500 μ. από τη βόμβα στην Ατλάντα
Ο Νίκος Παπαδογιάννης μιλά για όσα είδε και έζησε στις τέσσερις ολυμπιάδες που κάλυψε από κοντά
Το Τόκιο θα ήταν η πέμπτη –και ίσως τελευταία– ολυμπιάδα της ζωής μου. Η τρίτη επίσκεψή μου στη γοητευτική Ιαπωνία, μετά το ποδοσφαιρικό Μουντιάλ του 2002 και το αλησμόνητο Μουντομπάσκετ του 2006. Το πρώτο υπερατλαντικό ταξίδι στα δύο χρόνια της πανδημίας. Ενα όνειρο. Ενας στόχος υψηλού συμβολισμού. Μια απόδραση από τη μιζέρια. Μια εξόρμηση στον τόπο από όπου ανατέλλει ο ήλιος.
Αγόρασα εισιτήριο με την Alitalia έξι μήνες πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία των Αγώνων του 2020, βρήκα και ένα εκπληκτικό δωμάτιο με μπαλκονάκι και σε καλή τιμή στο κέντρο του Σίντζουκου, εξασφάλισα διαπίστευση, έκανα τα κουμάντα μου για βίζες, ίντερνετ και τα σχετικά, ήμουν πανέτοιμος. Μόνο τραπέζι στο αγαπημένο μου εστιατόριο κάτω από τις γραμμές στην Ασαγκάγια δεν είχα κλείσει!
«Θα σας δω στο αεροπλάνο για το Τόκιο» ήταν η στερεοτυπική ευχή μου στους αθλητές με τους οποίους μιλούσα πριν από τους Αγώνες. Στην Κορακάκη, τη Στεφανίδη, στον Γκολομέεφ, τον Πετρούνια, τον Τσιτσιπά, στη Χατζηλιάδου, στον Βολικάκη, τον Τεντόγλου, στην Μπελιμπασάκη. Ακόμη και στον Βασίλη Σπανούλη. Οταν μου απάντησε με χαμογελαστό emoji και γαλανόλευκο σημαιάκι κατάλαβα ότι η απόφασή του για επιστροφή στην εθνική ομάδα ήταν ήδη ειλημμένη. Είχαμε ακόμη άνοιξη του 2020. Δεκαπέντε μήνες πριν από την αποστρατεία του. Το σχέδιο αναβλήθηκε με την αναβολή των Ολυμπιακών Αγώνων, στήθηκε από την αρχή με εισιτήριο της Qatar και ματαιώθηκε οριστικά με τη ματαίωση των αρχικών σχεδίων των διοργανωτών για διεξαγωγή «κανονικής» ολυμπιάδας.
Μας ενημέρωσαν ότι οι δημοσιογράφοι απαγορεύεται να καταλύσουν σε μη διαπιστευμένο ξενοδοχείο, οπότε πάει το φτηνό δωμάτιο με το μπαλκονάκι. Οτι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν μέσα μαζικής μεταφοράς, οπότε πάει ο ολυμπιακός τουρισμός στις φτωχογειτονιές που κρύβονται στον ίσκιο των ουρανοξυστών. Οτι τα δρομολόγια που προβλέπει το πρωτόκολλο περιορίζονται στον άξονα ξενοδοχείο – γήπεδο, οπότε πάει και το νυχτερινό γεύμα στην ιζακάγια. Οτι το ολυμπιακό χωριό αποτελεί απαγορευμένη ζώνη, οπότε πάει και το καφεδάκι με την Αννα και τον Χρήστο. Οτι οι συνεντεύξεις θα γίνονται μέσα από τζάμι ή καθόλου, οπότε πάει και η δουλειά.
Τι απέμενε; Να πειστεί η Qatar να μου δώσει πίσω τα λεφτά του εισιτηρίου. Οπερ και, ευτυχώς, εγένετο. Χρηματοδότης, άλλωστε, δεν υπήρχε. Στη διαφημιστική αγορά της ψωροκώσταινας πουλάει μόνο το ποδόσφαιρο. Αντε και το μπάσκετ, βαριά βαριά.
Με τον Πετρούνια θα ασχοληθούμε ενάμισι λεπτό τη μέρα του τελικού των κρίκων και άλλα είκοσι λεπτά για να καγχάσουμε με τις πόζες του Αυγενάκη στο αεροδρόμιο. Με τον Γκολομέεφ ακριβώς είκοσι τρία δευτερόλεπτα, όσο κρατάει ο τελικός των 50 μέτρων ελεύθερο. Με τον Βολικάκη καθόλου, γιατί ποιος ξυπνάει αξημέρωτα για να δει πέντε τρελούς να κυνηγιούνται με το ποδήλατο. Με τους στιβικούς και τους βαριτζήδες και τους παλαιστάδες μόνο αν μας φανούν ύποπτοι ντόπινγκ, οπότε θα τους πούμε και μπράβο που αντιμετωπίζουν την
των ξένων με νεοελληνική καπατσοσύνη. Με τις κοπελίτσες από κάτι ρυθμικές και συγχρονισμένες μόνο αν πρωταγωνιστήσουν σε κανένα σίριαλ #MeToo. Και αυτό για να ρίξουμε τις ευθύνες στα θύματα.
Διότι έτσι μας έχουν προγραμματίσει. Τον αθλητισμό τον έχουμε για να βγάζουμε τα απωθημένα μας ανάμεσα στα θερινά μακροβούτια. Και για να αναζητούμε ψήγματα εθνικής υπερηφάνειας στη διαλυμένη μας ζωή.
Εχω καλύψει τέσσερις ολυμπιάδες σε συνεχόμενες τετραετίες, σε ισάριθμες ηπείρους, σε τέσσερα διαφορετικά σημεία του ορίζοντα: Ατλάντα 1996, Σίδνεϊ 2000, Αθήνα 2004, Πεκίνο 2008. Τα έχω δει όλα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τη μάχη του Βαλέριου Λεωνίδη με τον Σουλεϊμάνογλου στην Ατλάντα. Τους ηττημένους αντιπάλους του Πύρρου Δήμα να τον σηκώνουν στα χέρια με τη λήξη της απονομής. Τον τέταρτο Μήτρου να μιλάει για τη «θέση του βλάκα». Τον Κεντέρη και τη Θάνου να τρέχουν σαν να τους πότισαν με κηροζίνη. Τον Σπανούλη και τον Αλβέρτη να αστοχούν απέναντι στους Αργεντινούς στα σουτ που θα έφερναν την «επίσημη αγαπημένη» ένα βηματάκι από το βάθρο. Τον Αλέξανδρο Νικολαΐδη να τσακίζει το πόδι του την ώρα του αγώνα και να αντεπιτίθεται πλησίστιος τέσσερα χρόνια αργότερα. Την αυτοχειρία της εθνικής βόλεϊ στο Φάληρο και το μοναδικό μετάλλιο του πόλο στην αχνιστή πισίνα του ΟΑΚΑ. Τις αποτυχίες του Λούη Τσάτουμα και του Βλάση Μάρα. Το –για τρεις πόντους την τελευταία στιγμή– χαμένο μετάλλιο της Νίκης Ξάνθου στην Ατλάντα. Τα λικνίσματα των κοριτσιών του ανσάμπλ στο Πεκίνο.
Τον Ισίδωρο Κούβελο να ψάχνει εισιτήρια για τους «Πελαργούς» στη μαύρη αγορά της κινεζικής νύχτας και να προκαλεί επεισόδιο τύπου «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» στην πισίνα. Τον Γλίξμπουργκ να καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι μαζί με τη φαμίλια του σε αγώνα της Λένας Δανιηλίδου. Τη Γιάννα Αγγελοπούλου να ορμάει ασυγκράτητη, με την καούκα να ανεμίζει, για να συγχαρεί τους μεταλλιούχους αρσιβαρίστες στο Σίδνεϊ. Τον Γιωργάκη Παπανδρέου να πενθεί για το ναυάγιο του «Σάμινα» ανήμερα του θριάμβου του Μιχάλη Μουρούτσου.
Ημουν κυριολεκτικά ο πρώτος που έσπευσε να συγχαρεί τον ακόμη άγνωστο Ιωάννη Μελισσανίδη και τον άκουσε έκπληκτος να μιλάει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Μίλησα με τον Νικόλα Κακλαμανάκη την ώρα που βρισκόταν πάνω στο σερφ στα ανοιχτά της Σαβάνα, Τζόρτζια. Περίμενα μισή ώρα για να βαφτεί η Ολγα Βασδέκη προτού τη στήσω μπροστά στην κάμερά μου στην πανεπιστημιούπολη της Ατλάντα. Εντόπισα τη Σοφία Μπεκατώρου κάπου στη Σιγκαπούρη για συνέντευξη μεταξύ πτήσεων. Ηπια πρωινό καφέ με τους αρσιβαρίστες και έμαθα για τα γούρια του Πύρρου («μακάρι να βρέχει αύριο»), που πάσχιζε να χάσει μισό κιλό μέσα σε μία μέρα μέσα στη σάουνα. Πανηγύρισα μαζί με τους Βούλγαρους δημοσιογράφους το «1-2» της Κονσταντίνοβα με τη Νίκη Μπακογιάννη στα ορεινά της Ατλάντα. Ξύπνησα κατάκοπος μεσημεράκι Κυριακής με το μήνυμα «δεν θα το πιστέψεις, πήρε χρυσό η Τσουμελέκα» να κουδουνίζει στο κινητό μου. Επεσα θύμα απάτης από επιτήδειους στην αγορά μεταπώλησης των ολυμπιακών εισιτηρίων –για χατίρι της συμβίας– το 2008.
Ακουσα τον Συρίγο να μιλάει για το τροχαίο με το μοτοσακό στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας» προτού αυτό συμβεί. Ετρεχα από νοσοκομείο στο χωριό και από εργαστήριο σε αστυνομικό τμήμα για να μετρήσω τις λαδιές που γκρέμισαν στην άσφαλτο τους Κεντέρη – Θάνου. Ακουσα με τα αυτιά μου τον Λεωνίδα Σαμπάνη να ορκίζεται στα παιδιά του. Είδα τον τερματισμό της Χαλκιά από απόσταση 30 μέτρων, έφριξα με τις δηλώσεις για ελληνόψυχα κύτταρα, ήμουν παρών και στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε όταν την εξοστράκισαν από το ολυμπιακό χωριό του Πεκίνου. Πανηγύρισα το βρόμικο μετάλλιο της Δεβετζή, που αργότερα ακυρώθηκε αναδρομικά.
Αλλά δεν είχε μόνο Ελληνες ο πολύχρωμος καμβάς των αναμνήσεων και των συγκινήσεων. Ημουν παρών όταν ο Ουσέιν Μπολτ τίναξε στον αέρα τα χρονόμετρα. Οταν ο «πάπιας» Μάικλ Τζόνσον κέρδισε 200άρι και 400άρι. Οταν ο Καρλ Λιούις κέρδισε το τελευταίο χρυκουτοπονηριά
σό μετάλλιο της καριέρας του, με τον Πάουελ πεσμένο με τα μούτρα στο σκάμμα. Οταν ο Μάικλ Φελπς έχασε το μέτρημα των χρυσών μεταλλίων στην πισίνα. Οταν ο θηριώδης ημίθεος της πάλης Αλεξάντερ Καρέλιν, το «Πείραμα», έχασε από τον Ρούλον Γκάρντνερ υπό την ιαχή «U-S-A! U-S-A!». Οταν ο Σάρας έφτασε ένα σουτ μακριά από την αποκαθήλωση της Ντριμ Τιμ του Σίδνεϊ. Οταν ο Τζινόμπιλι έβαλε την περίφημη «παλομίτα» του απέναντι στον Ομπράντοβιτς. Οταν ο Λιονέλ Μέσι έγινε χρυσός ολυμπιονίκης. Οταν οι Κινέζοι κήρυξαν εθνικό πένθος για τον τραυματισμό και την αποτυχία του εμποδιστή Λιου Χσιανγκ.
Είδα τον Ράφα Ναδάλ να περιμένει τη βαλίτσα του δίπλα μου ζαλισμένος από το τζετ λαγκ και τον Ρότζερ Φέντερερ να παίζει διπλό μαζί με τον Βαβρίνκα σε ένα γηπεδάκι σχολείου. Εσπευσα να παρακολουθήσω πινγκ πονγκ και κανόε καγιάκ γιατί μαγεύτηκα από το θέαμα. Μπέιζμπολ, επειδή στην αμερικανόπνευστη εθνική Ελλάδας του 2004 έπαιζε κάποιος Τζέιμς Καβούριας. Kωπηλασία για λίγη δροσιά στο λιοπύρι του Πεκίνου. Noμίζω ότι πήγα ακόμη και στο μπάντμιντον. Γιατί έτσι.
Ημουν και στη βόμβα της Ατλάντα. Σε απόσταση μισού χιλιομέτρου. Αν δεν είχε μουσική το μπαράκι όπου γιορτάζαμε το χρυσό μετάλλιο του Πύρρου Δήμα, μάλλον θα ακούγαμε και τον κρότο. Το πάρκο που επέλεξε ο ακροδεξιός τρομοκράτης βρισκόταν ακριβώς πίσω από το κέντρο Τύπου των ασυνάρτητων Αγώνων του ’96. Οχι πολύ μακριά από το κέντρο του CNN και από το άντρο της Coca-Cola. Στο Πάρκο της Εκατονταετίας άφησαν την τελευταία πνοή τους δύο αθώοι άνθρωποι, ενώ ένας τρίτος στοχοποιήθηκε άδικα και καταστράφηκε. Θα μπορούσα να είμαι κι εγώ ανάμεσα στους νεκρούς. Το σχέδιό μου ήταν να πάω στον ίδιο χώρο το επόμενο βράδυ για να ακούσω την Τζόαν Οσμπορν. Ποιος ξέρει όμως πού θα βρισκόμουν αν δεν υπήρχε το πάρτι του Πύρρου; Ισως να γινόμουν κι εγώ στατιστική. Είδα τον Μοχάμεντ Αλι να παραλαμβάνει τη φλόγα από τη Βούλα Πατουλίδου και να ανάβει τον βωμό με τρεμάμενο χέρι. Τον Κάθι Φρίμαν να τιμά την κληρονομιά των Αβορίγινων της Αυστραλίας. Τον Νίκο Γκάλη λαμπαδηδρόμο. Τον Λι Νινγκ να αιωρείται και να ίπταται μέσα στη «Φωλιά του Πουλιού». Τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και τον Ζανγκ Γιμού.
Στην τελετή έναρξης ή ίσως λήξης της Ατλάντα άκουσα τον Μπι Μπι Κινγκ, τον Τίτο Πουέντε, τον Λιτλ Ρίτσαρντ και τον Στίβι Γουόντερ. Στο Σίδνεϊ τους INXS. Στην Αθήνα την Μπιορκ στην έναρξης και καλύτερα να μη θυμηθώ την καμουφλαρισμένη μπουζουκλερί της λήξης. Στο Πεκίνο τον Τζίμι Πέιτζ και τον Πλάθιντο Ντομίνγκο.
Εφαγα γατόψαρο με γλυκοπατάτες σε «νότιο» εστιατόριο της Ατλάντα, χελωνόσουπα με καυτές γαρίδες σε χουτόνγκ στο Πεκίνο, παστουρμά από κροκόδειλο στο Σίδνεϊ. Περπάτησα στο Σινικό Τείχος, προσκύνησα τον τάφο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, βούτηξα στα κρύα νερά της παραλίας Μποντάι όπου πότε πότε κόβουν κίνηση οι καρχαρίες.
Εμεινα σε ένα μοτέλ σαν αυτά που βλέπουμε στις ταινίες του Ταραντίνο στα περίχωρα της Ατλάντα και έπαιρνα έναν εικοσιπεντάλεπτο υπνάκο στο ταξί για να αντέξω. Στο χωριό των δημοσιογράφων στο Σίδνεϊ, όπου ο ενδιάμεσος τοίχος έτριζε από τα ροχαλητά του παραπλεύρως γείτονα –συγχωρεμένου πια– Τάσου Παπαχρήστου. Σε έναν στρατώνα με φαντάρια και σκοπιές που είχε διαμορφωθεί σε κάποιου είδους ξενοδοχείο στο Πεκίνο. Το 2004 κοιμόμουν φυσικά στο κρεβάτι μου και περιφερόμουν με την αυτοκινητάρα μου στις ολυμπιακές λωρίδες, αλλά προτιμούσα την περιπέτεια. Τι νόημα έχει ολυμπιάδα χωρίς ταλαιπωρία; Και με πριβέ αμαξάκι; Και με δικά σου σεντόνια; Και με σπιτικό φαγητό;
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες περπατάς πολύ, κουράζεσαι απίστευτα και δεν κοιμάσαι ποτέ. Με έξοδα άλλων, αλλά θα έβαζες και από την τσέπη σου. Ξέρεις ότι θα σε πιάσει τροπική καταιγίδα τη λάθος στιγμή και θα γίνεις παπί, ότι το κομπιούτερ σου θα βραχεί και θα χαλάσει, ότι κάποια βράδια θα ξεχάσεις να φας, ότι το λεωφορείο θα αργήσει και θα χάσεις τον προκριματικό, ότι θα ξεμείνεις από καθαρά ρούχα επειδή θα αλλάζεις τρία ιδρωμένα μπλουζάκια την ημέρα, ότι θα γνωρίσεις κόσμο από όλο τον κόσμο, ότι θα μιλήσεις γλώσσες που δεν γνώριζες ότι μιλάς, ότι θα περάσεις τις ωραιότερες μέρες της ζωής σου.
Οτι το βράδυ της τελετής λήξης θα σχεδιάζεις ήδη το πλάνο της επόμενης τετραετίας. «Εχασα το Λονδίνο και το Ρίο, αλλά θα πάω σίγουρα στο Τόκιο» σκεφτόμουν ξενυχτισμένος μπροστά στην τηλεόραση το καλοκαίρι του 2016. Δεν ήταν γραφτό. Το σχέδιό μου νικήθηκε από τον παντοδύναμο εχθρό που βύθισε την ανθρωπότητα στο πένθος, αλλά τουλάχιστον είμαι υγιής. Και οι επόμενοι Αγώνες αρχίζουν μόλις σε τρία χρόνια.