Το μεγάλο φαγοπότι
Οταν η γενέτειρα του ολυμπισμού «γέννησε» μίζες και σκάνδαλα
2004 Στην αυλή της Γιάννας
Το σήμα κατατεθέν «Αθήνα 2004» μπορεί αναδρομικά να ακούγεται καλόηχο και να φέρνει γλυκές αναμνήσεις σε όσους έζησαν τη γιορτή από τις κερκίδες, αλλά προέκυψε από ανάγκη και με βαριά καρδιά. Αλλη χρονολογία είχε στο μυαλό της η μικρή Ελλάδα όταν ξεφούρνισε στο διεθνές προσκήνιο την επιστροφή των Ολυμπιακών Αγώνων στη ρίζα τους, με πρωτοστάτη τον Γιώργο Λιάνη.
«Να πάρουμε το χρίσμα για τη χρυσή ολυμπιάδα» ήταν το αίτημα. Πότε; Μα, το 1996, με τη συμπλήρωση 100 ετών από το Καλλιμάρμαρο, τον Σπύρο Λούη και τον Πιερ ντε Κουμπερτέν. Γιατί; Γιατί έτσι. «Μας το χρωστάει η Ιστορία» ξεσπαθώσαμε.
Ο φάκελος που κατατέθηκε στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή για τη διεκδίκηση άγγιζε τα όρια της γελοιότητας. Από μέσα του ξεχείλιζαν όχι οικονομοτεχνικά στοιχεία αλλά κίονες, Καρυάτιδες, κότινοι, αρχαίο πνεύμα αθάνατο, altius citius fortius, προγονοπληξία και ο Μίλων ο Κροτωνιάτης. Οι «αθάνατοι» έριξαν μια ματιά και κόντεψαν να πεθάνουν από τα γέλια. Η απόφαση της ΔΟΕ να δώσει τη χρυσή ολυμπιάδα στην Ατλάντα (μόλις δώδεκα χρόνια μετά τους Αγώνες του Λος Αντζελες) μπορεί να λοιδορήθηκε ως ξεδιάντροπο ξεπούλημα στις πολυεθνικές και στην εμπορευματοποίηση, παράλληλα όμως αποτέλεσε κόλαφο για τους αιθεροβάμονες Ελληνες.
Η πολυπληθής ελληνική αποστολή, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και με τον… άνακτα «Κοκό» σε πρώτο πλάνο, επέστρεψε από το Τόκιο τον Σεπτέμβριο του 1989 με ηθικό βρεγμένης γάτας.
«Ο θεός της Ελλάδας μας προστάτευσε από ένα παγκόσμιο φιάσκο» ομολόγησε αργότερα ο πολιτικός μηχανικός Ανδρέας Δρυμιώτης, εξέχον μέλος της επιτροπής διεκδίκησης, υπό τους Σπύρο Μεταξά και Γιώργο Κανδύλη: «Εκ των υστέρων διαπίστω
σα ότι οι “αθάνατοι” είχαν απόλυτο δίκιο. Με κανέναν τρόπο δεν είμαστε έτοιμοι για τους Αγώνες του 1996. Αυτοί σαν πιο έμπειροι το ήξεραν, εμείς όμως συνεπαρμένοι από τον ενθουσιασμό μας δεν βλέπαμε τις δυσκολίες του εγχειρήματος και νομίζαμε ότι επελέγη η Ατλάντα γιατί είναι ο τόπος παραγωγής της Coca-Cola». Οι Αμερικανοί έκαναν τους χειρότερους Αγώνες όλων των εποχών, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση.
Εναν χρόνο μετά το «Ατλάνταζε» του Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ η καινούργια επιτροπή διεκδίκησης, με επικεφαλής το ζεύγος Αγγελοπούλου, με τεχνοκράτες στα καίρια πόστα και με κυνικούς μετρ του παρασκηνίου να κινούνται δραστήρια πίσω από τις κουίντες, έφερε τους Αγώνες στην Ελλάδα, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού Ρωμαίους και λοιπούς μνηστήρες.
