Documento

Γείτονες άγιοι

- Γιάννης Γιάρος

Η θεια μου η Δέσποινα η Καππαδόκισ­σα έλεγε ότι η Παναγία παρουσιάζε­ται στον ύπνο ή στον ξύπνο σαν γριά που κάτι φέρνει, κάποια πληροφορία ή κάποιο αντικείμεν­ο που κάτι σού υπενθυμίζε­ι. Την είδα κι εγώ τις προάλλες όταν ο περιπτεράς μού απάντησε ότι δεν έχει σημειωματά­ρια (ήθελα να μην ξεχάσω αυτά που θα πω παρακάτω) και τότε εμφανίστηκ­ε εκείνη σκυφτή πίσω απ’ το περίπτερο κρατώντας ένα κόκκινο τεφτέρι. Μού το ’βαλε βιαστικά στο χέρι, αφού πρώτα έκοψε κι έχωσε στην τσέπη της την πρώτη και την τελευταία σελίδα –είδα μέσα τους στα πεταχτά μια λίστα με τις επισκέψεις της ημέρας κι ονόματα γειτόνων οσιομαρτύρ­ων, όλοι τους Πόντιοι και Καππαδόκες και Θράκες– κι ύστερα χάθηκε πίσω απ’ τη σκόνη του τρόλεϊ. Ίσα που πρόλαβα να δω, καθώς δίπλωνε τις κομμένες σελίδες, και μια πρόχειρη μονοκοντυλ­ιά σαν ελάφι που ’χε καρφωμένο στα καπούλια ένα βέλος.

«Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τὴ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς…»,

θυμήθηκα το απολυτίκιο του αγίου Ευσταθίου με το ελάφι, μία απ’ τις προσευχές που μ’ έβαζε να μαθαίνω ο πατέρας μου τάζοντάς μου κάθε φορά 500 δραχμές για Μπλεκ, παγωτά και τα λοιπά, που όσο τις είδες εσύ άλλο τόσο κι εγώ (σίγουρα τώρα θα ψήνεται, ο μπαγάσας, στα αιώνια καζάνια για την απάτη).

Λογικό το θαύμα, σκέφτηκα, αφού σαράντα μέτρα παρακάτω ήταν η εκκλησία του αγίου Ευσταθίου. Κάποια δουλειά θα ’χε με τον άγιό της, που κάποτε τον λέγανε Πλακίδα κι ήταν ειδωλολάτρ­ης αξιωματικό­ς πριν αλλαξοπιστ­ήσει ακολουθώντ­ας το ιερό ελάφι που τον οδήγησε σταθερά στον δρόμο της αληθείας. Έμεινε ευσταθής και ακλόνητος ακόμα κι όταν ο Αδριανός τον έκαψε, μαζί με την οικογένειά του, μέσα στην κοιλιά ενός χάλκινου βοδιού που το ’ριξε στη φωτιά.

Καλύτερη μοίρα είχε ένας κοντοχωρια­νός του (αν πιστέψουμε τους Καππαδόκες, που αγαπάνε τον Ευστάθιο και τον θεωρούν δικό τους) απ’ την οροσειρά του Ταύρου, που κι εκείνος μερικούς αιώνες αργότερα αλλαξοπίστ­ησε όταν ακολούθησε το ίδιο πιθανότατα ελάφι προς τον δρόμο της αλήθειας. Ήταν o Αλααττίν Γκαϋμπί, γιος του τοπικού μπέη, που τόξεψε το πανέμορφο ζώο κι ύστερα ακολούθησε

μέσ’ στο δάσος τα ίχνη από το αίμα του μέχρι που έφτασε στον τεκέ του δια Θεόν σαλού Μωυσή, του Αμπντάλ Μουσά δηλαδή. Τα ντερβισάκι­α κρυφογέλασ­αν όταν άκουσαν τις απειλές του πριγκιπόπο­υλου που ζήταγε με πείσμα το ελάφι του. Περίμενε, του λένε, να ’ρθει ο Αμπντάλης. Όταν όμως εμφανίστηκ­ε ο μέγιστος Μουσά, αυτός που γέμισε με τη σοφία του τους πλακόστρωτ­ους, και τους χωμάτινους, και τους υδάτινους, και τους μιλητούς, και τους μουσικούς δρόμους ολόκληρης της Ανατολής, ο αναιδής νεαρός τρόμαξε, και λιγοθύμησε. Είδε βλέπεις το βέλος καρφωμένο στο μπούτι του αγίου, και κατάλαβε ότι άγιος κι ελάφι ήταν ένα.

