Οι ολυμπιακοί κύκλοι βάφονται… κόκκινοι
Από τις πολεμικές γροθιές στη Μελβούρνη μέχρι τη σφαγή του Μονάχου
1956 Το πρώτο μποϊκοτάζ και το πρώτο αίμα…
Για πρώτη φορά οι Ολυμπιακοί Αγώνες διεξάχθηκαν σε πόλη της Ωκεανίας και συγκεκριμένα στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, από τις 22 Νοεμβρίου έως τις 8 Δεκεμβρίου 1956. Ομως η διοργάνωση έμελλε να μείνει στην ιστορία λόγω της πολυτάραχης περιόδου που διένυε εκείνη την περίοδο ο πλανήτης και είχε ως αποτέλεσμα το πρώτο μποϊκοτάζ στην ιστορία των Αγώνων.
Για να πάρει η Μελβούρνη το χρίσμα χρειάστηκε να δώσει μάχη αρχικά με άλλες επτά συνυποψήφιες πόλεις, εκ των οποίων τέσσερις ήταν από τις ΗΠΑ (Μελβούρνη, Πόλη του Μεξικού, Μπουένος Αϊρες, Μόντρεαλ, Λος Αντζελες, Σαν Φρανσίσκο, Μινεάπολις, Φιλαδέλφεια). Στην τέταρτη και τελευταία ψηφοφορία η Μελβούρνη υπερίσχυσε του Μπουένος Αϊρες για μία ψήφο (21 έναντι 20).
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1956 συμμετείχαν 3.314 αθλητές (2.938 άντρες και 376 γυναίκες) από 72 χώρες, αλλά η πολιτική σκίασε τα πάντα παρά το γεγονός ότι αρχικά υπήρξε ικανοποίηση επειδή Δυτική και Ανατολική Γερμανία έκαναν γνωστό ότι κατεβαίνουν στη διοργάνωση με κοινή ομάδα. Η συνέχεια όμως ήταν δραματική και άφησε πολλά στίγματα στην ιστορία των Ολυμπιακών. Από τη μία η εισβολή των Ρώσων στην Ουγγαρία, από την άλλη ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος, από μια τρίτη πλευρά η σύρραξη στο Σουέζ και τέλος η διαμάχη Κίνας – Ταϊβάν οδήγησαν πολλές χώρες στο να μποϊκοτάρουν τους Αγώνες.
Λίγους μήνες πριν από τους Αγώνες η Αίγυπτος, ο Λίβανος και το Ιράκ αποφάσισαν να τους μποϊκοτάρουν λόγω της κρίσης στη διώρυγα του Σουέζ. Λίγο αργότερα ήρθε η σειρά της Ολλανδίας, της Ισπανίας και της Ελβετίας, οι οποίες επίσης ανακοίνωσαν ότι θα απέχουν από τη διοργάνωση επειδή θα συμμετείχε η Σοβιετική Ενωση η οποία είχε εισβάλει στην Ουγγαρία. Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε και το τρίτο «χτύπημα» καθώς δώδεκα μέρες πριν από την τελετή έναρξης η Κίνα ανακοίνωσε ότι ούτε εκείνη θα εμφανιζόταν
στους Αγώνες ως διαμαρτυρία επειδή θα συμμετείχε η Ταϊβάν με την οποία βρισκόταν σε διαμάχη.
Αποκορύφωμα της έντασης που επικρατούσε ήταν ο επεισοδιακός τελικός του πόλο αντρών στη Μελβούρνη μεταξύ Ουγγαρίας και ΕΣΣΔ εξαιτίας της εισβολής των Σοβιετικών στη Βουδαπέστη, όπου έπεσε πολύ ξύλο με αποτέλεσμα να διακοπεί ο αγώνας υπέρ των Ούγγρων και να μείνει στην ιστορία ως «ο τελικός που η πισίνα βάφτηκε κόκκινη από το αίμα».
Επειτα από όλα αυτά ήταν εντελώς οξύμωρο το γεγονός ότι στην τελετή λήξης, ύστερα από πρόταση που έκανε ένας νεαρός Κινέζος που κατοικούσε στην Αυστραλία, ο Τζον Ιαν Γουάνγκ, οι αθλητές όλων των χωρών μπήκαν στο στάδιο για πρώτη φορά πιασμένοι χέρι χέρι, με σκοπό να στείλουν μήνυμα ειρήνης σ’ όλο τον κόσμο…
Ενα ακόμη οξύμωρο των Αγώνων ήταν και το γεγονός πως αν και οι Ελβετοί και οι Ισπανοί απείχαν από τη διοργάνωση έλαβαν κανονικά μέρος στους Αγώνες της ιππασίας, που είχαν γίνει ένα μήνα νωρίτερα στη… Στοκχόλμη. Κι αυτό γιατί η Αυστραλία αρνήθηκε να δεχτεί άλογα από άλλες χώρες, φοβούμενη μήπως μεταφερθούν άγνωστες μεταδοτικές ασθένειες. Ετσι υποχρέωσε τη ΔΟΕ να μεταφέρει τους ιππικούς αγώνες στη Σουηδία. Εκεί συμμετείχαν 29 χώρες κι ανάμεσά τους Ελβετία και Ισπανία που αρνήθηκαν να ταξιδέψουν στη Μελβούρνη λόγω της εισβολής των Σοβιετικών στην Ουγγαρία.
