Το μπαράζ των μποϊκοτάζ
Ο «θρίαμβος» της πολιτικής σε βάρος του αθλητισμού
1976 Ντόπινγκ και δρακόντεια μέτρα στο Μόντρεαλ
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Μόντρεαλ ήταν οι πρώτοι στη σύγχρονη ιστορία τους που σημαδεύτηκαν από κάθε λογής γεγονότα και σκάνδαλα, εντός κι εκτός αθλητισμού. Ηταν μια διοργάνωση στην οποία η πολιτική έμπλεξε για τα καλά με τον αθλητισμό, με αποκορύφωμα το μποϊκοτάζ από τις αφρικανικές χώρες. Ηταν η διοργάνωση όπου το ντόπινγκ έκανε για τα καλά την εμφάνισή του, ειδικά στην κολύμβηση. Ηταν τα δρακόντεια έως υπερβολικά μέτρα ασφαλείας που ενόχλησαν ακόμη και τους αθλητές και, τέλος, ήταν η τεράστια οικονομική αποτυχία των Αγώνων, την οποία πλήρωσε ο λαός του Καναδά, καθώς το χρέος της χώρας αυξήθηκε κατακόρυφα και η αποπληρωμή του κράτησε πολλά χρόνια…
Η γαλλόφωνη μεγαλούπολη πήρε το χρίσμα της διοργάνωσης στις 12 Μαΐου 1970, κατά τη διάρκεια της συνόδου της ΔΟΕ στο Αμστερνταμ, έχοντας ως αντιπάλους της τη Μόσχα και το Λος Αντζελες. Στον πρώτο γύρο η υποψηφιότητα του Μόσχας έλαβε 28 ψήφους, του Μόντρεαλ 25 και του Λος Αντζελες 17. Στον δεύτερο γύρο της ψηφοφορίας επικράτησε το Μόντρεαλ με 41 ψήφους έναντι 28 της Μόσχας και 1 λευκής.
Οι Αγώνες διεξάχθηκαν από τις 17 Ιουλίου έως την
1η Αυγούστου στη σκιά της τραγωδίας της προηγούμενης ολυμπιάδας, εκείνης του Μονάχου, και με τον φόβο ενός νέου τρομοκρατικού χτυπήματος. Ξοδεύτηκαν 100 εκατ. δολάρια για την ασφάλεια αθλητών και αποστολών, ενώ 16.000 αστυνομικοί και στρατιώτες χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Σε αυτούς πήραν μέρος 6.028 αθλητές (4.781 άντρες και 1.247 γυναίκες) από 92 χώρες. Η μασκότ των Αγώνων ήταν ο Αμίκ, όνομα που στη γλώσσα των Ινδιάνων σημαίνει κάστορας και συμβόλιζε τη σκληρή δουλειά.
Οι Αγώνες σημείωσαν τεράστια οικονομική αποτυχία καθώς ο προϋπολογισμός τους εκτινάχθηκε στα ύψη κυρίως λόγω των αυξημένων μέτρων ασφαλείας (το 2004 ήρθε η σειρά της Ελλάδας να χρυσοπληρώσει τα ίδια μέτρα). Σαν να μην έφτανε αυτό, η διοργάνωση έγινε σε μια εποχή βαθιάς πετρελαϊκής κρίσης και δέχτηκε το τελικό χτύπημα μόλις 24 ώρες πριν από την τελετή έναρξης, όταν 24 χώρες αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τους Αγώνες λόγω ρατσισμού.
