκλωνικά αντισώματα για την αναχαίτιση των εισερχομένων στις ΜΕΘ και μακροπρόθεσμα τον μαζικό εμβολιασμό από αξιόπιστα εμβόλια που θα μας οδηγήσει στην πολυπόθητη ανοσία της αγέλης.
Η έλλειψη γεύσης και όσφρησης είναι το κατεξοχήν διαφοροποιό σημείο των δύο και τελευταία πια το διαπιστώνουμε κλινικώς όλο και περισσότερο στην Covid-19