Στη σκιά του ναζισμού
Οι προπολεμικές και μεταπολεμικές πληγές των Αγώνων
1936 Το πρώτο χαστούκι στον φασισμό
Ο Τζέσε Οουενς, ο Αφροαμερικανός αθλητής του στίβου, ενσάρκωνε το πνεύμα του νικητή, ανατρέποντας στην πράξη τις θεωρίες του Αδόλφου Χίτλερ περί άριας φυλής. Στην εποχή του ήταν ο ταχύτερος άνθρωπος του πλανήτη και έγινε ο πρώτος αθλητής στίβου που κατέκτησε τέσσερα χρυσά μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες, στο Βερολίνο το 1936.
Ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν μέρος της οδυνηρής πραγματικότητας κι αυτή η τεράστια επιτυχία επιτεύχθηκε μέσα στο… σπίτι ενός από τους πιο αιμοσταγείς ηγέτες της ιστορίας του περασμένου αιώνα.
Ο Τζέιμς Κλίβελαντ «Τζέσε» Οουενς γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1913 στην πόλη Οουκβιλ της πολιτείας Αλαμπάμα των ΗΠΑ. Ηταν το νεότερο από τα δέκα παιδιά ενός φτωχού αγρότη, του Χένρι Οουενς, και της Μαίρης Φιτζέραλντ. Ως φοιτητής του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο έγραψε ιστορία, καθώς μέσα σε μία ημέρα (25 Μαΐου 1935) κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών αθλητικών αγώνων ισοφάρισε το παγκόσμιο ρεκόρ στις 100 γιάρδες με 9.4΄΄ και κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στα αγωνίσματα των 220 γιαρδών με 20.3΄΄, των 220 γιαρδών με εμπόδια (22.6΄΄) και του άλματος εις μήκος με 8,13 μέτρα.
Ο Τζέσε Οουενς ήταν ο πρώτος μεγάλος αθλητής που έζησε κυριολεκτικά στο πετσί του τον ρατσισμό. Οχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει, αλλά άφησε πίσω του βαριά κληρονομιά και έγινε παράδειγμα προς μίμηση όχι μόνο για τους αθλητές αλλά και για όλους τους ανθρώπους που δεν θέλησαν να συμβιβαστούν επειδή το δέρμα τους ήταν πιο σκούρο.
Πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 Γερμανός αξιωματούχος δήλωσε ότι «δεν θα επιτρέψουμε τη συμμετοχή σε μη ανθρώπους, όπως είναι ο Οουενς και οι άλλοι νέγροι». Οι Αμερικανοί σκέφτηκαν να μποϊκοτάρουν τη διοργάνωση, αλλά τελικά πήγαν στο Βερολίνο και οι υπεύθυνοι της ολυμπιακής ομάδας έλεγαν ότι «σε αυτήν βρίσκεται και ο πιο γρήγορος άνθρωπος του πλανήτη».
Η προπαγάνδα της ναζιστικής Γερμανίας έκανε λόγο εκείνη την εποχή περί άριας υπεροχής, προτάσσοντας τον αθλητισμό. Ηρθε όμως ο γιος ενός δουλοπάροικου
και εγγονός σκλάβων να ταπεινώσει τον Αδόλφο Χίτλερ μπροστά στα μάτια του. Ο Τζέσε Οουενς κατέκτησε τέσσερα χρυσά μετάλλια: στα 100 μ. με ολυμπιακό ρεκόρ (10.3΄΄), στα 200 μ. με ολυμπιακό ρεκόρ (20.7΄΄), στο άλμα εις μήκος με παγκόσμιο ρεκόρ 8,06 μ. (το 8,13 μ. του 1935 δεν είχε αναγνωριστεί ακόμη) και στη σκυταλοδρομία 4x100 μέτρα, αγώνισμα στο οποίο η αμερικανική ομάδα έκανε παγκόσμιο ρεκόρ με 39.8΄΄. Βάσει της παράδοσης ο αρχηγός του κράτους που διοργάνωνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες όφειλε να συγχαρεί τον νικητή.
