Τα Αναστάσιμα του Χαλκιά
Ηρθε ο Γιάννης Γιάρος να μελετήσουμε τα νέα τραγούδια που έγραψε. H χημεία η πνευματική, η συναισθηματική και η νοητική εκπήγασε από τη θύμηση που είχα από τη δεκαετία του ’80, όταν διάβασα το βιβλίο «Πόντιοι» του φίλου Ζάχου Παπαζαχαρίου, ο οποίος χαρακτηριστικά συμπεριέλαβε και ανέλυσε στη μελέτη του τον στίχο: «τα γράμματα φαντάσματα, υιέ μ’ τη λύρα σ’ παίξον», μ’ άλλα λόγια: τα γράμματα σε κάνουν φαντασμένο, εσύ γιε μου παίζε τη λύρα σου. Βέβαια, η βαθύτερη ανάλυση, όπως τη γράφει ο ίδιος, είναι η εξής: υπάρχει άμεση και ξεκάθαρη συνείδηση της διαφοράς (ειδοποιός διαφορά) ανάμεσα στους δύο τρόπους μόρφωσης… Δηλαδή «ο τρόπος της επίσημης μόρφωσης με τα γράμματα και το σχολείο οδηγούσε το παιδί, το νέο, σε μια ατομικιστική θεώρηση του κόσμου και της κοινωνίας, τον ξέκοβε από την ομάδα της καταγωγής του». Ακόμη, «ο τρόπος της μόρφωσης με τη ρυθμική και μελωδική μνήμη, με τη λύρα, ήταν ο μόνος που κράταγε τον νέο στην ομάδα της καταγωγής του, που τον έκανε φορέα των σχέσεων παραγωγής της και των παραδόσεών της» (απόσπασμα από το βιβλίο «Είμαστε Πόντιοι», Ε. Ζάχου, Εκδόσεις Καραμπερόπουλος, Αθήνα 1984).
Τα «Αναστάσιμα» λοιπόν, που επιτιτλίζουν την παρούσα συνεργασία – εργασία μας, δίνουν τη λύρα στον απλό πολίτη-λαό και αποκαλύπτουν την άλλη πτυχή της φιλοσοφίας των ρεμπέτικων, όπως μας τα παρουσίασε ο Μάνος Χατζιδάκις, που λέγεται «θρησκευτικότητα» και που η παρούσα υπέρβαση είναι το άκρως αντίθετο της «μικροαστικής» θρησκευόμενης συνείδησης. Στην ίδια γραμμή, ο μέγας Σπ. Ορνεράκης σκιαγραφεί και σκιτσογραφεί τον δισυπόστατο σημερινό πολίτη-Χριστό και τον αγιογραφεί με τα νευρώδη χαρακτηριστικά του, ταιριάζοντας τη λύρα του – μπουζούκι – ταμπουρά – θαμπούρα
– πανδουρίδα, συνδέοντας το σακάκι και το πουκάμισο με το ασκητικό ράσο, σκιτσάροντας το αριστερό χέρι κάτω από τους επίτιτλους και τα ονόματα να πατάει τους μπερντέδες του οργάνου για να βγαίνουν σωστές οι φωνές.
Εδώ έμαθα ότι ο Ζάχος μαθήτευσε στη βυζαντινή μουσική με δάσκαλο τον Σίμωνα Καρά. Η Αργυρώ Καπαρού, ο Τάσος Γιαννούσης και η Δέσποινα Αποστολίδου «συσταυρωθήκανε» μαζί μου στην ερμηνεία της μικρομελισματικής απόδοσης, της συνθετικής ιδιοφυούς προσέγγισης πάνω στην παραδεδομένη «κλασική» ρεμπέτικη συνθετική αντίληψη, με την οποία επικαιροποιεί τις λεπτές αποχρώσεις αυτής της εκατοντάχρονης πλέον παράδοσης.
Τέλος, ξαναγυρίζω στην ίδια τη μουσική σκέψη που δόμησε αυτό το έργο και ανέδειξε παραδειγματικά τα πρόσωπα και τις εντός εισαγωγικών «λαϊκές καταστάσεις» ως το καταστάλαγμα όλων αυτών των κοινών ηρώων που βρίσκουμε στους προφορικούς πολιτισμούς της κοινής μας παράδοσης των λαών της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η μακροσκοπική εικόνα του ίδιου του έργου, ιδωμένη ενορχηστρωτικά, μυρίζει εμπειρία βγαλμένη από επιτόπια έρευνα στους προφορικούς πολιτισμούς που προαναφέραμε και σπαράγματα από τελετουργικές μουσικές εικόνες, λόγια αφομοιωμένες. Ακόμη και άλλα μοτίβα λαϊκών μουσικών που διανθίζουν τα «Αναστάσιμα» με προέλευση από πληθυσμούς με την ίδια βιωματική κουλτούρα (δομημένη πάνω στις ελληνιστικές καταβολές μειονοτικών και ετεροδόξων λαών, από Τουρκία, Ιράν, Ιράκ κ.λπ.).
Τα «Αναστάσιμα» αποτελούν έπαινο για τον συνθέτη γιατί με συμπαρασύρει κι εμένα τραγουδιστικά στην κατάθεση της ζώσης μαθητείας του, πλάι σε σπουδαίους, συνειδητοποιημένους μουσικούς, «δερβίσηδες» και άλλους, και στη Μέση Ανατολή. Προσβλέπω σε ένα πολύτεχνο έργο με βάση τη μουσική του Γιάννη. Ερρωσθε για την κάθε Ανάσταση!