Συνταγές ζωής
Κάποτε ξεφύλλιζα ένα περιοδικό που έβαζε συχνά κείμενα του Παπαδιαμάντη και του Φώτη Κόντογλου κι έπεσα πάνω σ’ ένα άρθρο ανώνυμο που είχε για τίτλο «Ο καθαγιασμός των λέξεων». Και σκέφτηκα πως οι λέξεις είναι τα πιο αθώα αλλά και τα πιο επικίνδυνα όντα που υπάρχουν στον κόσμο, αφού κουβαλάνε τις καλύτερες και τις χειρότερες σημασίες που εφηύρε ο άνθρωπος. Ξεφύλλισα από τότε βιβλία και περιοδικά, άπειρα κείμενα και παρακολούθησα πώς συμπεριφέρονταν οι λέξεις ανάλογα με τις σημασίες που κουβαλούσαν. Συνάντησα λέξεις που χτυπάνε και πληγώνουν, που δαγκώνουν, άλλες που χαϊδεύουν, που γιατρεύουν και ημερώνουν, άλλες που αγριεύουν και θυμώνουν, που καλούν σε συναγερμό και ξεσηκώνουν.
«Αγιάζουν, μπάρμπα, οι λέξεις;» ρώτησα μια μέρα τον σοφό τάη-Σάββα τον γιδάρη που πήγαινε τα γίδια του απ’ την Καλλιθέα στη Νέα Σμύρνη γιατί εκεί είχε πιο νόστιμο και πιο παχύ χορτάρι. «Αγιάζουν, πώς δεν αγιάζουν» μου απάντησε. «Αμα πεις μιαν αγιασμένη ιστορία, τότε οι λέξεις αγιάζουν».
Κι έψαχνα από τότε να διηγηθώ μια ιστορία που να θυμίζει φάσεις της ζωής, που να ’χει μέσα λέξεις θετικές, λέξεις παράξενες, απόκοσμες και ξωτικές, αλλά και λέξεις αγιασμένες. Εφτασα και στους αγιασμένους ποιητές, τον Ρωμανό τον Μελωδό, τον Ιωάννη Κουκουζέλη, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό κι έπεσα πάνω σε μια ιστορία από την ακολουθία της Μεγάλης Εβδομάδας, την ιστορία του προφήτη Ιωνά που ψάλλεται τη Μεγαλοβδομάδα και την είπα με δικά μου λόγια:
Μεγάλη σαν τη Νινευή κι ωραία δεν είν’ άλλη μα οι κάτοικοί της ήτανε μπερμπάντηδες μεγάλοι. Κι είπε ο Γιαχβέ δε γίνεται κανείς να τους μερέψει, ας πέσει θειάφι και φωτιά για να τους καταστρέψει.
Αλλά την ύστερη στιγμή σκέφτηκε να τους δώσει μια ευκαιρία τελική, μακάρι να τους σώσει.
Κι είπε προφήτη μου Ιωνά άντε να τους μιλήσεις, να μετανιώσουν πρόσεξε να πεις και να τους ψήσεις.
Μα ο προφήτης Ιωνάς την είδε να ξεφύγει και του Θεού την προσταγή θέλησε ν’ αποφύγει. Και πήρε πλοίο κι έφυγε μα οι ναύτες απ’ τη σκούνα τον ρίξανε στη θάλασσα για να σταθεί η φουρτούνα.
Προφήτης είσαι του είπανε, γιατί δεν προφητεύεις; Είναι και κρίμα κι άδικο να θες να την ξεφύγεις. Και το μπελιά σου αν είν’ να βρεις, στο κάτω κάτω της γραφής, γιατί να τ’ αποφύγεις;