Ο Χίτλερ παρακολούθησε την τελετή απονομής των μεταλλίων από τα επίσημα, λέγοντας στους συνεργάτες του ότι «δεν ήθελα να μείνει στην ιστορία μια φωτογραφία μου όπου θα έδινα το χέρι μου σε έναν νέγρο». Η αμερικανική επικοινωνιακή μηχανή φρόντισε να μεγαλοποιήσει το γεγονός, προωθώντας την ιστορία ότι «ο αθλητής μας έκανε τον φίρερ να φύγει από το στάδιο». Ωστόσο το μήνυμα του Οουενς ήταν πολύπλευρο. Δεν ήταν μόνο ο Χίτλερ που έβλεπε τα είδωλά του της άριας φυλής να βλέπουν την πλάτη ενός μαύρου αθλητή. Ηταν και οι ίδιοι οι Αμερικανοί που τους έβγαζε ασπροπρόσωπος ένας μαύρος αθλητής, στον οποίο δεν επιτρεπόταν να καθίσει στο ίδιο τραπέζι για να γευματίσει με τους συναθλητές του.
Στο βιβλίο του Τζέρεμι Σαπ για τους Ολυμπιακούς του ’36 υπάρχει η εξής δήλωση του Οουενς: «Δεν με σνόμπαρε ο Χίτλερ, αλλά ο πλανητάρχης Φράνκλιν Ρούσβελτ. Δεν με προσκάλεσε ούτε στον Λευκό Οίκο, όπου πήγαν οι λευκοί συναθλητές μου, για να ανταλλάξουμε χειραψία. Δεν μου έστειλε καν ένα τηλεγράφημα».
Ο θρύλος των Αγώνων του 1936 είχε πει επίσης ότι «όταν επέστρεψα από το Βερολίνο, ύστερα από όλες τις ιστορίες που είχαν ειπωθεί για τον Χίτλερ, δεν μπορούσα να κάθομαι στην μπροστινή θέση του λεωφορείου. Επρεπε να μπαίνω από την πίσω πόρτα. Ολοι με χάιδευαν στην πλάτη, όλοι μου έδιναν συγχαρητήρια, αλλά κανείς δεν μου πρόσφερε δουλειά».
Εκείνη την εποχή οι αθλητές-μέλη των κολεγίων
υποχρεούνταν να πληρώνουν από την τσέπη τους όλα τα έξοδα συμμετοχής και διαβίωσης σε Ολυμπιακούς Αγώνες και ο Οουενς είχε ήδη φαλιρίσει. Στην Αμερική, παρά τα τέσσερα χρυσά, δεν αντιμετωπίστηκε όπως οι υπόλοιποι αθλητές. Δεν είχε προτάσεις από διαφημιστικές εταιρείες ούτε του πρόσφεραν καλά συμβόλαια. Για να επιβιώσει αναγκάστηκε να τρέχει σε αγώνες εναντίον αλόγων και σκυλιών. «Κάποιοι είπαν πως αυτό ήταν ντροπή για έναν ολυμπιονίκη. Αλλά τι να έκανα; Είχα τέσσερα χρυσά μετάλλια, αλλά δεν μπορείς να φας τα μετάλλια» είχε πει ο Οουενς, ο οποίος απεβίωσε στις 31 Μαρτίου 1980.
1948 Οι Αγώνες της στέρησης
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1948, της 14ης ολυμπιάδας της σύγχρονης εποχής, διοργανώθηκαν στο Λονδίνο από τις 29 Ιουλίου έως και τις 14 Αυγούστου. Δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκαν «Αγώνες της στέρησης» και τότε δεν μετρούσε ουσιαστικά η νίκη αλλά η συμμετοχή. Ηταν η πρώτη ολυμπιάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη μετρούσε ακόμη τις πληγές της, αλλά παρ’ όλα αυτά αγωνίστηκαν περισσότεροι αθλητές απ’ όλους τους προηγούμενους αγώνες.
Η αφίσα παρουσίαζε τα εμβλήματα της πόλης, το Μπιγκ Μπεν και τη Βουλή των Κοινοτήτων. Οι δείκτες του διάσημου ρολογιού έδειχναν τέσσερις το απόγευμα, την ώρα δηλαδή που ήταν προγραμματισμένη η έναρξη των Αγώνων. Μπροστά (στην αφίσα) δεσπόζει η φιγούρα του δισκοβόλου.
