Η ανέχεια είναι η αιτία της παραίτησης
Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ μιλάει με αφορμή την έκδοση των δύο μελετών του
Θέλοντας να συμβάλει στον εθνικό συλλογικό αναστοχασμό στον οποίο καλεί ο εορτασμός των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στη Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών (ΕΚΠΑ) Νίκος Παναγιωτόπουλος και η επιστημονική του ομάδα συνέθεσαν δυο μελέτες («Οι πολίτες μιλούν για την Ελλάδα» και «Οι αφανείς: Κοινωνιολογία των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα», εκδόσεις Πεδίο) στις οποίες ο λόγος περνά στους «καθημερινούς» πολίτες. Αναζητήσαμε τον καθηγητή για να συζητήσουμε για την αντίληψη των πολιτών σχετικά με τη θέση τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η κοινωνιολογία.
Ποιο στόχο θέσατε με την εκπόνηση των δυο ερευνών;
Να θέσω στο επίκεντρο του εθνικού εορτασμού τους απλούς, αφανείς, άσημους Ελληνες, στο όνομα των οποίων επιχειρείται ένας εθνικός αναστοχασμός. Πρόκειται για ένα έργο με αντικείμενο την κατάσταση, τον τρόπο ζωής και τις σχέσεις Ελλήνων πολιτών και εργαζομένων με το παρόν και μέλλον της χώρας, στους οποίους σπάνια δίνεται ο λόγος ή γίνονται αντικείμενο πραγματικής επιστημονικής ανάλυσης. Πρόκειται γι’ αυτούς που αισθάνονται πως δεν έχουν χώρο και τρόπο να κατασταθούν αναγνωρίσιμοι, δεν νιώθουν ότι μπορούν να εκφράσουν τις ανάγκες τους – η εικόνα δε που έχουμε γι’ αυτούς είναι τελείως διαστρεβλωμένη από τα θεσμικά εργαλεία παραγωγής εικόνων και ενημέρωσης για τον πολίτη.
Καθώς τις έγραφα σκεφτόμουν συχνά τον Καφάβη όταν καλούσε στο «Μάρτιαι Ειδοί» τον Καίσαρα να μην παραλείψει να διαβάσει τα γράμματα του Αρτεμίδωρα. Τέτοια «γράμματα» θέλησα να γράψω. Γράμματα όμως που να μπορούν να διαβαστούν από πολλούς, ειδικούς και μη. Προσπάθησα να δώσω στον αναγνώστη τους φακούς του επιστήμονα προκειμένου να κατανοήσει τον τρόπο ζωής, τις ανησυχίες, τις προσδοκίες, τις ελπίδες διάφορων συνανθρώπων του, γιατί και πώς παράγονται, και μέσω αυτών τις δικές του. Πάντα βέβαια με στόχο τη συμβολή στην εγκαθίδρυση
μιας πραγματικά επιστημονικής κοινωνιολογίας, του συνόρου μεταξύ επαγγελματικής κοινωνιολογίας και αγοραίας κοινωνιολογίας των ερασιτεχνών, που συχνά είναι και διάφορων «επαγγελματιών» κοινωνιολόγων. Να συμβάλω στην αύξηση του αντιτίμου εισόδου στον κοινωνιολογικό χώρο.
Υπάρχει κοινός τόπος στον τρόπο που κοινωνικά υποκείμενα από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες αντιμετωπίζουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του τόπου;
Οι κατηγορίες αντίληψης που διαθέτουν τα άτομα για να σκεφτούν τον κοινωνικό τους χρόνο αποτελούν κοινωνικά προϊόντα, δηλαδή είναι οι μετουσιωμένες σε σχήματα σκέψης και αποτίμησης κοινωνικές δομές που τους δημιούργησαν και τους καθορίζουν. Μεταξύ ενός ατόμου που αντιλαμβάνεται το αύριο στη λογική «ας ξημερωθούμε και βλέπουμε» και εκείνου που αποδέχεται τη συμμετοχή σε ένα συνέδριο που θα γίνει ύστερα από τρία ή πέντε χρόνια δεν υπάρχει καμία οντολογική διαφορά. Υπάρχουν μόνο διαφορές κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών δυνατοτήτων που οργανώνουν τη ζωή τους.