Περίπου ένα μήνα πριν από τους Αγώνες η ομάδα ράγκμπι της Νέας Ζηλανδίας περιόδευσε στη Νότια Αφρική που ήταν τιμωρημένη λόγω του απαρτχάιντ. Πολλές αφρικανικές χώρες με πρωτοβουλία της Τανζανίας απείλησαν τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή ότι αν δεν αποκλείσει τη Νέα Ζηλανδία από τη διοργάνωση, θα μποϊκοτάρουν τους Αγώνες. Ομως τα μέλη της ΔΟΕ, που δεν είχαν σχέση με το ράγκμπι καθώς δεν ήταν ολυμπιακό άθλημα, δεν ήθελαν με τίποτε να χάσουν… μελλοντικούς ψήφους από το μπλοκ της Ωκεανίας και το μόνο που έκαναν ήταν να προσπαθήσουν να πείσουν τους Αφρικανούς να μη χρησιμοποιήσουν τους Ολυμπιακούς ως αντίποινα και υποσχέθηκαν ότι μετά τους Αγώνες θα ερευνήσουν το θέμα. Ομως οι Αφρικανοί δεν πείστηκαν από τις υποσχέσεις και τελικά μία μόλις μέρα πριν από την έναρξη των Αγώνων 24 χώρες αποφάσισαν μποϊκοτάζ. Πολλές μάλιστα από αυτές είχαν στείλει ήδη τους αθλητές τους στον Καναδά κι έτσι τη μέρα έναρξης οι αποστολές τους αποχωρούσαν από το Μόντρεαλ…
«Το πιο σοβαρό πρόβλημα εκείνων των ημερών του Ιουλίου ήταν η απειλή, η οποία τελικά υλοποιήθηκε, απόσυρσης από τους Αγώνες από τις αφρικανικές χώρες. Οπως συμβαίνει συχνά στον διεθνισμό, μια σειρά από γεγονότα, κυρίως απρόβλεπτα, παρουσιάστηκαν όλα μαζί στη ΔΟΕ ως τετελεσμένα αλλά η επιτροπή δεν μπορούσε να τα υποσκελίσει. Η τελική απόσυρση ήρθε είκοσι τέσσερις ώρες πριν από την έναρξη των Αγώνων και υπήρξαν σκηνές με δακρυσμένους Αφρικανούς αθλητές που έβγαζαν τις επίσημες στολές τους, έφτιαχναν τοις βαλίτσες τους, αποχαιρετούσαν συναθλητές τους και πήγαιναν πάλι στο σπίτι» έγραψε στην αυτοβιογραφία του «Τα ολυμπιακά μου χρόνια» ο τότε πρόεδρος της ΔΟΕ λόρδος Μάικλ Κιλάνιν και συμπλήρωνε: «Στην τελετή έναρξης κάθισα δίπλα με τη βασίλισσα, η οποία, όπως χιλιάδες άλλοι στο γήπεδο, έδειξε το άγχος και τη λύπη της για τους κενούς χώρους που υπήρχαν στην παρέλαση των ομάδων. Μαζί της προσπαθούσα κι εγώ να ανακαλύψω ποιες από τις αφρικανικές χώρες και άλλες αντιπροσωπείες έλειπαν ή ήταν παρούσες».
Ο Ιρλανδός παράγοντας είχε όραμα αλλά του πήγαν κι όλα στραβά, καθώς ήταν πρόεδρος της ΔΟΕ σε τρεις Ολυμπιακούς Αγώνες που έμειναν στην ιστο
ρία, δυστυχώς όχι μόνο για τις αθλητικές επιδόσεις. Του Μονάχου το 1972, του Μόντρεαλ το 1976 και της Μόσχας το 1980. Δεν τον λες και τυχερό. Ο διάδοχός του Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ φρόντιζε να τον «αδειάζει» πάντα, με αποκορύφωμα τον χαρακτηρισμό που του έδωσε ως «μαλακό σαν παπούτσι από καστόρι», και τον κατηγορούσε ότι «δεν μπορείς να διοικείς τη ΔΟΕ από το… σπίτι σου στην Ιρλανδία».
Πέρα από το μποϊκοτάζ, όμως, οι Αγώνες του Μόντρεαλ σημαδεύτηκαν και από το ντόπινγκ, είτε με κρούσματα που ανιχνεύτηκαν είτε με σοβαρές καταγγελίες σε βάρος των Ανατολικογερμανίδων αθλητριών, ειδικά στην κολύμβηση.
Η πρώτη ντοπαρισμένη αθλήτρια ανιχνεύτηκε στον στίβο και ήταν η σφαιροβόλος Ντανούτα Ροζάνι από την Πολωνία. Ομως οι καταγγελίες της Αμερικανίδας κολυμβήτριας Σίρλεϊ Μπαμπάσοφ (αλλά και της αμερικανικής αποστολής), που κατηγόρησε τις Ανατολικογερμανίδες συναθλήτριές της ότι χρησιμοποιούν αναβολικά στεροειδή και σαρώνουν τα μετάλλια, δημιούργησαν τεράστια ζημιά στη διοργάνωση και ξέσπασε σάλος καθώς στην πορεία κι άλλες χώρες πήραν το μέρος των ΗΠΑ. Οπως μάλιστα υποστήριζε η Αμερικανίδα κολυμβήτρια, «είναι αφύσικο να βλέπεις σε γυναίκες τόσο μεγάλους μυς και να ακούς τις βαθιές (σχεδόν αντρικές) φωνές τους».