Η βρετανική πρωτεύουσα ανάρρωνε από τις σοβαρές καταστροφές που υπέστη από τους βομβαρδισμούς των ναζί. Οι αθλητές φιλοξενήθηκαν σε στρατώνες και σχολικά οικοτροφεία – οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν βιώσει κακουχίες και πείνα. Ωστόσο υπήρξε κλίμα ενθουσιασμού από τους φιλάθλους και τους ίδιους τους αθλητές. Μια μαύρη σελίδα της ανθρωπότητας είχε κλείσει και η ζωή, μέρος της οποίας είναι και ο αθλητισμός, επέστρεφε σταδιακά στην κανονικότητα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1940 και του 1944 ματαιώθηκαν λόγω του πολέμου, ενώ σε αυτούς του ’48 έλαβαν μέρος 4.104 αθλητές (3.714 άντρες και 390 γυναίκες) από 59 χώρες, οι οποίοι διαγωνίστηκαν σε 136 αγωνίσματα. Η Γερμανία και η Ιαπωνία, ηττημένες του πολέμου, ήταν οι μόνες χώρες οι οποίες δεν προσκλήθηκαν από τους διοργανωτές. H Σοβιετική Ενωση, αν και προσκλήθηκε, δεν έλαβε μέρος με απόφαση του Στάλιν, που δεν ήθελε να ρισκάρει μια ήττα από τους Αμερικανούς, όπως υποστηρίζουν
κάποιοι ιστορικοί. Οι Βρετανοί κατάφεραν να προσδώσουν νέα στοιχεία στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε κάποιους τομείς όμως έγιναν βήματα προς τα πίσω. Πολλοί χαρακτήρισαν τους Αγώνες «σπαρτιάτικους», καθώς τίποτε δεν έλειπε αλλά όλα ήταν λιτά για ευνόητους λόγους. Το Γουέμπλεϊ έμεινε όρθιο παρά τους βομβαρδισμούς των ναζί, όμως καμία νέα εγκατάσταση δεν χτίστηκε για να φιλοξενήσει τους Αγώνες. Πολλά κυβερνητικά κτίρια χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες των ΟΑ και κυρίως του Τύπου. Υπήρξε τηλεοπτική μετάδοση, αλλά βέβαια εκείνη την εποχή ελάχιστα σπίτια διέθεταν τηλεόραση.
Στο αγωνιστικό μέρος, τα περισσότερα μετάλλια κατέκτησαν οι ΗΠΑ, συνολικά 84 (38-27-19), έναντι 44 της Σουηδίας (16-11-17) και 29 της Γαλλίας (10-6-13). Μορφή των αγώνων αναδείχθηκε η 30χρονη Ολλανδέζα Φάνι Μπλάνκερς-Κουν, με τέσσερα χρυσά μετάλλια στον στίβο (100 μ., 200 μ., 80 μ. μετ’ εμποδίων και 4x100 μ.). Αποκλήθηκε «ιπτάμενη Ολλανδέζα» για τα τέσσερα χρυσά μετάλλια και «ιπτάμενη νοικο
κυρά» επειδή έδινε έμφαση στη μητρότητα και την οικογένεια. Στο Λονδίνο ήταν ήδη μητέρα δύο παιδιών. Το 1999 η Διεθνής Ομοσπονδία Στίβου (IAAF) την ανακήρυξε κορυφαία αθλήτρια του 20ού αιώνα.
Η Ελλάδα, καθημαγμένη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετείχε με 57 αθλητές, χωρίς να κατακτήσει κάποιο μετάλλιο. Μοναδική ελληνική διάκριση ήταν η 6η θέση του Γιώργου Πετμεζά στην ελληνορωμαϊκή πάλη.