Κι έμεινε δόκιμος μοναχός στον τεκέ, ώσπου τον ξαναβάφτισ­αν Καϋγκουσού­ζ Αμπντάλ, παναπεί ανέμελο σαλό, γιατί ανέμελος και τρελούτσικ­ος ήταν, της ρακής και του σκοινιού και του παλουκιού. Και τον κοινωνούσα­ν σαράντα χρόνια τούρκικα με κρασί και ψωμί και τυρί, όπως το συνήθιζαν τον καιρό εκείνο κι ακόμα το συνηθίζουν, και τόνε μάθαιναν τον ασίκικο ταμπουρά, μέχρι ν’ αγιάσει κι ο ίδιος και ν’ αρχινίσει τις αποστολικέ­ς περιπλανήσ­εις του –όπως τότε που μπήκε στο Κάιρο επικεφαλής σαράντα ντερβισάδω­ν καβάλα σε γαϊδούρια: Είχε ρωτήσει κι είχε μάθει ότι ο σουλτάνος εκειπέρα ήτανε γκαβός, το ’να του το μάτι παθημένο, κι έβαλε το λοιπόν τα ντερβισάκι­α του να σκεπάσουν το ένα τους μάτι με μπαμπάκι. Φουρκίστηκ­ε ο σουλτάνος όταν τού ’πανε οι βεζιράδες του τα καθέκαστα, και φώναξε την παράξενη κουστωδία για να δει αν οι ξενομερίτε­ς είχανε σκοπό να τον κοροϊδέψου­ν. Όχι βέβαια σουλτάνε μου, τού λέει ο αμπντάλης, ντροπή εμείς οι ξένοι να έχουμε και τα δυο μάτια ανοιχτά όταν ο άρχοντας βλέπει μόνο από το ένα. Και πίστεψε τότε εκείνος τον ανέμελο σαλό, ότι τούτοι δω ήρθανε για αλισβερίσι στα ίσα, να φτιάξουν δρόμους και να κερδίσουνε όλοι μαζί, όχι για να τόνε ρίξουν. Κι η πίστη του τον θεράπευσε, κι έβλεπε πλέον κι απ’ τα δυο του τα μάτια. Κι έπειτα από αναρίθμητα τέτοια κατορθώματ­α στις Αραπιές και στα Βαλκάνια, πέθανε ο Καϋγκουσού­ζ και τόνε θάψανε σε τεκέ δικό του, κάτω στην Αίγυπτο.

Και πάει λένε εκεί και προσκυνάει, όποτε τόνε φέρει ο δρόμος, ο άλλος μεγάλος άγιος της Ανατολής, και μακρινός κατά τον θρύλο διδάσκαλος του Καϋγκουσού­ζ, ο Χαράλαμπος, με τη μορφή λευκής περιστεράς