Οι αντιδράσεις έδωσαν και πήραν, με τη ΔΟΕ να παρακολουθεί ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε και να προσπαθεί περισσότερο να κουκουλώσει το θέμα για να μην αμαυρωθεί η εικόνα της παρά να ζητήσει αποδείξεις από όλους. Από την πλευρά της Ανατολικής Γερμανίας το μοναδικό σχόλιο που έγινε ήταν από τον επικεφαλής της αποστολής στο Μόντρεαλ που απάντησε: «Οι κολυμβήτριές μας ήρθαν εδώ για να κολυμπήσουν και όχι για να τραγουδήσουν».
Οπως και να είχε, η Ανατολικογερμανίδα Κορνέλια Εντερ εντυπωσίασε στην κολύμβηση, με τέσσερα χρυσά μετάλλια κι ένα αργυρό. Εκείνο που προκάλεσε τον σάλο ήταν οι πολύ υψηλές επιδόσεις των Ανατολικογερμανίδων, τη στιγμή μάλιστα που τέσσερα χρόνια πριν, στο Μόναχο, δεν είχαν κατακτήσει κανένα μετάλλιο, ενώ στο Μόντρεαλ κέρδισαν τα έντεκα από τα δεκατρία αγωνίσματα!
Πολλά χρόνια μετά πάντως αποδείχθηκε ότι οι καταγγελίες και οι υποψίες ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Οι αποκαλύψεις που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας απέδειξαν ότι οι Ανατολικογερμανίδες κολυμβήτριες έκαναν χρήση αναβολικών εν αγνοία τους. Ουσιαστικά έπεσαν «θύματα» ενός οργανωμένου προγράμματος το οποίο δημιούργησε η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας μέσω ενός κυκλώματος στο οποίο συμμετείχαν γιατροί, διατροφολόγοι,
νοσηλευτές, φυσικοθεραπευτές, προπονητές αλλά και υψηλά ιστάμενοι αθλητικοί παράγοντες και άλλοι αξιωματούχοι της χώρας.
Η καλή μέρα λένε φαίνεται από το πρωί και στο Μόντρεαλ επαληθεύτηκε η λαϊκή ρήση. Οι Αγώνες ξεκίνησαν μέσα σε βαρύ κλίμα με όσα προηγήθηκαν, με δύο φοιτητές, τη Σάντρα και τον Στέφαν Πρεφοντέιν (ήταν αρραβωνιασμένοι και δύο χρόνια μετά παντρεύτηκαν), να ανάβουν την ολυμπιακή φλόγα. Ομως ούτε η φλόγα άντεξε με όσα γίνονταν και ξημερώματα μιας μέρας έσβησε. Τότε ένας από τους εργάτες του Ολυμπιακού Σταδίου που ήταν στις εγκαταστάσεις για τυχόν επισκευές κ.λπ., ο Πιερ Μπρουσάρ, ανέβηκε στον βωμό και την άναψε με τον αναπτήρα του! Αγχωμένοι οι διοργανωτές, θεώρησαν ότι αυτή δεν είναι η ιερή φλόγα αλλά μια… κοινή που άναψε με αναπτήρα και την ξανάσβησαν. Κι αυτό γιατί είχαν προνοήσει να διατηρούν τη φλόγα που ξεκίνησε από την Αρχαία Ολυμπία σε εφεδρική λυχνία. Ετσι η γνήσια φλόγα επανήλθε στον βωμό.
1980 Η «λαβωμένη» γιορτή
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν οι πρώτοι που διεξάχθηκαν σε κομμουνιστική χώρα και αυτό έπαιξε τον ρόλο του ώστε να ξεσηκωθεί πολιτική θύελλα που κατέληξε σε μποϊκοτάζ κι έπληξε τόσο πολύ μια διοργάνωση. Τι κι αν οι τελετές έναρξης και λήξης έμειναν αξέχαστες στον φίλαθλο κόσμο και θεωρούνται ακόμη και σήμερα από τις κορυφαίες που έγιναν ποτέ σε επίπεδο Ολυμπιακών Αγώνων. Τι κι αν το αρκουδάκι Μίσα, η μασκότ των Αγώνων, έκλεψε την παράσταση όταν… δάκρυσε στην τελετή λήξης και παραμένει μέχρι σήμερα η πιο επιτυχημένη μασκότ στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, δημιούργημα του Ρώσου σχεδιαστή παιδικών βιβλίων Βίκτορ Τσιζίκοφ…
Η Σοβιετική Ενωση του Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχε επενδύσει πάρα πολλά στους Αγώνες για να προβάλει τα επιτεύγματα του κομμουνιστικού κράτους και να δείξει σε όλο τον κόσμο τη δική της εικόνα. Ομως οι Αμερικανοί του Τζίμι Κάρτερ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους είχαν διαφορετική άποψη και αναζητούσαν λόγους για να διαλύσουν τη διοργάνωση.