Αντίθετα, για πρώτη φορά εκπροσωπήθηκαν στους Αγώνες η Κένυα, η Λιβερία, η Μαλαισία, η Ταϊβάν, η Ουγκάντα, τα νησιά Φίτζι και η Αιθιοπία.
Η Ελλάδα συμμετείχε στους Αγώνες με 13 αθλητές και κατέκτησε το πρώτο της μετάλλιο μετά το 1920, με το χάλκινο του 27χρονου Γιώργου Ρουμπάνη στο άλμα επί κοντώ με επίδοση 4,50 μ. Ηταν παράλληλα το πρώτο ελληνικό μετάλλιο στον στίβο έπειτα από 44 χρόνια, όταν στο βάθρο είχε ανέβει ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας το 1912 στη Στοκχόλμη.
Η επίδοση του Ρουμπάνη (που ήταν και σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής) αποτελούσε νέο πανελλήνιο και βαλκανικό ρεκόρ, αλλά και τη δεύτερη καλύτερη επίδοση στην Ευρώπη εκείνη την εποχή.
1960 Το πρώτο θανατηφόρο ντόπινγκ στη Ρώμη
Τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960 διεκδίκησαν επτά πόλεις (Ρώμη, Λωζάννη, Ντιτρόιτ, Βουδαπέστη, Βρυξέλλες, Πόλη του Μεξικού, Τόκιο) και τελικά στις 15 Ιουνίου 1955, κατά τη διάρκεια της 50ής συνόδου της ΔΟΕ στο Παρίσι, η Ρώμη επικράτησε της Λωζάννης με 35 ψήφους έναντι 24.
Στους Ολυμπιακούς της Ρώμης πήραν μέρος 5.338 αθλητές (4.727 άντρες και 611 γυναίκες) από 83 χώρες και στην τελετή έναρξης ακούστηκε για πρώτη φορά ως επίσημος ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων ο «Ολυμπιακός ύμνος», ο οποίος είχε γραφεί το 1896 από τον μεγάλο Ελληνα ποιητή Κωστή Παλαμά και μελοποιήθηκε από τον μουσουργό Σπύρο Σαμάρα.
Οι Αγώνες της Ρώμης μπορεί να ανέδειξαν στο αγωνιστικό μέρος τη μορφή του μεγάλου Αιθίοπα δρομέα Αμπέμπε Μπικίλα αλλά αμαυρώθηκαν από το πρώτο θανατηφόρο κρούσμα ντόπινγκ, γεγονός που συγκλόνισε τον περισσότερο κόσμο, που μέχρι τότε είχε άγνοια για θέματα ντόπινγκ. Θύμα ήταν ο Δανός ποδηλάτης Κνουτ Ενεμαρκ Γένσεν, ο οποίος κατέρρευσε κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών πριν από το αγώνισμα των 100 χιλιομέτρων σε δημόσιο δρόμο και λίγες ώρες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο που είχε μεταφερθεί, παρά τις προσπάθειες των γιατρών να τον κρατήσουν στη ζωή. Από την τοξικολογική εξέταση αποδείχθηκε ότι είχε λάβει υπερβολική δόση απαγορευμένων χαπιών που περιείχαν την ουσία βεζενδρίνη, η οποία, όπως αποκαλύφθηκε τότε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 είχε κάνει την εμφάνισή της στον αθλητισμό. Επρόκειτο για μια αμφεταμίνη που είναι σήμερα γνωστή στην αγορά με μια ελαφρά παραλλαγή και ως «σπιντ». Η βεζενδρίνη εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα από τα πλέον δημοφιλή αναβολικά, τα οποία έπαιρναν πολλοί αθλητές σε σχεδόν όλα τα σπορ ως «συμπλήρωμα διατροφής».
Η συχνή χρήση της βεζενδρίνης προκαλούσε και προκαλεί εξάρτηση και η υπερβολική κατανάλωσή της μπορεί να επιφέρει τον θάνατο, όπως έγινε στην περίπτωση του Δανού ποδηλάτη. Πολλά χρόνια αργότερα στη Μεγάλη Βρετανία είχε αποκαλυφθεί πως τη δεκαετία του ‘60 πολλοί Βρετανοί ποδοσφαιριστές, κυρίως της Εβερτον, εξαρτήθηκαν από τις αμφετα
μίνες, τις οποίες «έπαιρναν σε ολόκληρες χούφτες πριν από τους ποδοσφαιρικούς αγώνες».
Η Ελλάδα συμμετείχε στους Ολυμπιακούς της Ρώμης με 48 αθλητές και κατάφερε έπειτα από 48 χρόνια να κατακτήσει ένα χρυσό μετάλλιο. Το κατέκτησε στην ιστιοπλοΐα στην κατηγορία Ντράγκον με το σκάφος «Νηρεύς» (συνολικά μετείχαν 27 σκάφη). Πλήρωμά του αποτελούσαν ο τότε διάδοχος του θρόνου (και μετέπειτα βασιλιάς) Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ, ο Γιώργος Ζαΐμης και ο Οδυσσέας Εσκιντζόγλου, ενώ η αδελφή του Γλύξμπουργκ και μετέπειτα βασίλισσα της Ισπανίας πριγκίπισσα Σοφία ήταν αναπληρωματικό μέλος του πληρώματος.