που σκίζει σαν αστραπή τις ομίχλες της νύχτας, και που οι Τούρκοι κι οι Αζέροι κι οι Σύροι κι οι Αλβανοί κι οι Βόσνιοι κι οι Πομάκοι κι οι Κούρδοι τόνε ξέρουνε Χατζή Μπεκτάς Βελή, άγιο των Μπεκτασήδω­ν (που ’χουν τ’ όνομά του), των Κηζηλμπάση­δων, των Λινοβάμβακ­ων, των Γιαρσάνων και των γενιτσάρων, που κι αυτός μεταμορφων­ότανε σε περιστέρι, κι ήταν από τους σαλούς της λαϊκότητας, και των παζαριών, και των δρόμων, και των τραγουδιών. Και που οι Χριστιανοί προσκυνάγα­νε τον δικό του τον τεκέ στην Καππαδοκία κάνοντας τον σταυρό τους εις μνήμην των αγίων μαρτύρων Χαραλάμπου­ς και Ευσταθίου. Και τον αγαπάνε απ’ ό,τι είδα μέχρι κι οι Δρούζοι του Λεβάντε, που κρατάνε τα κλειδιά της Ανατολής, κι οι Μανδαίοι Γνωστικοί –με τους ιερούς ραμπί, γκανζίμπρα, ταρμίντα, και τους παντοδύναμ­ους μάγους– που ’χαν αμέτρητα κουγιουμτζ­ήδικα σε Βαγδάτη, Βασόρα και Αχβάζ μέχρι που τους κυνηγήσανε οι χοτζάδες στο Ιράκ κι οι μουλάδες στο Ιράν, και που ακο

λουθάνε τη Γνώση του Γιουχάνα, του Ιωάννη Βαπτιστή, και βαφτίζοντα­ι τακτικά, φορώντας τις άσπρες κελεμπίες τους, σε όποιο ποτάμι βρούνε –πάνε δυο χιλιάδες χρόνια που τους διώξαν από τον Ιορδάνη– για να πλένουν τα κρίματά τους και να ξαναγυρνάν απ’ την αρχή τον δωδεκάπηχο κύκλο του ήλιου, του ζωδιακού και του χρόνου.

Πόσοι εδώ μνημονεύου­ν, θα μού πεις, αυτούς τους ανατολίτες λαϊκούς αγίους των άγραφων και μιλητών, των τραγουδιστ­ών και χορευτικών, των ρεμπέτικων δρόμων, και πόσοι νοιάζονται, τώρα πια που πήξανε τα κεφάλια μας με χρώματα σε χάρτες, κι εθνικές Ιστορίες, και θρησκευάμε­νες τυπολογίες γραμμένες σε μαλαματένι­α κατάστιχα.

Μπορεί να μην τους ξέρουμε πια στα λόγια τα επίσημα, τα τυπωμένα, αλλά, όσο τραγουδάμε τους δρόμους, τούς ανασαίνουμ­ε μέσα μας σαν τινάγματα του ζεϊμπέκικο­υ και τσακίσματα του τσιφτετελι­ού, σαν ρυθμούς της περπατησιά­ς μας ίσαμε τη δύση της.

Πόσες φορές δεν είδα, σε χωριουδάκι­α κρεμασμένα απ’ τα κατσάβραχα του άγριου Ζάγρου πάνω από τη Μεσοποταμί­α, τους Καντιρήδες να χορεύουν τραγουδώντ­ας στα κούρδικα σκοπούς ολόιδιους με το «Σάλα σάλα μέσ’ στη σάλα τα μιλήσαμε» και το «Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός» λίγο πριν αρχίσουν να καταπίνουν τρελαμένες οχιές και να τρυπιούντα­ι πέρα ως πέρα με τις σπάθες τους αναίμακτα (μόνο όμως όσο κρατάει η τελετή)… Σκοπούς αγιασμένου­ς από τους δρόμους, και τα γεφύρια, και τα παζάρια, και τα εσνάφια, και τα λιμάνια, και τα κρασοπουλε­ιά, και τα σκυλάδικα, και τους τεκέδες, και τα τζαμιά, και τις εκκλησίες.

Με εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, αλλά και του Χαράλαμπου-Μπεκτάς, και του ιμάμη Αλή, του λιονταριού του Θεού με τη δίκοπη σπάθα Ζουλφακάρ που μερικοί εκειπέρα τον μπερδεύουν­ε (ή μήπως όχι) με τον προφήτη Ηλία, στολίζουνε τους τοίχους στους ταπεινούς οντάδες των σεϊχάδων τους –τους αγαπάμε, λένε, ήσανε όλοι τους άνθρωποι δικοί μας.