Η αφορμή που έψαχναν βρέθηκε κι έτσι ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα μποϊκοτάρουν του Αγώνες σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν. Κάλεσε μάλιστα τους συμμάχους των Αμερικανών να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο και ζήτησε την άμεση αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από την
ασιατική χώρα. Το μποϊκοτάζ των Αγώνων ανακοίνωσε ο Τζίμι Κάρτερ σε ομιλία του στο Κογκρέσο στις 4 Ιανουαρίου 1980. Παράλληλα ανακοίνωσε και μια σειρά μέτρων κατά της Σοβιετικής Ενωσης, όπως το εμπάργκο σιτηρών, η απαγόρευση εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, η υποβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων, η αναστολή της επικύρωσης της συνθήκης SALT II.
Η πρώτη που έσπευσε να στηρίξει τον Αμερικανό πρόεδρο ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία κάλεσε στις αρχές Φεβρουαρίου τη Βρετανική Ολυμπιακή Επιτροπή να προτείνει στη ΔΟΕ να πάρει τους Αγώνες από τη Μόσχα και να δώσει τη διοργάνωση σε κάποια από τις πόλεις που τους είχαν διοργανώσει τα προηγούμενα χρόνια κι έτσι ήταν έτοιμες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ομως η απόφαση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στις 12 Φεβρουαρίου αποτέλεσε κόλαφο για την πολιτική των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, καθώς ομόφωνα επικύρωσε τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στη Μόσχα. Η απόφαση της ΔΟΕ επηρέασε αρκετές ολυμπιακές επιτροπές χωρών, που είτε άλλαξαν γνώμη είτε βρήκαν άλλη λύση να ξεφύγουν από το δίλημμα. Τελικά στη Μόσχα μετείχαν 80 χώρες με 5.179 αθλητές και μεταξύ αυτών όλες οι χώρες της ΕΟΚ πλην της Γερμανίας.
Οι ΗΠΑ τήρησαν άκαμπτη στάση και στις 21 Μαρτίου ανακοίνωσαν διά στόματος Κάρτερ την οριστική αποχή από τη διοργάνωση, χωρίς όμως να αφήσουν περιθώριο επιλογής στους αθλητές τους. Ισα
ίσα, ο Αμερικανός πρόεδρος τους απείλησε με αφαίρεση διαβατηρίου εάν λάμβαναν μέρος στους Αγώνες. «Εφυγα από τη δουλειά μου για να προετοιμαστώ για τους Ολυμπιακούς της Μόσχας και ήταν όλο μάταιο γιατί η απόφαση πάρθηκε μονομερώς. Ηταν απαίσιο αυτό που έγινε και για εμένα και για όλους» δήλωσε λίγες μέρες μετά σε συνέντευξή του ο ολυμπιονίκης του Μόντρεαλ Εντουιν Μόουζες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πολλοί συναθλητές του είδαν το όνειρο συμμετοχής σε Ολυμπιακούς Αγώνες να τελειώνει άδοξα, ενώ ορισμένοι από αυτούς δεν μπόρεσαν ποτέ να αγωνιστούν στη μεγαλύτερη γιορτή του αθλητισμού.
Ο Αμερικανός δρομέας είχε εγκαταλείψει μια πολύ καλή θέση μηχανικού με τρομερό μισθό προκειμένου να επικεντρωθεί στους Αγώνες της Μόσχας ώστε να ντουμπλάρει τα χρυσά μετάλλιά του στα 400 μ. με εμπόδια. Ομως λογάριαζε χωρίς τις διαθέσεις του Τζίμι Κάρτερ…
Στο μποϊκοτάζ πήραν μέρος 65 χώρες, αλλά προς τιμήν της η Ελλάδα με απόφαση της κυβέρνησης Ράλλη δεν ενέδωσε στις πιέσεις της Δύσης κι έστειλε κανονικά τους αθλητές της στη Μόσχα. Ακόμη και οι Βρετανοί, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις και πιέσεις της Θάτσερ, επέτρεψαν στους αθλητές τους να συμμετάσχουν μεμονωμένα, χωρίς δηλαδή τη βρετανική σημαία. Οι αθλητές τους παρέλασαν και αγωνίστηκαν υπό τη σημαία της ΔΟΕ. Την ίδια μεσοβέζικη λύση ακολούθησαν κι άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Αυστραλία. Υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο… Πάντως το αμερικανικό μποϊκοτάζ δεν έμεινε αναπάντητο τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν οι Σοβιετικοί και οι σύμμαχοί τους ανταπέδωσαν, μποϊκοτάροντας με τη σειρά τους τους Αγώνες του Λος Αντζελες.
