Η οδός του μαρτυρίου
Μια απεικόνιση της σύλληψης του Αθανάσιου Διάκου-Χριστού, η αναγκαιότητα των ηρώων στη διαδικασία συγκρότησης του έθνους, ο σκληρός θάνατος του Απρίλη
Το μακρινό 1945 η χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου μας έδωσε τη δική της εκδοχή μιας σύνθεσης που πολύ αγάπησαν οι λαϊκοί και λαϊκότροποι ζωγράφοι μας –ο Θεόφιλος, ο Χρηστίδης, ο Μποστ–, τη «Σύλληψη του Αθανασίου Διάκου». Oπως και στις παλαιότερες εκδοχές της, έτσι και εδώ ο Διάκος κρατάει ακόμη στο δεξί του χέρι το σπασμένο σπαθί. Μα ο Τούρκος που σπεύδει αγριεμένα να τον ακινητοποιήσει διαπιστώνει ξαφνιασμένος πως δεν χρειάζεται· ο ήρωας έχει πάψει να πολεμά, ό,τι ήταν να πράξει το έπραξε. Το πρόσωπό του έχει πλέον γαληνέψει, το αριστερό του χέρι ακουμπά ήρεμα στο μέρος της καρδιάς και μια ελιά που γέρνει πάνω του εντείνει την απρόσμενα κατανυκτική ατμόσφαιρα. Ενας Ιούδας, με ανάμεικτη λύπη και ενοχή στο βλέμμα του, πλησιάζει για το φιλί της προδοσίας. Ο Διάκος της Λουκίας Μαγγιώρου είναι αναμφίβολα ο Ιησούς στο Ορος των Ελαιών.
«Χίλιοι τον πάνε από μπροστά και χίλιοι στο κατόπι». Στις 23 Απριλίου, μέρες του Πάσχα, ο Διάκος οδηγείται δέσμιος στη Λαμία. Τον φέρνουν στον Ομέρ Βρυώνη που του ζητά να τουρκέψει, καταπώς ο Πόντιος Πιλάτος ζήτησε από τον Ιησού να αποκηρύξει την ταυτότητά του. Ο Διάκος αρνείται: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ’ ν’ αποθάνω». Ο Τούρκος στρατηλάτης θαυμάζει τον ήρωα, προσπαθεί να τον σώσει, όπως ο Ρωμαίος έπαρχος τον Χριστό. Στον ρόλο όμως των Φαρισαίων ο Χαλίλ μπεης, ο τοπάρχης της Λαμίας, επιμένει να θανατωθεί ο Διάκος παραδειγματικά διότι εναντιώθηκε στο «δοβλέτι», το κράτος.
Ο Βρυώνης νίπτει τελικά και αυτός τας χείρας του και ο Διάκος ανεβαίνει τον γολγοθά κουβαλώντας ο ίδιος τον πάσσαλο, τον δικό του σταυρό του μαρτυρίου. Το σουβλί στήνεται ολόρθο, όπως ο σταυρός· ο διαβόητος ανασκολοπισμός είναι τα δικά του καρφιά. Δεμένος επάνω ο Διάκος χλευάζεται, λοιδορείται, υβρίζεται από το πλήθος. Αντέχει, μα όχι καρτερικά όπως ο Χριστός. Σε αντίθεση με εκείνον, απαντά στις βρισιές με βρισιές («μουρτάτες, να χαθείτε»). Αλλωστε νωρίς στη μέση της διαδρομής είχε πετάξει κάτω το σουβλί, αρνούμενος να συναινέσει στο μαρτύριό του. Είναι μάρτυρας, μα παραμένει μαχητής. Είναι ένας Χριστός-επαναστάτης, όπως τον φαντάστηκε ο Φώτης Κόντογλου στη μνημειώδη τοιχογραφία
του στο δημαρχείο των Αθηνών.
Οπως ο Χριστός, έτσι κι ο Διάκος κάποια στιγμή κατακλύζεται από το συναίσθημα. «Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάν’ η γης χορτάρι». Το σπαρακτικό δίστιχο είναι το δικό του «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», το δικό του «Ηλί Ηλί λαμά σαβαχθανί». Ο Διάκος γεννήθηκε το 1788· πέθανε το 1821. Σαν το Χριστό έμεινε κι αυτός για πάντα 33 χρόνων.