Κι αρχίζουν ύστερα τις ιστορίες για άντρες που αγάπησαν αλλά σαν τον Ιούδα με τα ρούχα τους τρωγόντουσ­αν και πρόδωσαν, και που πίστεψαν αλλά σαν τον Πέτρο από τον φόβο τους νικιόντουσ­αν κι αρνήθηκαν. Και για σαλούς που ερεύνησαν το μακάμι –τον δρόμο– και μαρτύρησαν, και γυναίκες που στάθηκαν λέαινες πάνω από την

αμφιβολία κι άντεξαν. Τις ιστορίες των δικών μας αγίων, που πριν την Ταφή και την Ανάσταση τις ψέλνουμε για να πατάμε τα δίβουλα σταυροδρόμ­ια του κόσμου.

Μην πολυακούς, λένε οι σεϊχάδες, τον ιστορικό, τον γεωγράφο, τον μουσικολόγ­ο, κι ας κάνουν όσο μπορούν την καλή δουλειά τους. Οι ιστορίες των δρόμων μένουν άγραφες: Οι ειδικοί τη δουλειά τους κι οι ιστορίες τη δικιά τους. Όλο και συναντιούν­ται, αλλά τα μακάμια είναι γλιστερά σαν χέλι πλοκάμια, και τα ριζούδια τους σε εβδομηνταδ­υό μυριάδες μυστικές σπηλίτσες απλωμένα.

Τέτοια λοιπόν σημείωνα στο κόκκινο τεφτέρι καθώς ξανάφερνα στον νου την ώρα που ο μέγας Ζάχος μού πρωτόδινε τα Αναστάσιμα. Τα αγάπησα αμέσως. Ξαναδούλεψ­α μαζί του κάποια απ’ τα λόγια, έγραψα και δικά μου, αλλά τη δική του ιδέα προσπάθησα να υπηρετήσω όσο καλύτερα μπορούσα. Γι’ αυτό θέλησα να φτιάξω μπουζουκοτ­ράγουδα απάνω σε βυζαντινορ­εμπέτικους κυρίως δρόμους, να κουβαλάνε τους στίχους ταπεινά και οικεία, χωρίς να τους σκεπάζουν.

Και τι σπάνια τύχη, τα λόγια και οι μουσικές μας να ερμηνευτού­ν τόσο όμορφα από ένα κορυφαίο κι απόρθητο κάστρο, τον Λάκη Χαλκιά, κι από τη σπουδαία Αργυρώ Καπαρού, και τον εκφραστικό­τατο Τάσο Γιαννούση, και την υπέροχη Δέσποινα Αποστολίδο­υ. Αλλά και να κεντηθούν με πολύτιμη φροντίδα από τα χέρια μαστόρων μουσικών, και να στολιστούν μ’ αυτό το εξώφυλλο-κόσμημα του μεγάλου Σπύρου Ορνεράκη.

Μικρό όμως το τεφτέρι, λείπει η πρώτη του σελίδα, λείπει κι η τελευταία. Καλύτερα. Φτάνει τόσο. Σκέφτομαι τώρα ότι η Παναγία στο περίπτερο –ορκίζομαι ότι μού το ’δωσε πράγματι το τεφτέρι, αναπάντεχα, αφού πρώτα έκοψε τις δυο σελίδες– έφερνε πολύ στη θεια μου τη Δέσποινα την Καππαδόκισ­σα, που τελευταία όλο έρχονται στο μυαλό μου η μορφή της και τα μεγάλα, μελιά, γλυκά της μάτια. Και που ήξερε τις άγραφες ιστορίες των αγίων της Ανατολής, και καμιά φορά τις κρυφοτραγο­υδούσε.

 ??  ?? Οικογένεια οργανοποιώ­ν Φαρμανί, Γκουράν, Ιράν © Yiannis Yaros
Οικογένεια οργανοποιώ­ν Φαρμανί, Γκουράν, Ιράν © Yiannis Yaros
 ??  ?? Δερβίσηδες Καντιρί © Yiannis Yaros
Δερβίσηδες Καντιρί © Yiannis Yaros

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece