Από αόρατη απειλή, συλλογικό τραύμα
Ηπρώτη καραντίνα ήταν μεγάλο τεστ για όλους/ες μας, καθώς αποτέλεσε μια προσπάθεια να εξοικειωθούμε με μια εμπειρία αποκομμένη από την οπτική που είχαμε διαμορφώσει για τον κόσμο. Ενα ανοίκειο βίωμα το οποίο δεν αφορούσε μόνο τον ίδιο τον περιορισμό στα σπίτια μας αλλά άγγιζε και πολύ πιο βαθιά συναισθήματα. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι αναφερόμαστε στον τρόπο που βιώνεται η καραντίνα στον δυτικό κόσμο. Στην Αφρική, για παράδειγμα, οι άνθρωποι είναι πιο εξοικειωμένοι με τις πανδημίες και ζουν σε αυτό το πλαίσιο εδώ και δεκαετίες.
Οι δικές μας γενιές –μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– δεν είχαν βιώσει ξανά μια τέτοια συνθήκη, δεν είχαν ακούσει αντίστοιχες ιστορίες από τους ηλικιωμένους και δεν φαντάζονταν ποτέ ότι θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με τέτοια απειλή. Η συνθήκη του περιορισμού κλονίζει τις βεβαιότητες γύρω από τον έλεγχο που πιστεύουμε ότι έχουμε πάνω στη ζωή μας. Πόσο επώδυνο όμως μπορεί να γίνει το βίωμα της καραντίνας; Ενας σημαντικός παράγοντας αφορά το αν υπάρχουν (και σε ποιον βαθμό) κοινωνικές υποστηρικτικές σχέσεις. Να εξετάσουμε αν η καραντίνα λειτουργεί ως συνθήκη πλήρους απομόνωσης για ορισμένα άτομα ή εάν γεννιούνται δυνατότητες να αναπτυχθούν εναλλακτικοί δεσμοί μέσα από το διαδίκτυο ή το τηλέφωνο.
Ο παράγοντας του ζωτικού προσωπικού χώρου
Ενας δεύτερος παράγοντας είναι ο ζωτικός προσωπικός χώρος. Κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας αναπτύχθηκε η καμπάνια «Μένουμε σπίτι». Σε αυτό το πλαίσιο αξιοποιήθηκαν καλλιτέχνες, influencers, γυμναστές και διάσημοι σεφ σε μια προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε και να περάσουμε ευχάριστα τον χρόνο μας. Πρόκειται για μια κατασκευή που χτίζεται μέσα στο μυαλό μας για τη σύνδεση του προσωπικού χώρου με την οικειότητα και την ασφάλεια. Αυτή η πρακτική όμως αφαιρεί από το προσκήνιο ανθρώπους χωρίς υποστηρικτικές σχέσεις και ζωτικό χώρο. Γι’ αυτές τις κοινωνικές ομάδες ο προσωπικός χώρος μπορεί να συνδεθεί με την εμπειρία της μοναξιάς, της κακοποίησης, της προδοσίας και της εγκατάλειψης.
Οι περισσότεροι τοποθετήθηκαν γύρω από τις καταστάσεις σύμφωνα με την κυριαρχία του μέσου όρου, με αποτέλεσμα να χαθούν πολλά υποκείμενα και περιεχόμενα που δεν αναδείχθηκαν ποτέ ως κεντρικά ζητήματα στον δημόσιο λόγο (όπως η ενδοοικογενειακή βία, οι άστεγοι και οι άνθρωποι με ψυχικές δυσκολίες). Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας και η αναμονή για ένα ραντεβού μπορεί να διαρκέσει ακόμη και έξι μήνες. Αναφέρω ένα ενδεικτικό παράδειγμα: γνωστή μου από την εθελοντική ομάδα που δημιουργήσαμε στην πρώτη καραντίνα ζήτησε βοήθεια από δομή ψυχικής υγείας τον Ιούνιο, την κάλεσαν τηλεφωνικά τον Σεπτέμβριο και τελικά της έκλεισαν ραντεβού για τον Φεβρουάριο του 2021. Η υπολειτουργία των δημόσιων δομών παίζει σημαντικό ρόλο. Δεν έχουν ληφθεί υπόψη στον σχεδιασμό της δεύτερης φάσης του lockdown (ούτε φυσικά την πρώτη φορά) τα ζητήματα ψυχικής υγείας, όπως και η αύξηση στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Σε αυτήν τη συνθήκη έχει μεγάλη σημασία να γίνει αντιληπτό ότι
δεν μπορούν να μπουν όλοι οι άνθρωποι κάτω από την ίδια ομπρέλα και ότι απαιτείται ειδική μέριμνα και φροντίδα.