Στο τσάρτερ της επιστροφής στην Αθήνα στις 6 Σεπτεμβρίου 1997 οι απεσταλμένοι των ελληνικών εφημερίδων έμαθαν χαρτί και καλαμάρι όλες τις κινήσεις που οδήγησαν στο ελληνικό «ματ», με ατελείωτες ντρίμπλες στην γκρίζα ζώνη που χωρίζει το νόμιμο από το ηθικό. Το αποτέλεσμα των ψηφοφοριών της Λωζάννης οι δικοί μας το γνώριζαν από πριν, «πέντε κουκιά πάνω, πέντε κουκιά κάτω». Τίποτε δεν αφέθηκε στην τύχη και τίποτε δεν εναποτέθηκε στα πόδια των αρχαίων ημών προγόνων. Μαγειρεύτηκαν ακόμη και γκάλοπ-φαντάσματα, σύμφωνα με τα οποία το 97% των Αθηναίων ήταν σύμφωνο με το εγχείρημα.
Ο φάκελος για τους Αγώνες της Αθήνας 2004 (με τον Λουκά Παπαδήμο σε ρόλο γκουρού της οικονομίας) υπήρξε άρτιος και ικανός να πείσει τους εκλέκτορες ότι οι Ελληνες επιτέλους έβγαλαν τις χλαμύδες και σοβαρεύτηκαν. Εάν κριτήριο ήταν το θεαθήναι, το κύρος και η παράδοση, ο Νέλσον Μαντέλα και ο Μπιορν Μποργκ δεν θα έχαναν τη μάχη από τη Γιάννα Αγγελοπούλου, τον Δημήτρη Αβραμόπουλο και τον Ανδρέα Φούρα. Οι μυημένοι έκοψαν φάτσες και μυρίστηκαν το φαγοπότι που ερχόταν από απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων.
Για να δικαιολογηθεί το μεγάλο τσιμπούσι έπρεπε να προηγηθεί ένα νεοελληνικό ρεσιτάλ κωλυσιεργίας, αναβλητικότητας, γραφειοκρατίας και βυζαντινισμών. Οταν η ΔΟΕ αποφάσισε να βγάλει από το τσεπάκι την κίτρινη κάρτα και να μας τη δείξει κατάμουτρα, κόντευε να συμπληρωθεί τριετία από την ανάληψη και οι ετοιμασίες για τους Αγώνες βολόδερναν κοντά στο μηδέν.
«Είπα στους Ελληνες ότι βρισκόμαστε στο τέλος της κίτρινης φάσης. Εάν μέχρι το τέλος του έτους δεν υπάρξουν δραστικές αλλαγές, θα φτάσουμε στο κόκκινο» ανακοίνωσε ο πολύς Σάμαρανκ τον Απρίλιο του 2000. Κόκκινο πάει να πει αφαίρεση του χρίσματος. Διαπλανητική ξεφτίλα χωρίς προηγούμενο και πιθανότατα χωρίς επόμενο.
«Για πρώτη φορά στα είκοσι χρόνια της θητείας μου στην προεδρία της ΔΟΕ παρουσιάζεται τόσο σοβαρή κρίση στην πόλη που έχει αναλάβει τη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν έχετε προχωρήσει σε τίποτε. Εχετε μείνει πίσω σχεδόν σε όλα. Στην επικοινωνία, στα ολυμπιακά έργα, στις συγκοινωνίες, στην ασφάλεια, στα ραδιοτηλεοπτικά, στο μάρκετινγκ, στις σχέσεις σας με τις διεθνείς ομοσπονδίες». Δίπλα στον γηραιό Καταλανό τα μέλη της εγχώριας οργανωτικής επιτροπής στριφογύριζαν σε καθίσματα ζωσμένα από φίδια. Η καρέκλα τους έτριζε εκκωφαντικά.
Η ηγεσία της οργανωτικής επιτροπής (πρώτα Στρατήγης και μετά Μπακούρης) αποκαθηλώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, για να επανέλθει η κοσμοπολίτισσα Γιάννα σε ρόλο σωτήρα. Τα πρώτα πούρα