Οι ιστιοδρομίες έγιναν την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου στον κόλπο της Νάπολης και το ελληνικό σκάφος τερμάτισε στην πρώτη θέση της γενικής κατάταξης με 6,733 βαθμούς ποινής, με δεύτερο το σκάφος της Αργεντινής και τρίτο το ιταλικό. Η απονομή των μεταλλίων έγινε την επόμενη μέρα (8/9) στο λιμάνι της Σάντα Λουτσία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο τότε πρόεδρος της Ιταλίας Τζιοβάνι Γκρόνκι ταξίδεψε μέχρι τη Νάπολη για να συγχαρεί μόνο τον διάδοχο…
Οπως ήταν φυσικό, το παλάτι εκμεταλλεύτηκε όσο γινόταν τη μεγάλη επιτυχία, εστιάζοντας βέβαια μόνο στον Κωνσταντίνο και αφήνοντας τους Εσκιντζόγλου και Ζαΐμη σε δεύτερο και τρίτο πλάνο.
Τους χρυσούς ιστιοπλόους υποδέχθηκαν κατά την επιστροφή τους από τη Ρώμη οι Αθηναίοι με όλες τις τιμές λόγω… διαδόχου. Στο αεροδρόμιο τους περίμενε ο βασιλιάς Παύλος (πατέρας του Κωνσταντίνου), μέλη της βασιλικής οικογένειας, μέλη της κυβέρνησης και της εκκλησίας, ο δήμαρχος Αθηναίων Αγγελος Τσουκαλάς, αγήματα των ενόπλων δυνάμεων που απέδωσαν τιμές αρχηγού κράτους στον Γλύξμπουργκ (οι άλλοι δύο ολυμπιονίκες κάθονταν πολύ πιο πίσω από τον γαλαζοαίματο), καθώς και πλήθος κόσμου. Μετά την υποδοχή οι ιστιοπλόοι κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη.
Η βασιλική οικογένεια φυσικά τα έδωσε όλα για να φτιάξει το καλύτερο προφίλ για τον διάδοχο του θρόνου. Τιμές, παράτες, δηλώσεις παρατρεχάμενων κι επισήμων κάθε μέρα, διθυραμβικά σχόλια στις… πετσωμένες εφημερίδες της εποχής (σας θυμίζει κάτι από τις σημερινές ημέρες;), ύμνοι για τον Γλύξμπουργκ σαν να ήταν μόνος του στο σκάφος και μόνος του να πήρε το χρυσό μετάλλιο. Από κοντά και ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, η δήλωση του οποίου «παιζόταν» για μέρες παντού: «Εν τω προσώπω του διαδόχου ετιμήθη το όνομα της Ελλάδος. Εκφράζω την χαράν και την υπερηφάνειάν μου».
«Κερδίσαμε ένα χρυσό μετάλλιο για την Ελλάδα πάνω από όλα και στη συνέχεια για τον εαυτό μας» δήλωσε ο Οδυσσέας Εσκιντζόγλου, ενώ ο Γιώργος Ζαΐμης συμπλήρωσε: «Το σκάφος μας ήταν καλό και σε κάθε ιστιοδρομία πηγαίναμε ολοένα και καλύτερα. Θυμάμαι ότι οι συνθήκες ήταν καλές, μας βοήθησαν και ύστερα από σκληρό συναγωνισμό με την Αργεντινή και την Ιταλία φτάσαμε στη μεγάλη επιτυχία». Τέλος, ο Γλύξμπουργκ τόνισε πως «είναι το πιο υπέροχο συναίσθημα που είχα ποτέ, μετά τον αρραβώνα με τη γυναίκα μου»…
1964 Η… κατάρα των ολυμπιονικών
Τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964 διεκδίκησαν τρεις πόλεις, το Τόκιο, οι Βρυξέλλες και το Ντιτρόιτ, με την πρωτεύουσα της Ιαπωνίας να παίρνει άνετα το χρίσμα από την πρώτη ψηφοφορία, στις 26 Μαΐου 1959, κατά τη διάρκεια της 55ης συνόδου της ΔΟΕ που έγινε στο Μόναχο. Ηταν η πρώτη φορά που οι Αγώνες διεξάχθηκαν σε χώρα της Ασίας.
Την ολυμπιακή φλόγα δεν άναψε κάποιος αθλητής αλλά ένας 19χρονος, ο Γιοσινόρι Σακάι, η επιλογή του οποίου συμβόλιζε τη μεταπολεμική ειρηνική πορεία της Ιαπωνίας. Κι αυτό γιατί ο Σακάι είχε γεννηθεί στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945, την ημέρα που έπεσε η ατομική βόμβα στην πόλη. Στους Αγώνες πήραν μέρος 5.151 αθλητές από 93 χώρες, με τη ΔΟΕ να αποκλείει από αυτούς τη Νότια Αφρική λόγω του Απαρτχάιντ.