Τα πάθη του θεανθρώπου προοιωνίζονταν τη σωτηρία του ανθρώπου· τα πάθη του ήρωα προοιωνίζονταν την ανάσταση του έθνους, την παλιγγενεσία. Στο εθνικό πάνθεον ο Διάκος θα αναρτηθεί νωρίς με την προσωπογραφία που φιλοτέχνησε ο Διονύσιος Τσόκος το 1861. Εκκρεμούσε όμως η ανάληψή του. Θα έρθει έναν αιώνα αργότερα, το 1931, όταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης αναζητούσε τη δική του πνευματική Ελλάδα. Σ’ ένα ονειρικό, υπερβατικό τοπίο ο Διάκος με ιερατική περιβολή αναλήπτεται εν δόξη στους ουρανούς, έχοντας θεμελιώσει την απολύτρωση του έθνους με το επί γης έργο του.
Τα έθνη ως πολιτικές κοινότητες συγκροτήθηκαν σε διαπάλη με τις θρησκευτικές, μα ταυτόχρονα αναδύθηκαν μέσα από αυτές. Σε αντίθεση με εκείνες, πρόταξαν τους ήρωες και την ανδρεία – εκείνες χρειάστηκαν τους μάρτυρες και τη θυσία. Ακριβώς γι’ αυτό ο Διάκος ήταν απόλυτη ανάγκη αρχικά να αντισταθεί. Και ήταν απόλυ
τη ανάγκη κατόπιν να θυσιαστεί. Αν οι χριστιανοί μάρτυρες προσδοκούσαν την αιώνια γαλήνη του παραδείσου, οι εθνομάρτυρες έλπιζαν στην «αιώνιον μνήμην των μεταγενεστέρων» – αυτό έταζε και ο Διάκος στα παλικάρια του, έγραψε ο Χριστόφορος Περραιβός.
Η ξυλογραφία της Λουκίας Μαγγιώρου με τον Διάκο-Χριστό δημοσιεύτηκε την Πρωτομαγιά του 1945 σε ένα λεύκωμα που εξέδωσε το ΕΑΜ για να τιμήσει τους 200 της Καισαριανής και όσους ακόμη μαρτύρησαν στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. «Το θυσιαστήριο της λευτεριάς» ήταν ο τίτλος του. Μιλούσε για «μάρτυρες που πηγαίναν στη σφαγή και στην κρεμάλα τραγουδώντας, [που] λέγαν σαν το Διάκο “ένας Γραικός εχάθη” και πέθαιναν γαληνεμένα, γιατί ξαίρανε πως σωστά πασκίζανε…». Η ηττημένη Αριστερά, ταπεινωμένη στη Βάρκιζα, πρόβαλλε τους δικούς της μάρτυρες, τις δικές της θυσίες, προκειμένου να θεμελιώσει την ηθική της υπεροχή έναντι των αντιπάλων της.
Υπήρχε όμως και ο ποιητής. Σε μια άλλη συγκυρία, όταν τα μεγάλα συλλογικά που γεμίζουν με νόημα τη ζωή εξέλιπαν, θα θυμίζει πως εκείνον τον Απρίλη που ο Διάκος συνελήφθη «Γελούσε ο κάμπος […] Τ’ άνθη ευωδιούσαν/ Κι είπε απορώντας/ “Πώς να πεθάνω;”». Ο θάνατος δύσκολα γίνεται νοητός· τον Απρίλη γίνεται αδιανόητος. Μας το διαβεβαιώνει ο Κώστας Καρυωτάκης που συνομίλησε όσο κανείς μαζί του.
Αντίβαρο στη συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας, αντίσταση στον ευτελισμό του πολιτικού βίου, λόγος ενάντιος στη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου σε όλες τις μορφές του
Τα πάθη του θεανθρώπου προοιωνίζονταν τη σωτηρία του ανθρώπου· τα πάθη του ήρωα προοιωνίζονταν την ανάσταση του έθνους, την παλιγγενεσία