Το βίωμα του πένθους και της απώλειας
Σταδιακά αρχίζει να γίνεται αντιληπτό πόσο επώδυνη είναι η συγκατοίκηση με ανθρώπους που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου και είναι ευάλωτοι, αλλά και πόσο ισχυρός είναι ο φόβος ότι ο καθένας από εμάς μπορεί να μεταφέρει τον ιό στους οικείους του. Πρόκειται για τρομακτική εμπειρία. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μεταδώσει τον ιό στους δικούς τους ανθρώπους και έχουν πεθάνει. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί ένα ανεξέλεγκτο κύμα συναισθημάτων.
Εξαιρετικά επιβαρυμένοι συναισθηματικά είναι και όσοι εργάζονται σε ευάλωτες δομές όπως τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν δημοσιευτεί στο εξωτερικό, η εμπειρία της καραντίνας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ψυχικού άγχους, της αίσθησης απομόνωσης και της ακατανόητης ενοχής. Δεν μπορούμε όμως να αφήσουμε έξω από το κάδρο την κοινωνική και οικονομική συγκυρία. Πολλοί άνθρωποι έχουν βρεθεί στα όριά τους επαγγελματικά. Είναι λάθος να «ψυχολογικο
Στο πλαίσιο διαχείρισης της καραντίνας αναδεικνύεται η ανάγκη να προβληθούν στον δημόσιο λόγο τα ζητήματα ψυχικής υγείας
ποιήσουμε» φυσιολογικά άγχη και αγωνίες που βιώνονται λόγω αντικειμενικών συνθηκών και πολιτικών χειρισμών. Η συνθήκη που ζούμε μπορεί να ενεργοποιήσει εσωτερικούς μηχανισμούς που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ψυχικό σύμπτωμα. Οι άνθρωποι όμως που αισθάνονται ευάλωτοι γιατί έμειναν άνεργοι, έκλεισαν τα μαγαζιά τους ή αποκλείστηκαν από την εργασία τους δεν εντάσσονται στην ίδια κατηγορία.
Το καλοκαίρι είδαμε ότι επιχειρήθηκε μια σταδιακή αποσύνδεση από το βίωμα του περιορισμού. Πολλοί αναζήτησαν τρόπους να εκτονώσουν την κατάσταση που είχαν βιώσει (π.χ. γάμοι, καλοκαιρινά πάρτι) και γι’ αυτό αντιμετωπίσαμε συμπεριφορές που μας θυμώνουν, αλλά μπορούμε να τις κατανοήσουμε αν τις εξετάσουμε με ψυχολογικούς όρους. Οι περισσότεροι είχαν την ανάγκη να επιστρέψουν σε μια βεβαιότητα για τη ζωή τους και να νιώσουν ότι τα πράγματα μπορούν να βιωθούν ξανά «φυσιολογικά».
Το καινούργιο στοιχείο με το οποίο ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι είναι το πένθος και η διαχείριση της απώλειας. Οι νεκροί δεν είναι πλέον αόρατοι. Βρίσκονται δίπλα μας. Ολοι γνωρίζουμε ανθρώπους που έχουν νοσήσει και όλοι ερχόμαστε σε πραγματική επαφή με τον ιό. Η πανδημία δεν είναι μια αφηρημένη απειλή που ακούμε στις ειδήσεις ή διαβάζουμε στις εφημερίδες. Την πρώτη φορά βιώναμε τους θανάτους μέσα από τις οθόνες μας, σαν κάτι που θα μπορούσε μεν να συμβεί αλλά ταυτόχρονα βρισκόταν και πολύ μακριά από μας. Αυτήν τη φορά απουσιάζει εντελώς η καμπάνια «Μένουμε σπίτι», αλλά και τα βίντεο στο διαδίκτυο για το πώς θα περάσουμε ευχάριστα τον χρόνο μας. Το βίωμα είναι πια πραγματικό. Ενα μεγάλο συλλογικό τραύμα το οποίο ενέχει την απειλή, τον θάνατο και την απώλεια. Δεν έχουμε ξαναζήσει αντίστοιχη εμπειρία μαζικών θανάτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Εχουμε δει τις εικόνες με τους πρόσφυγες στο Αιγαίο από το 2015, αλλά οι περισσότεροι δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι αυτό το γεγονός τους αφορούσε τόσο.