Παρά το γεγονός ότι η διοργάνωση ήταν άψογη, εντούτοις τα περίεργα και… μεταφυσικά ξεκίνησαν τα αμέσως επόμενα χρόνια, καθώς κάποια… κατάρα χτύπησε αρκετούς από τους αθλητές που πήραν μέρος σε αυτήν. Ο ολυμπιονίκης του μαραθωνίου για δεύτερη σερί ολυμπιάδα Αμπέμπε Μπικίλα τραυματίστηκε το 1969 σοβαρά σε τροχαίο, για να πεθάνει τέσσερα χρόνια μετά (1973) κατάκοιτος σε ηλικία 41 ετών από εγκεφαλική αιμορραγία. Επίσης, ο Σοβιετικός ολυμπιονίκης του ύψους, ο περίφημος Βαλερί Μπρούμελ, ένα χρόνο μετά τους Αγώνες έπεσε θύμα τροχαίου δυστυχήματος και τελείωσε άδοξα τη μεγάλη καριέρα του.
Ακόμη, ο Αμερικανός Ρόναλντ Ζεν (έκτος στα 20.000 μ. βάδην) σκοτώθηκε στο Βιετνάμ, ενώ ο Βρετανός ασημένιος ολυμπιονίκης στα 400 μ. με εμπόδια Τζον Κούπερ βρήκε τραγικό θάνατο (1974) σε ηλικία 33 χρόνων μετά την πτώση του αεροπλάνου στο οποίο ήταν επιβάτης.
Ομως την πιο τραγική ιστορία έγραψε ο Ιάπωνας μαραθωνοδρόμος Κόκιτσι Τσουμπουράγια. Στις 21 Οκτωβρίου 1964, τρεις μέρες πριν από τη λήξη των
Αγώνων, διεξάχθηκε ο μαραθώνιος δρόμος. Το Ολυμπιακό Στάδιο του Τόκιο ήταν κατάμεστο από πολύ νωρίς με 75.000 θεατές που συγκεντρώθηκαν εκεί με την ελπίδα ότι η Ιαπωνία θα κέρδιζε επιτέλους το πρώτο της μετάλλιο στον στίβο, τη στιγμή που σε πολλά άλλα αθλήματα είχε κερδίσει πολλά μετάλλια. Ομως στον βασιλιά των Ολυμπιακών Αγώνων, τον στίβο, δεν είχαν δει τη σημαία τους στους τρεις ιστούς. Και ο Τσουμπουράγια για τους πολύ αισιόδοξους ήταν μεταξύ των φαβορί όχι μόνο για το βάθρο αλλά ακόμη και για να «χτυπήσει» την πρώτη θέση από τον μεγάλο Αμπέμπε Μπικίλα, που αυτήν τη φορά έτρεξε με παπούτσια και όχι ξυπόλυτος όπως στη Ρώμη τέσσερα χρόνια νωρίτερα...
Ο Μπικίλα δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης και τερμάτισε πρώτος με νέο παγκόσμιο ρεκόρ. Τέσσερα λεπτά αργότερα το κατάμεστο Ολυμπιακό Στάδιο σείστηκε από τους πανηγυρισμούς των 75.000 Γιαπωνέζων που είδαν τον συμπατριώτη τους Κόκιτσι Τσουμπουράγια να μπαίνει στο στάδιο ακολουθούμενος από τον Βρετανό Μπέιζιλ Χίτλεϊ, ο οποίος περίπου 300 μέτρα πριν από τον τερματισμό προσπέρασε τον Ιάπωνα και πήρε τη δεύτερη θέση, με τον Τσουμπουράγια να τερματίζει τρίτος με τέσσερα δευτερόλεπτα διαφορά. Στο στάδιο έπεσε νεκρική σιγή από την απογοήτευση των θεατών. Ο ίδιος ο Τσουμπουράγια δεν είχε κουράγιο να πανηγυρίσει το χάλκινο μετάλλιό του καθώς θεώρησε ότι δεν αντα
ποκρίθηκε στις προσδοκίες των συμπατριωτών του. Μετά τους Αγώνες πείσμωσε και αποφάσισε να προετοιμαστεί σκληρά για να πάρει τη μεγάλη ρεβάνς στο Μεξικό το 1968. Ομως η ιστορία του είχε τραγικό τέλος καθώς ο 28άχρονος πλέον Τσουμπουράγια, ο οποίος ήταν στρατιωτικός των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας, στις 9 Ιανουαρίου 1968, χρονιά που θα έπαιρνε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού, έβαλε τέλος στη ζωή του. Οι συνάδελφοί του τον βρήκαν νεκρό στο δωμάτιό του στο προπονητικό κέντρο του στρατού έχοντας στα χέρια του το χάλκινο μετάλλιο του 1964. Δίπλα του, ένα σημείωμα του αυτόχειρα έγραφε ότι κουράστηκε να τρέχει και παρακάλεσε τους γονείς του να τον συγχωρήσουν. Τι είχε συμβεί;