Ο άνθρωπος-ατμομηχανή Εμίλ Ζάτοπεκ ξεκίνησε τη σπουδαία σταδιοδρομία του στους Αγωνες του Λονδίνου και στο δέκαθλο θριάμβευσε ο Αμερικανός Μπομπ Ματάιας, μόλις 17 ετών, και με νέο παγκόσμιο ρεκόρ. Μαύρη λωρίδα σε ένδειξη πένθους είχε η σημαία της Τσεχοσλοβακίας στη γυμναστική, καθώς είχαν κερδίσει τις Ουγγαρέζες αλλά προηγουμένως είχαν χάσει από πνευμονία μια αθλήτριά τους.
Ο Ούγγρος Κάρολι Τάκατς έχασε το δεξί του χέρι στον πόλεμο, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να κάνει προπονήσεις με το αριστερό και να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στη σκοποβολή.
Οι αθλητές ήταν ερασιτέχνες και όπως είχε δηλώσει ο Βρετανός μπασκετμπολίστας Λάιονελ Πράις «είχαμε μόνο έναν μάνατζερ που οργάνωνε κάποια πράγματα», ενώ η προετοιμασία τους διαρκούσε λίγες ημέρες. Ο αθλητής στο χόκεϊ επί χόρτου στους Ολυμπιακούς του 1948 Τζον Πικ είχε πει πως χρειάστηκε μόλις ένα Σαββατοκύριακο για να προετοιμαστεί κι αυτό ήταν αρκετό για να κερδίσει η ομάδα του μετάλλιο στους Αγώνες καθώς ήταν «όλοι σε πολύ καλή φόρμα». Την εποχή εκείνη ακόμη και το φαγητό ήταν λιγοστό αλλά «μας επιτρεπόταν να έχουμε επιπλέον μερίδες φαγητού, που κανονικά δίνονταν σε άτομα που έκαναν βαριές δουλειές» όπως είχε αναφέρει ο Πράις.
Ενας άλλος αθλητής, ο Τζακ Μπρόουτον, που αγωνίστηκε στα 5.000 μ., είχε δηλώσει στο γαλλικό πρακτορείο πριν από μια δεκαετία ότι «το τρέξιμο ήταν απλώς ένα άθλημα κατά τη διάρκεια της ημέρας μου, σήμερα είναι ολόκληρη επιχείρηση», ενώ η Εντνα Τσάιλντ, κολυμβήτρια στους Αγώνες του 1948, ανέφερε ότι χρειάστηκε να ράψει η ίδια τη στολή της!
1952 Εποχή Ψυχρού Πολέμου στον αθλητισμό
Η πρωτεύουσα της Φινλανδίας κέρδισε τους Αγώνες στις 21 Ιουνίου 1947, κατά τη διάρκεια της 40ής συνόδου της ΔΟΕ στη Στοκχόλμη και αφού υπερίσχυσε των Αμερικανών που είχαν συνολικά πέντε υποψηφιότητες (Λος Αντζελες, Μινεάπολις, Φιλαδέλφεια, Σικάγο, Ντιτρόιτ!) και του Αμστερνταμ.
Οι Αγώνες του Ελσίνκι έμειναν στην ιστορία ως οι Αγώνες από τους οποίους ξεκίνησε μέσω του αθλητισμού η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων. Κι αυτό γιατί για πρώτη φορά έλαβε μέρος η Σοβιετική Ενωση (ΕΣΣΔ), η οποία κόντραρε τις ΗΠΑ στα ίσα για το ποια θα υπερισχύσει στη μάχη
των μεταλλίων (76-71 οι Αμερικανοί). Στο Ελσίνκι πήραν για πρώτη φορά μέρος το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ, η Γουατεμάλα, το Χονγκ Κονγκ, η Ινδονησία, η Νιγηρία, οι Ολλανδικές Αντίλλες, η Ταϊλάνδη, η Νότια Κορέα, ενώ επανεμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η τιμωρημένη ως τότε Γερμανία.