Οι ελίτ φράζουν την πιθανότητα κοινωνικής κινητικότητας, διασφαλίζοντας και έτσι την αέναη αναπαραγωγή της υπεροχής τους;
Αυτό το έργο μου έχει σχεδιαστεί για να επιτρέψει μέσα από την ανάλυση των μετασχηματισμών των ευρύτερων κοινωνικών και οικονομικών δομών και των επιπτώσεών τους στη χώρα μας τη συνειδητοποίηση των πρακτικών αποτελεσμάτων μιας θεμελιώδους αντίφασης του σημερινού κοινωνικού κόσμου: αυτή, όπως σημείωνε ο Μπουρντιέ, ενός κοινωνικού κόσμου ο οποίος μιμείται όλο και περισσότερο ότι παρέχει σε σε όλους τα υλικά, συμβολικά ή ακόμη και πολιτικά αγαθά προκειμένου να διαφυλάξει τη δυνατότητά του να προσφέρει την πραγματική και νόμιμη κατοχή τους μόνο σε ορισμένους.
Υιοθετώντας τον Μπουρντιέ επισημαίνετε ότι η προσαρμογή στην ανάγκη, η παραίτηση στο αναπόφευκτο υπό όρους δεν είναι ασύμβατη με μια επαναστατική πρόθεση. Κι εδώ δεν μπορώ να μη μνημονεύσω τον Μπούκσιν, ο οποίος υποστήριζε ότι συναντάμε τις επαναστατικές ρήξεις σε καιρούς μεγέθυνσης της οικονομίας και όχι αθλιότητας και στέρησης.
Αναφέρεστε σε ένα σύνθετο ζήτημα που απασχόλησε και απασχολεί την πολιτική επιστήμη και την οικονομική σκέψη πάνω από έναν αιώνα. Χωρίς να μπορώ εδώ να υπεισέλθω στις απαραίτητες αναλύσεις, θα περιοριστώ να σημειώσω πως για να μπορέσει κάποιος να κινητοποιηθεί προκειμένου να αλλάξει το παρόν και να διαμορφώσει το μέλλον, θα πρέπει να έχει οπωσδήποτε ένα μίνιμουμ εξουσίας επάνω στο παρόν και το άμεσο μέλλον. Η απόλυτη ανέχεια ή ο φόβος της απόλυτης ανέχειας νομίζω ότι είναι η αιτία της παραίτησης. Για μένα αυτός είναι ο ορισμός της εξουσίας. Εξουσία είναι να μπορείς να ελέγχεις τον χρόνο τον δικό σου και των άλλων.
«Για μένα αυτός είναι ο ορισμός της εξουσίας. Εξουσία είναι να μπορείς να ελέγχεις τον χρόνο τον δικό σου και των άλλων»
Η σημερινή κοινωνική επιστήμη είναι ή μπορεί να γίνει σύμμαχος των κυριαρχουμένων;
Το γεγονός πως η κοινωνιολογία εξ αντικειμένου καταδεικνύει ότι τίποτε μες στον κοινωνικό κόσμο δεν είναι χωρίς κοινωνικό λόγο ύπαρξης δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εξαναγκάζει σε άτακτη φυγή όλες αυτές τις μορφές πίστης οι οποίες συνδέονται με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και που εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι το παν εξαρτάται από τον θεό ή την τύχη, από το συμφέρον ή το άτομο, από την τεχνική ή την οικονομία ή και πιο πρόσφατα από τη βιολογία. Υπό αυτή την έννοια η κοινωνιολογική γνώση ασκεί αφ’ εαυτού απελευθερωτική επίδραση και αυτή την επίδραση την έχουν φυσικά περισσότερο ανάγκη όσοι κατέχουν κυριαρχούμενες θέσεις μέσα σε αυτό τον κοινωνικό κόσμο. Μόνο που η δυσεπίλυτη αντίφαση για τον κοινωνιολόγο είναι ότι όσοι έχουν κάθε συμφέρον να αποκτήσουν αυτήν τη γνώση δεν διαθέτουν τα μέσα πρόσβασης σε αυτή, ενώ αντίθετα όσοι τα διαθέτουν έχουν κάθε συμφέρον στη μη διάχυσή της.