Η τεράστια αδυναμία του κράτους
Η πανδημία δεν είναι πια υπόθεση εργασίας ούτε κάτι που σχεδιάζεται ως προσομοίωση. Εχουμε αντιληφθεί το βάρος που κουβαλάει και την τεράστια αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί σε αυτές τις ειδικές συνθήκες. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι μεγάλες δυσκολίες που εμφανίζονται στην τηλεκπαίδευση. Η εμπειρία της τηλεκπαίδευσης (ουσιαστικά μιλάμε για ηχοεκπαίδευση γιατί δεν υπάρχει διάδραση) επιδρά στον ψυχισμό των παιδιών και στην ικανότητά τους να συγκροτούν τη σχέση τους με τον χώρο και τον χρόνο. Η δομή του σχολείου είναι παράγοντας που διευκολύνει τα παιδιά να βάζουν τάξη στο εσωτερικό χάος. Ειδικά τα παιδιά του νηπιαγωγείου αναπτύσσουν τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και την πρωτοβουλία τους σε αυτή την ηλικία. Η εμπειρία της εκπαίδευσης με τέτοιους περιορισμούς θα έχει ενδεχομένως επίδραση και στον ψυχισμό τους.
Γνωρίζουμε ότι η κοινωνία επηρεάζεται από την τηλεργασία, την κοινωνική απομόνωση και την ανεργία. Στη βιβλιογραφία αυτό συνδέεται με αισθήματα φόβου, αδυναμίας, απώλειας ελέγχου και μοναξιάς. Αυτή η πρωτόγνωρη συνθήκη ενεργοποιεί διεργασίες που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε βίαιες συμπεριφορές, αν δεν υπάρχει ένα υποστηρικτικό πλαίσιο φροντίδας. Το κάθε αρνητικό συναίσθημα που βιώνουμε ενδέχεται να ενεργοποιήσει σημεία «πυροκροτητές». Αυτά τα σημεία αναβιώνουν δικές μας εμπειρίες, καταγραμμένες στον ψυχικό μας χώρο με καθολικό τρόπο. Αν για παράδειγμα νιώθουμε έντονα την εμπειρία της μοναξιάς, κινδυνεύουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με όλο το βάρος που φέρνει η μοναξιά στη ζωή μας (και όχι μόνο με τη μοναξιά που ζούμε εκείνη τη στιγμή). Η σωματική ασφάλεια οφείλει να αποτελεί προτεραιότητα, όμως η ψυχική υγεία πρέπει να έρθει στο προσκήνιο ως θέμα, να μπει κι αυτή στο κάδρο προκειμένου να μην υποτιμηθούν οι συνέπειες που θα φέρει η πανδημία στο μέλλον. Καθώς ενισχύονται προϋπάρχουσες εμπειρίες, όταν λήξει το γεγονός που τις έχει πυροδοτήσει, αυτές θα εξακολουθούν να παραμένουν ενεργές. Επομένως η ανάγκη για ψυχική φροντίδα είναι σημαντική και μετά τη λήξη του lockdown.
Τέλος, έχει αξία να φτάσουμε στην αποδοχή και την κατανόηση ότι αυτή την εποχή ζούμε κάτι που είναι έξω από την εμπειρία μας. Οπως επισημαίνει ο ιστορικός Βασίλης Σύρος, οι πανδημίες φέρνουν στο προσκήνιο και στο κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής πρακτικές πολέμου. Γι’ αυτό και αποτελούν βαρόμετρο για το πόσο δημοκρατικοί είναι οι θεσμοί μας και για το αν γίνονται σεβαστά τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, σε 40 χώρες καταγράφεται αύξηση των περιστατικών καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων με αφορμή την καραντίνα, γεγονός αρκετά ανησυχητικό.
Η πανδημία δεν είναι πια υπόθεση εργασίας ούτε κάτι που σχεδιάζεται ως προσομοίωση. Εχουμε αντιληφθεί το βάρος που κουβαλάει και την τεράστια αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί σε αυτές τις ειδικές συνθήκες