Η διοργάνωση (19 Ιουλίου – 3 Αυγούστου), στην οποία πήραν μέρος 4.955 αθλητές (4.436 άντρες και 519 γυναίκες) από 69 χώρες, πέρασε στην ιστορία ως οι Αγώνες που δεν τελείωσαν ποτέ! Κι αυτό γιατί ο 84χρονος τότε πρόεδρος της ΔΟΕ Ζίγκφριντ Εν
στρεμ κατά την τελετή λήξης ξέχασε να πει «κηρύσσω τη λήξη των 15ων Ολυμπιακών Αγώνων» όπως όριζε ο ολυμπιακός χάρτης.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της διοργάνωσης ήταν η πορεία της ολυμπιακής φλόγας, η οποία ταξίδεψε από την Ελλάδα αεροπορικώς στη Δανία. Από εκεί έφτασε στη Σουηδία και τη βόρεια Φινλανδία, όπου ενώθηκε με την τοπική «ολυμπιακή φλόγα», η οποία άναψε στο όρος Λάπλαντ με τη συνδρομή των ακτινών του ήλιου του μεσονυκτίου! Στη λαμπαδηδρομία που ακολούθησε συμμετείχαν 1.100 δρομείς, με τον θρυλικό Πάαβο Νούρμι να τη μεταφέρει στο Ολυμπιακό Στάδιο του Ελσίνκι.
Στα αξιοσημείωτα των Αγώνων ήταν ότι οι γυναίκες έκαναν ένα ακόμη σημαντικό βήμα στον παγκόσμιο αθλητισμό καθώς πήραν για πρώτη φορά μέρος και στο ατομικό της ενόργανης γυμναστικής. Την ίδια στιγμή οι καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί αντικαταστάθηκαν από αθλήματα επίδειξης.
Εξάλλου από το Ελσίνκι ξεκίνησαν να κόβονται αναμνηστικά νομίσματα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα οποία απέκτησαν συλλεκτική αξία. Παράλληλα για πρώτη φορά δημιουργήθηκε κι ένα ολοκληρωμένο διεθνές εμπορικό πρόγραμμα με τη συμμετοχή εταιρειών από έντεκα χώρες που ουδεμία σχέση είχε με τη διεθνή έκθεση των παλαιότερων διοργανώσεων…
Μορφή των Αγώνων υπήρξε ο Βίκτορ Τσουγκάριν, ο επονομαζόμενος και «πατριάρχης» της σοβιετικής ενόργανης γυμναστικής, με επτά χρυσά, τρία ασημένια και ένα χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του ’52 και του ’56, του οποίου η προσωπική ιστορία συγκλόνισε τον κόσμο. Ο Τσουγκάριν γεννήθηκε στη Μαριούπολη το 1921 και θεωρήθηκε μεγάλο ταλέντο στη γυμναστική, όμως τον πρόλαβε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ουκρανία, πιάστηκε αιχμάλωτος και για τέσσερα χρόνια ήταν ο… Νο10491 κρατούμενος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ζάντμποστελ. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε σπίτι του και λέγεται ότι από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια που είχε υποστεί δεν τον αναγνώρισε ούτε η μητέρα του. Ξεκίνησε πάλι να ασχολείται με τη γυμναστική και τρία χρονιά μετά έγινε πρωταθλητής ΕΣΣΔ και ολυμπιονίκης το 1952 και το 1956!
Η Ελλάδα παρέλασε στην τελετή έναρξης (με σημαιοφόρο τον δισκοβόλο Νίκο Σύλλα) για πρώτη φορά στην ιστορία της με τραγιάσκες που είχε προμηθευτεί η ΕΟΕ για να αντιμετωπίσει πιθανό κρύο τα βράδια. Συμμετείχε στη διοργάνωση με 48 αθλητές καθώς πήρε μέρος σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Στο ποδόσφαιρο έδωσε έναν αγώνα με την πανίσχυρη τότε Δανία στην πόλη Τάμπερε (15 Ιουλίου), όπου έχασε 2-1 και αποκλείστηκε (οι αγώνες ήταν νοκ άουτ), αλλά διασώθηκε από τη συντριβή χάρη στην απόδοση του τερματοφύλακα του Πανιωνίου Νίκου Πεντζαρόπουλου, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως «ο ήρωας του Τάμπερε». Ο διεθνής Τύπος αποθέωσε τον Ελληνα γκολκίπερ, γράφοντας χαρακτηριστικά πως «γεννήθηκε ο νέος Ζαμόρα», παρομοιάζοντάς τον με τον κορυφαίο τότε Ισπανό τερματοφύλακα.