Ο προπονητής του Τσουμπουράγια είχε αναβάλει τον γάμο του αθλητή με την κοπέλα του την Εϊκο, προκειμένου να συγκεντρωθεί εξ ολοκλήρου στους Αγώνες. Αυτό εξόργισε τη μητέρα της κοπέλας, που διάλυσε τον αρραβώνα της κόρης της με τον ολυμπιονίκη, γιατί όπως υποστήριξε είχε εξαντλήσει την υπομονή της με τον υποψήφιο γαμπρό. Λίγο αργότερα ο Τσουμπουράγια έμαθε ότι η Εϊκο παντρεύτηκε έναν άλλο άντρα κι αυτό του κόστισε πολύ ψυχολογικά. Αμέσως μετά την ερωτική απογοήτευση ήρθε κι ένας τραυματισμός κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του για το Μεξικό που έκανε τη συμμετοχή του αμφίβολη. Δεν άντεξε και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία…
1968 Τα μαύρα γάντια που άλλαξαν τον κόσμο
Η δεξιά γροθιά του Τόμι Σμιθ και η αριστερή γροθιά του Τζον Κάρλος κατάφεραν καίριο πλήγμα στο μαλακό υπογάστριο του κοιμώμενου πλανήτη. Μέσα σε μια στιγμή απαράμιλλης τόλμης, δύο μαύρα γάντια άλλαξαν τον κόσμο. Ωστόσο, τα γοργά ποδάρια των ατρόμητων σπρίντερ δεν μπορούσαν να τους σώσουν από το αδυσώπητο κυνηγητό που ακολούθησε. Η «μαύρη δύναμη», την οποία χαιρέτησαν από το βάθρο του ολυμπιονίκη των 200 μ. στις 16 Οκτωβρίου 1968 στο Μεξικό, ήταν ακόμη ισχνή, αδιόρατη, καταπιεσμένη.
Μισό αιώνα αργότερα η πατρίδα τους βράζει ξανά και ο κόσμος του αθλητισμού ξεσηκώνεται με πολλαπλάσια πολεμοφόδια. «Εμείς φροντίσαμε για τη σπορά και τα νέα παιδιά γεύονται τους καρπούς από την ανθισμένη γη» λέει στα 72 του ο Νεοϋορκέζος Κάρλος με τις κουβανέζικες ρίζες.
Οποιος μελετήσει προσεκτικά το ιστορικό ενσταντανέ θα παρατηρήσει και άλλες ενδείξεις διαμαρτυρίας ενάντια στις διακρίσεις. Ο χρυσός Σμιθ και ο χάλκινος Κάρλος φορούσαν μαύρα κασκόλ («σύμβολα φυλετικής υπερηφάνειας»), μαύρες κάλτσες δίχως παπούτσια («για τους φτωχούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα»), καθώς και περιδέραια με μαύρες χάντρες («για όσους λιντσαρίστηκαν, πασαλείφτηκαν με πίσσα και πούπουλα και δολοφονήθηκαν άκλαυτοι»). Στη στολή τους είχαν κεντήσει κονκάρδες του Ολυμπιακού Κινήματος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του κοινωνιολόγου Χάρι Εντουαρντς, που λίγες εβδομάδες νωρίτερα καλούσε τους μαύρους αθλητές να μποϊκοτάρουν τους Αγώνες.
Ο Τεξανός Σμιθ, ο οποίος κατέρριψε και το παγκόσμιο ρεκόρ με επίδοση 19,83, υποχρεώθηκε να δώσει εξηγήσεις: «Μόνο όταν κερδίζουμε κάποιο μετάλλιο μας φέρονται σαν γνήσιους Αμερικανούς. Οταν χάνουμε είμαστε απλώς αραπάδες…».
Ο Κάρλος έτρεμε από τον φόβο του όταν ξεκίνησε το τελετουργικό. «Το μόνο που θυμάμαι ήταν η νεκρική σιγή που ακολούθησε. Κάποιος άρχισε να ψάλλει τον εθνικό ύμνο, αλλά αμέσως σταμάτησε. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί θα ήθελαν να μας πυροβολήσουν από τις εξέδρες».
Οι δύο θαρραλέοι αθλητές αποδοκιμάστηκαν από τους Μεξικανούς θεατές, εξοστρακίστηκαν αμέσως από το Ολυμπιακό Χωριό και αποκλείστηκαν από την αποστολή των ΗΠΑ. Ο φιλοναζιστής, δήθεν απολιτίκ πρόεδρος της ΔΟΕ Εϊβερι Μπράντατζ επικαλέστηκε «παραβίαση των αρχών του ολυμπιακού ιδεώδους»
και απείλησε ότι θα τους αφαιρούσε τα μετάλλια. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Οι πρώτες απειλές ενάντια στη ζωή του 24χρονου Σμιθ και του 23χρονου Κάρλος ακούστηκαν προτού ακόμη το δίδυμο εγκαταλείψει την Πόλη του Μεξικού. Μετά την επιστροφή στην πατρίδα έζησαν σαν απόκληροι, βρέθηκαν υπό διαρκή παρακολούθηση από το FBI και έμειναν χωρίς δουλειά. Τα παιδιά του Κάρλος δέχτηκαν ανελέητους ξυλοδαρμούς στο σχολείο, ενώ η σύζυγός του έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, ώσπου αυτοκτόνησε το 1977. Η αυτοθυσία υπήρξε αναπόσπαστο μέρος της πρωτοβουλίας που τράνταξε συθέμελα το αθλητικό στερέωμα.
Τα μετάλλια, πάντως, οι δύο ολυμπιονίκες τα διέσωσαν. «Το δικό μου το έχει η γριά μάνα μου» είπε πρόσφατα ο Τζον Κάρλος. Ο Τόμι Σμιθ το έβγαλε σε πλειστηριασμό το 2010 μαζί με τα παπούτσια που φόρεσε στο Μεξικό. Η διαμαρτυρία των δύο σπρίντερ δεν ήταν απόφαση της στιγμής. Πολλοί μαύροι αθλητές από τις ΗΠΑ σκέφτονταν να μποϊκοτάρουν τους αγώνες του Μεξικού, αλλά φοβήθηκαν τις επιπτώσεις και έκαναν πίσω. Οι Σμιθ και Κάρλος, όμως, ένιωσαν τους προβολείς της Ιστορίας καρφωμένους στο κορμί τους.
«Κατάλαβα ότι κάτι σκάρωναν πριν από την απονομή, αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς» αφηγήθηκε ο τρίτος του βάθρου, ο λευκός Αυστραλός Κεν Νόρμαν. «Είδα μόνο τις κονκάρδες που φορούσαν υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ζήτησα να μου δώσουν και εμένα μία».
Ο Νόρμαν, αγκάθι για το λευκό κατεστημένο της δικής του πατρίδας, στήριξε ολόψυχα την πρωτοβουλία των δύο Αμερικανών μέχρι το τέλος της ζωής του. Στην κηδεία του το 2006 οι Σμιθ και Κάρλος ήταν ανάμεσα στους άντρες που σήκωσαν το φέρετρό του. Εξι χρόνια αργότερα το αυστραλιανό κράτος ζήτησε συγγνώμη από τα παιδιά του Νόρμαν για την περιφρόνηση με την οποία μεταχειρίστηκε τον πατέρα τους. Οταν οι Ουέιν Κολέτ και Βίνσεντ Μάθιους προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν με παρόμοιο τρόπο το 1972 στο Μόναχο στο βάθρο των νικητών των 400 μ. τιμωρήθηκαν με ισόβιο αποκλεισμό από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Χρειάστηκε να φτάσει ο 20ός αιώνας στο λυκόφως του για να αποκατασταθεί το κύρος των δύο ηρώων του Μεξικού και να εδραιωθεί η θέση τους στο συλλογικό υποσυνείδητο. Τόσο ο Σμιθ όσο και ο Κάρλος εργάστηκαν ως προπονητές στίβου και βραβεύτηκαν από πολυάριθμες οργανώσεις για την προσφορά τους στους κοινωνικούς αγώνες.
«Η υψωμένη γροθιά μας δεν ήταν σύμβολο μίσους προς τη σημαία, αλλά αντίστασης και αγώνα» τονίζει, πιονιέρος μιας σκοτεινής και δύσβατης εποχής, ο Τόμι Σμιθ. «Η ΔΟΕ παραμένει μια άπληστη δικτατορία του χρήματος» δήλωσε πρόσφατο ο Τζον Κάρλος.
1972 Η μεγάλη τραγωδία της 5ης Σεπτεμβρίου
Το 1972 έλαβαν χώρα οι 20οί Ολυμπιακοί Αγώνες, οι οποίοι για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επιλέχθηκαν να διεξαχθούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ειδικότερα στην πόλη του Μονάχου. Η συγκεκριμένη επιλογή είχε και έναν περαιτέρω συμβολισμό, καθώς εκεί είχε γεννηθεί το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP) των ναζί και η συμμετοχή των Ισραηλινών αθλητών ενείχε ένα οικουμενικό μήνυμα για την επούλωση των πληγών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Οι αγώνες του Μονάχου αμαυρώθηκαν από τα γεγονότα της 5ης Σεπτεμβρίου, όταν οκτώ Παλαιστίνιοι της οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης εισέβαλαν στο ολυμπιακό χωριό και το κτίριο όπου διέμενε η αποστολή του Ισραήλ. Δύο μέλη της αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν αμέσως ενώ εννιά βρέθηκαν όμηροι. Συνολικά η τρομοκρατική ενέργεια κόστισε 17 ανθρώπινες ζωές.
Πριν από την έναρξη των αγώνων ο επικεφαλής της ισραηλινής αποστολής Σμούελ Λάλκιν είχε επισημάνει δημόσια την «αίσθηση ανασφάλειας» λόγω των ελλιπών μέτρων ασφαλείας από τις γερμανικές αρχές. Οι αθλητές μπορούσαν να κυκλοφορούν ανενόχλητοι στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις, ενώ η απουσία των αντρών φύλαξης ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.
Οι οικοδεσπότες είχαν διαβεβαιώσει ότι θα ληφθούν ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας στον χώρο των Ισραηλινών αθλητών, ωστόσο αυτό δεν έγινε στην πράξη. Ενδεικτικά, στο ντοκιμαντέρ «One day in September» αναφέρεται ότι η ασφάλεια στο χωριό των αθλητών ήταν σκοπίμως χαλαρή και πολλές φορές οι αθλητές έρχονταν ή έφευγαν απ’ αυτό χωρίς να προσκομίζουν την απαραίτητη ταυτότητα. Πολλοί αθλητές παρέκαμπταν τα σημεία ελέγχου της ασφάλειας και σκαρφάλωναν πάνω από τους φράχτες που περιέβαλλαν το χωριό.
Στις 5 Σεπτεμβρίου, δηλαδή τη δεύτερη εβδομάδα των αγώνων, η ομάδα των ένοπλων Παλαιστινίων εισέβαλε από αφύλακτο σημείο στις αθλητικές εγκαταστάσεις και ειδικότερα στο διαμέρισμα των Ισραηλινών αθλητών. Οι Παλαιστίνιοι μπήκαν με σχετική ευκολία στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις, είχαν καλυμμένο το πρόσωπό τους και μετέφεραν τα όπλα τους μέσα σε αθλητικούς σάκους. Η εισβολή και οι επιθέσεις ήταν σύντομες και χαρακτηρίζονταν από ακραία βιαιότητα.
Αμέσως ξεκίνησε ένας κύκλος διαπραγματεύσεων, με την κυβέρνηση του Ισραήλ να αρνείται από
την αρχή να ικανοποιήσει το αίτημα των εισβολέων για απελευθέρωση 234 Παλαιστινίων κρατουμένων από τις ισραηλινές φυλακές. Οι γερμανικές αρχές, αφού αρνήθηκαν τη συνεργασία των Ισραηλινών, εκπόνησαν ένα σχέδιο με στόχο να εγκλωβίσουν τους τρομοκράτες σ’ ένα κοντινό αεροδρόμιο, πείθοντάς τους ότι θα τους αφήσουν να διαφύγουν με αεροπλάνο. Δυστυχώς, το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς. Αργά το βράδυ της 5ης Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί σκοπευτές που ήταν σε κάθε γωνία του αεροδρομίου άνοιξαν πυρ και τότε οι τρομοκράτες σκότωσαν και τους εννέα ομήρους. Από την ανταλλαγή πυροβολισμών τον θάνατο βρήκαν επίσης οι πέντε από τους οκτώ τρομοκράτες (οι τρεις συνελήφθησαν) κι ένας Γερμανός αστυνομικός.
Ο Μαύρος Σεπτέμβρης ήταν παλαιστινιακή εξτρεμιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1971, μετά την έξωση των Παλαιστινίων και την απέλαση της PLO του Γιάσερ Αραφάτ από τα εδάφη της Ιορδανίας. Τα μέλη της προέρχονταν από στρατόπεδα Παλαιστίνιων προσφύγων του Λιβάνου, της Συρίας και της Ιορδανίας. Οι δολοφονίες των μελών της ισραηλινής αποστολής αποτελούσαν πράξη διεθνοποίησης του παλαιστινιακού προβλήματος, στοχεύοντας στην παγκόσμια κινητοποίηση για την επίλυσή του.
Ωστόσο ο τρόπος που επέλεξε η οργάνωση να ενημερώσει τη διεθνή κοινή γνώμη για το παλαιστινιακό ζήτημα προκάλεσε παγκόσμιο σοκ.
Η οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης ονόμασε την επίθεση κατά των Ισραηλινών αθλητών στο Μόναχο «Iqrit and Biram» από τα ονόματα των δύο παλαιστινιακών χριστιανικών χωριών των οποίων τους κατοίκους είχε διώξει από τα σπίτια τους ο ισραηλινός στρατός μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948. Ο Luttif Afif, με κωδικό όνομα Issa, ως επικεφαλής της οργάνωσης υποστήριζε ότι με την αιματηρή επίθεση υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων στο Ισραήλ. Ο Issa είχε Εβραία μητέρα και χριστιανό πατέρα, ενώ εργαζόταν στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις μαζί με άλλα μέλη της οργάνωσης και γι’ αυτό ήταν γνώριμος στους αθλητές.
Ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας ήταν ο μόνος Αραβας ηγέτης που καταδίκασε την επίθεση. Τη χαρακτήρισε «απάνθρωπο έγκλημα κατά του πολιτισμού που έγινε από άρρωστα μυαλά». Η μοναδική καταδίκη από το αραβικό τόξο σχετίζεται πολιτικά με την προηγηθείσα σύγκρουση μεταξύ των PLO και Συρίας από τη μια πλευρά και της Ιορδανίας από την άλλη. Το Ισραήλ είχε σταθεί στο πλευρό του βασιλιά της Ιορδανίας ενώ η Συρία στο πλευρό των Παλαιστινίων.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Νίξον διατύπωσε διάφορες προτάσεις, όπως να παραστεί στην κηδεία των αθλητών ή να κηρύξει ημέρα εθνικού πένθους. Τελικά συμφώνησε με τον Χένρι Κίσινγκερ και άσκησε πίεση στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθών για μέτρα κατά της διεθνούς τρομοκρατίας.
