Γείτονες άγιοι
Η θεια μου η Δέσποινα η Καππαδόκισσα έλεγε ότι η Παναγία παρουσιάζεται στον ύπνο ή στον ξύπνο σαν γριά που κάτι φέρνει, κάποια πληροφορία ή κάποιο αντικείμενο που κάτι σού υπενθυμίζει. Την είδα κι εγώ τις προάλλες όταν ο περιπτεράς μού απάντησε ότι δεν έχει σημειωματάρια (ήθελα να μην ξεχάσω αυτά που θα πω παρακάτω) και τότε εμφανίστηκε εκείνη σκυφτή πίσω απ’ το περίπτερο κρατώντας ένα κόκκινο τεφτέρι. Μού το ’βαλε βιαστικά στο χέρι, αφού πρώτα έκοψε κι έχωσε στην τσέπη της την πρώτη και την τελευταία σελίδα –είδα μέσα τους στα πεταχτά μια λίστα με τις επισκέψεις της ημέρας κι ονόματα γειτόνων οσιομαρτύρων, όλοι τους Πόντιοι και Καππαδόκες και Θράκες– κι ύστερα χάθηκε πίσω απ’ τη σκόνη του τρόλεϊ. Ίσα που πρόλαβα να δω, καθώς δίπλωνε τις κομμένες σελίδες, και μια πρόχειρη μονοκοντυλιά σαν ελάφι που ’χε καρφωμένο στα καπούλια ένα βέλος.
«Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τὴ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς…»,
θυμήθηκα το απολυτίκιο του αγίου Ευσταθίου με το ελάφι, μία απ’ τις προσευχές που μ’ έβαζε να μαθαίνω ο πατέρας μου τάζοντάς μου κάθε φορά 500 δραχμές για Μπλεκ, παγωτά και τα λοιπά, που όσο τις είδες εσύ άλλο τόσο κι εγώ (σίγουρα τώρα θα ψήνεται, ο μπαγάσας, στα αιώνια καζάνια για την απάτη).
Λογικό το θαύμα, σκέφτηκα, αφού σαράντα μέτρα παρακάτω ήταν η εκκλησία του αγίου Ευσταθίου. Κάποια δουλειά θα ’χε με τον άγιό της, που κάποτε τον λέγανε Πλακίδα κι ήταν ειδωλολάτρης αξιωματικός πριν αλλαξοπιστήσει ακολουθώντας το ιερό ελάφι που τον οδήγησε σταθερά στον δρόμο της αληθείας. Έμεινε ευσταθής και ακλόνητος ακόμα κι όταν ο Αδριανός τον έκαψε, μαζί με την οικογένειά του, μέσα στην κοιλιά ενός χάλκινου βοδιού που το ’ριξε στη φωτιά.
Καλύτερη μοίρα είχε ένας κοντοχωριανός του (αν πιστέψουμε τους Καππαδόκες, που αγαπάνε τον Ευστάθιο και τον θεωρούν δικό τους) απ’ την οροσειρά του Ταύρου, που κι εκείνος μερικούς αιώνες αργότερα αλλαξοπίστησε όταν ακολούθησε το ίδιο πιθανότατα ελάφι προς τον δρόμο της αλήθειας. Ήταν o Αλααττίν Γκαϋμπί, γιος του τοπικού μπέη, που τόξεψε το πανέμορφο ζώο κι ύστερα ακολούθησε
μέσ’ στο δάσος τα ίχνη από το αίμα του μέχρι που έφτασε στον τεκέ του δια Θεόν σαλού Μωυσή, του Αμπντάλ Μουσά δηλαδή. Τα ντερβισάκια κρυφογέλασαν όταν άκουσαν τις απειλές του πριγκιπόπουλου που ζήταγε με πείσμα το ελάφι του. Περίμενε, του λένε, να ’ρθει ο Αμπντάλης. Όταν όμως εμφανίστηκε ο μέγιστος Μουσά, αυτός που γέμισε με τη σοφία του τους πλακόστρωτους, και τους χωμάτινους, και τους υδάτινους, και τους μιλητούς, και τους μουσικούς δρόμους ολόκληρης της Ανατολής, ο αναιδής νεαρός τρόμαξε, και λιγοθύμησε. Είδε βλέπεις το βέλος καρφωμένο στο μπούτι του αγίου, και κατάλαβε ότι άγιος κι ελάφι ήταν ένα.
Κι έμεινε δόκιμος μοναχός στον τεκέ, ώσπου τον ξαναβάφτισαν Καϋγκουσούζ Αμπντάλ, παναπεί ανέμελο σαλό, γιατί ανέμελος και τρελούτσικος ήταν, της ρακής και του σκοινιού και του παλουκιού. Και τον κοινωνούσαν σαράντα χρόνια τούρκικα με κρασί και ψωμί και τυρί, όπως το συνήθιζαν τον καιρό εκείνο κι ακόμα το συνηθίζουν, και τόνε μάθαιναν τον ασίκικο ταμπουρά, μέχρι ν’ αγιάσει κι ο ίδιος και ν’ αρχινίσει τις αποστολικές περιπλανήσεις του –όπως τότε που μπήκε στο Κάιρο επικεφαλής σαράντα ντερβισάδων καβάλα σε γαϊδούρια: Είχε ρωτήσει κι είχε μάθει ότι ο σουλτάνος εκειπέρα ήτανε γκαβός, το ’να του το μάτι παθημένο, κι έβαλε το λοιπόν τα ντερβισάκια του να σκεπάσουν το ένα τους μάτι με μπαμπάκι. Φουρκίστηκε ο σουλτάνος όταν τού ’πανε οι βεζιράδες του τα καθέκαστα, και φώναξε την παράξενη κουστωδία για να δει αν οι ξενομερίτες είχανε σκοπό να τον κοροϊδέψουν. Όχι βέβαια σουλτάνε μου, τού λέει ο αμπντάλης, ντροπή εμείς οι ξένοι να έχουμε και τα δυο μάτια ανοιχτά όταν ο άρχοντας βλέπει μόνο από το ένα. Και πίστεψε τότε εκείνος τον ανέμελο σαλό, ότι τούτοι δω ήρθανε για αλισβερίσι στα ίσα, να φτιάξουν δρόμους και να κερδίσουνε όλοι μαζί, όχι για να τόνε ρίξουν. Κι η πίστη του τον θεράπευσε, κι έβλεπε πλέον κι απ’ τα δυο του τα μάτια. Κι έπειτα από αναρίθμητα τέτοια κατορθώματα στις Αραπιές και στα Βαλκάνια, πέθανε ο Καϋγκουσούζ και τόνε θάψανε σε τεκέ δικό του, κάτω στην Αίγυπτο.
Και πάει λένε εκεί και προσκυνάει, όποτε τόνε φέρει ο δρόμος, ο άλλος μεγάλος άγιος της Ανατολής, και μακρινός κατά τον θρύλο διδάσκαλος του Καϋγκουσούζ, ο Χαράλαμπος, με τη μορφή λευκής περιστεράς
που σκίζει σαν αστραπή τις ομίχλες της νύχτας, και που οι Τούρκοι κι οι Αζέροι κι οι Σύροι κι οι Αλβανοί κι οι Βόσνιοι κι οι Πομάκοι κι οι Κούρδοι τόνε ξέρουνε Χατζή Μπεκτάς Βελή, άγιο των Μπεκτασήδων (που ’χουν τ’ όνομά του), των Κηζηλμπάσηδων, των Λινοβάμβακων, των Γιαρσάνων και των γενιτσάρων, που κι αυτός μεταμορφωνότανε σε περιστέρι, κι ήταν από τους σαλούς της λαϊκότητας, και των παζαριών, και των δρόμων, και των τραγουδιών. Και που οι Χριστιανοί προσκυνάγανε τον δικό του τον τεκέ στην Καππαδοκία κάνοντας τον σταυρό τους εις μνήμην των αγίων μαρτύρων Χαραλάμπους και Ευσταθίου. Και τον αγαπάνε απ’ ό,τι είδα μέχρι κι οι Δρούζοι του Λεβάντε, που κρατάνε τα κλειδιά της Ανατολής, κι οι Μανδαίοι Γνωστικοί –με τους ιερούς ραμπί, γκανζίμπρα, ταρμίντα, και τους παντοδύναμους μάγους– που ’χαν αμέτρητα κουγιουμτζήδικα σε Βαγδάτη, Βασόρα και Αχβάζ μέχρι που τους κυνηγήσανε οι χοτζάδες στο Ιράκ κι οι μουλάδες στο Ιράν, και που ακο
λουθάνε τη Γνώση του Γιουχάνα, του Ιωάννη Βαπτιστή, και βαφτίζονται τακτικά, φορώντας τις άσπρες κελεμπίες τους, σε όποιο ποτάμι βρούνε –πάνε δυο χιλιάδες χρόνια που τους διώξαν από τον Ιορδάνη– για να πλένουν τα κρίματά τους και να ξαναγυρνάν απ’ την αρχή τον δωδεκάπηχο κύκλο του ήλιου, του ζωδιακού και του χρόνου.
Πόσοι εδώ μνημονεύουν, θα μού πεις, αυτούς τους ανατολίτες λαϊκούς αγίους των άγραφων και μιλητών, των τραγουδιστών και χορευτικών, των ρεμπέτικων δρόμων, και πόσοι νοιάζονται, τώρα πια που πήξανε τα κεφάλια μας με χρώματα σε χάρτες, κι εθνικές Ιστορίες, και θρησκευάμενες τυπολογίες γραμμένες σε μαλαματένια κατάστιχα.
Μπορεί να μην τους ξέρουμε πια στα λόγια τα επίσημα, τα τυπωμένα, αλλά, όσο τραγουδάμε τους δρόμους, τούς ανασαίνουμε μέσα μας σαν τινάγματα του ζεϊμπέκικου και τσακίσματα του τσιφτετελιού, σαν ρυθμούς της περπατησιάς μας ίσαμε τη δύση της.
Πόσες φορές δεν είδα, σε χωριουδάκια κρεμασμένα απ’ τα κατσάβραχα του άγριου Ζάγρου πάνω από τη Μεσοποταμία, τους Καντιρήδες να χορεύουν τραγουδώντας στα κούρδικα σκοπούς ολόιδιους με το «Σάλα σάλα μέσ’ στη σάλα τα μιλήσαμε» και το «Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός» λίγο πριν αρχίσουν να καταπίνουν τρελαμένες οχιές και να τρυπιούνται πέρα ως πέρα με τις σπάθες τους αναίμακτα (μόνο όμως όσο κρατάει η τελετή)… Σκοπούς αγιασμένους από τους δρόμους, και τα γεφύρια, και τα παζάρια, και τα εσνάφια, και τα λιμάνια, και τα κρασοπουλειά, και τα σκυλάδικα, και τους τεκέδες, και τα τζαμιά, και τις εκκλησίες.
Με εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, αλλά και του Χαράλαμπου-Μπεκτάς, και του ιμάμη Αλή, του λιονταριού του Θεού με τη δίκοπη σπάθα Ζουλφακάρ που μερικοί εκειπέρα τον μπερδεύουνε (ή μήπως όχι) με τον προφήτη Ηλία, στολίζουνε τους τοίχους στους ταπεινούς οντάδες των σεϊχάδων τους –τους αγαπάμε, λένε, ήσανε όλοι τους άνθρωποι δικοί μας.
Κι αρχίζουν ύστερα τις ιστορίες για άντρες που αγάπησαν αλλά σαν τον Ιούδα με τα ρούχα τους τρωγόντουσαν και πρόδωσαν, και που πίστεψαν αλλά σαν τον Πέτρο από τον φόβο τους νικιόντουσαν κι αρνήθηκαν. Και για σαλούς που ερεύνησαν το μακάμι –τον δρόμο– και μαρτύρησαν, και γυναίκες που στάθηκαν λέαινες πάνω από την
αμφιβολία κι άντεξαν. Τις ιστορίες των δικών μας αγίων, που πριν την Ταφή και την Ανάσταση τις ψέλνουμε για να πατάμε τα δίβουλα σταυροδρόμια του κόσμου.
Μην πολυακούς, λένε οι σεϊχάδες, τον ιστορικό, τον γεωγράφο, τον μουσικολόγο, κι ας κάνουν όσο μπορούν την καλή δουλειά τους. Οι ιστορίες των δρόμων μένουν άγραφες: Οι ειδικοί τη δουλειά τους κι οι ιστορίες τη δικιά τους. Όλο και συναντιούνται, αλλά τα μακάμια είναι γλιστερά σαν χέλι πλοκάμια, και τα ριζούδια τους σε εβδομηνταδυό μυριάδες μυστικές σπηλίτσες απλωμένα.
Τέτοια λοιπόν σημείωνα στο κόκκινο τεφτέρι καθώς ξανάφερνα στον νου την ώρα που ο μέγας Ζάχος μού πρωτόδινε τα Αναστάσιμα. Τα αγάπησα αμέσως. Ξαναδούλεψα μαζί του κάποια απ’ τα λόγια, έγραψα και δικά μου, αλλά τη δική του ιδέα προσπάθησα να υπηρετήσω όσο καλύτερα μπορούσα. Γι’ αυτό θέλησα να φτιάξω μπουζουκοτράγουδα απάνω σε βυζαντινορεμπέτικους κυρίως δρόμους, να κουβαλάνε τους στίχους ταπεινά και οικεία, χωρίς να τους σκεπάζουν.
Και τι σπάνια τύχη, τα λόγια και οι μουσικές μας να ερμηνευτούν τόσο όμορφα από ένα κορυφαίο κι απόρθητο κάστρο, τον Λάκη Χαλκιά, κι από τη σπουδαία Αργυρώ Καπαρού, και τον εκφραστικότατο Τάσο Γιαννούση, και την υπέροχη Δέσποινα Αποστολίδου. Αλλά και να κεντηθούν με πολύτιμη φροντίδα από τα χέρια μαστόρων μουσικών, και να στολιστούν μ’ αυτό το εξώφυλλο-κόσμημα του μεγάλου Σπύρου Ορνεράκη.
Μικρό όμως το τεφτέρι, λείπει η πρώτη του σελίδα, λείπει κι η τελευταία. Καλύτερα. Φτάνει τόσο. Σκέφτομαι τώρα ότι η Παναγία στο περίπτερο –ορκίζομαι ότι μού το ’δωσε πράγματι το τεφτέρι, αναπάντεχα, αφού πρώτα έκοψε τις δυο σελίδες– έφερνε πολύ στη θεια μου τη Δέσποινα την Καππαδόκισσα, που τελευταία όλο έρχονται στο μυαλό μου η μορφή της και τα μεγάλα, μελιά, γλυκά της μάτια. Και που ήξερε τις άγραφες ιστορίες των αγίων της Ανατολής, και καμιά φορά τις κρυφοτραγουδούσε.