Οι Αγώνες διακόπηκαν προσωρινά, καθώς συνεχίστηκαν έπειτα από 32 ώρες. Υπήρχαν φωνές που υποστήριζαν ότι με τόσους νεκρούς επιβαλλόταν να σταματήσει η διοργάνωση, η ΔΟΕ όμως αποφάσισε ότι έπρεπε να συνεχιστεί και οι αθλητές να φορέσουν και πάλι τις φόρμες τους. Την επόμενη μέρα, στην τελετή-φόρο τιμής για τους νεκρούς, 80.000 κόσμος βρέθηκε στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου και οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες.
Η οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης απαίτησε, εκτός από την απελευθέρωση των 234 κρατούμενων Παλαιστινίων, την απελευθέρωση και δύο ακόμη κρατούμενων από τις γερμανικές αρχές, των τρομοκρατών Αντρέας Μπάαντερ και Ουλρίκε Μάινχοφ, μέλη της οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF), καθώς και την ασφαλή διαφυγή των ιδίων από τη Δυτική Γερμανία. Τα αιτήματά τους δεν έγιναν δεκτά ούτε από τον Γερμανό καγκελάριο Βίλι Μπραντ ούτε από την Ισραηλινή πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ. Οι Γερμανοί πάντως
προσφέρθηκαν να δώσουν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στους απαγωγείς για να απελευθερώσουν τους ομήρους ή να τους αντικαταστήσουν με Γερμανούς πολίτες. Οι Παλαιστίνιοι τρομοκράτες αρνήθηκαν την προσφορά κι επέμειναν στους όρους τους.
Τα όσα συνέβησαν έτυχαν παγκόσμιας δημοσιότητας. Τηλεθεατές απ’ όλο τον κόσμο παρακολουθούσαν λεπτό προς λεπτό όσα γίνονταν στο Μόναχο. Η ισραηλινή κυβέρνηση είχε αρνηθεί να διαπραγματευτεί με την οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης, εκτιμώντας ότι η όποια διαπραγμάτευση θα έδινε δικαιώματα για μελλοντικές επιθέσεις και τελεσίγραφα. Για τους οικοδεσπότες η επίθεση και η ομηρία των Ισραηλινών αθλητών ήταν πολιτικά εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, κυρίως γιατί οι αθλητές ήταν Εβραίοι. Οι γερμανικές αρχές πιάστηκαν εντελώς απροετοίμαστες παρά το καμπανάκι που τους είχαν χτυπήσει οι Ισραηλινοί και το χτύπημα του Μαύρου Σεπτέμβρη είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τους Αγώνες και να φύγουν από το Μόναχο οι υπόλοιποι Ισραηλινοί αθλητές. Αρκετοί αθλητές από άλλες αποστολές δεν ήθελαν να αγωνιστούν, αλλά τελικά παρέμειναν και οι Αγώνες ολοκληρώθηκαν.
Το χτύπημα των Παλαιστινίων το είχε προβλέψει ένας Δυτικογερμανός ψυχολόγος! Οι διοργανωτές των Αγώνων είχαν ζητήσει από τον Τζορτζ Σίμπερ να δημιουργήσει 26 σενάρια τρομοκρατίας που θα τους βοηθούσαν στον σχεδιασμό της ασφάλειας. Στην «Κατάσταση 21» που δημιούργησε προέβλεψε με ακρίβεια την εισβολή ένοπλων Παλαιστινίων στα καταλύματα που διέμενε η αποστολή του Ισραήλ με σκοπό να σκοτώσουν και να κρατήσουν ομήρους προκειμένου να απαιτήσουν την απελευθέρωση των φυλακισμένων τους από το Ισραήλ και να φύγουν από τη Γερμανία με ένα αεροπλάνο. Το παράδοξο είναι ότι οι διοργανωτές αρνήθηκαν να προχωρήσουν στην προετοιμασία για την «Κατάσταση 21» και τα άλλα σενάρια, στη λογική ότι αν φύλαγαν τους αθλητές, εναντιώνονταν στον στόχο των «ανέμελων Αγώνων» χωρίς αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Τρεις ημέρες μετά τη σφαγή του Μονάχου, στις 8 Σεπτεμβρίου, οι Ισραηλινοί σε αντίποινα βομβάρδισαν παλαιστινιακά στρατόπεδα στον Λίβανο και στη Συρία, με αποτέλεσμα οι νεκροί να ξεπεράσουν τους 100. Εν τω μεταξύ οι σοροί των πέντε τρομοκρατών μεταφέρθηκαν στη Λιβύη του συνταγματάρχη Καντάφι, όπου θάφτηκαν με τιμές ηρώων.
Για την ιστορία, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 έλαβαν μέρος 7.123 αθλητές από 121 χώρες οι οποίοι διαγωνίστηκαν σε 195 αγωνίσματα. Επειτα από 52 χρόνια επανεμφανίστηκε στο αγωνιστικό πρόγραμμα η τοξοβολία και έπειτα από 36 το χάντμπολ.