Το επίκεντρο των Αγώνων ήταν το στάδιο «Λένιν» (το σημερινό Λουζνίκι) της Μόσχας, χωρητικότητας 103.000 θεατών, το οποίο ήταν κατάμεστο όλες τις μέρες. Τα ναυταθλητικά αγωνίσματα έγιναν στο Ταλίν (ανήκει σήμερα στην Εσθονία) ενώ τα ομαδικά αθλήματα έγιναν στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη), στο Κίεβο (τωρινή πρωτεύουσα της Ουκρανίας) και το Μινσκ (πρωτεύουσα σήμερα της Λευκορωσίας).
Η Ελλάδα πήρε μέρος στους Αγώνες με 42 αθλητές, σημαιοφόρο τον ιστιοπλόο Τάσο Μπουντούρη και πανηγύρισε την κατάκτηση τριών μεταλλίων (ένα χρυσό και δύο χάλκινα). Το χρυσό μετάλλιο κατέκτησε στα 62 κιλά της ελληνορωμαϊκής πάλης ο 28άχρονος Στέλιος Μηγιάκης και τα χάλκινα πήραν ο Γιώργος Χατζηωαννίδης στα 63 κιλά της ελευθέρας πάλης και ο ιστιοπλόος Τάσος Μπουντούρης στα Σόλινγκ (με πλήρωμα τον Τάσο Γαβρίλη και τον Αρη Ρεπανάκη).
«Οι αναμετρήσεις στη Μόσχα εξελίχθηκαν σε πολύ σκληρές μάχες καθώς τότε η Ανατολική Ευρώπη κυριαρχούσε απόλυτα στην ελληνορωμαϊκή» έχει εξιστορήσει στο ιστολόγιο της ΕΦΙΒΑ ο Μηγιάκης και συνέχισε: «Η κλήρωση, στον πρώτο μόλις αγώνα με έφερε αντίπαλο με τον Πολωνό Κάζιμιρς Λίπιεν, χρυσό ολυμπιονίκη το 1976 στο Μόντρεαλ. Τον κέρδισα και αυτή ήταν η πολύ καλή αρχή. Ο 2ος αγώνας ήταν σχετικά εύκολος με τον Αφγανό Γκουλάμ, ενώ ο τρίτος με τον Σουηδό Μόλκβιστ ήταν λίγο δύσκολος, αλλά τον κέρδισα και με τρεις νίκες σερί είχα φθάσει ήδη ψηλά. Τέταρτος αγώνας μου ήταν με ένα από τα φαβορί, τον Σοβιετικό (από το Τουρκμενιστάν) Μπόρις Κραμορένκο. Ομως είχα μπει πλέον στον χορό διεκδίκησης μεταλλίου και αυτό με συνάρπαζε. Παρόλο ότι φαινόταν απίθανο να τον κερδίσω –μέσα στη Μόσχα–, τα κατάφερα. Τον πήρα με “καφακόλ”. Στην άκρη του ταπί ήταν ο Πέτρος Γαλακτόπουλος που με μανατζάρισε. Από τη χαρά του κόντεψε να τρελαθεί. Eφθασε ο τελικός. Απέναντί μου είχα τον Ούγγρο Iστβαν Τοτ, που είχε ελαφρώς καλύτερη βαθμολογία από μένα και η ισοπαλία θα τον έβγαζε πρώτο. Ακόμη ήταν λογικό να τον ευνοεί κάπως ο διαιτητής που ήταν Τσέχος.
Τον Τοτ μέχρι τότε τον είχα κερδίσει τέσσερις φορές σε τέσσερις συναντήσεις, αλλά στη Μόσχα δεν πάλευε. Κοντράριζε με τους αγκώνες και κατέστρεφε το παιχνίδι. Γνώριζε πως εάν βγαίναμε και οι δυο εκτός –λόγω έλλειψης μαχητικότητας–, θα έπαιρνε το χρυσό. Σε κάποια στιγμή ο Τσέχος διαιτητής ζήτησε “πασίφ”, δηλαδή τεχνική ποινή εις βάρος του Τοτ, αλλά ο πρόεδρος του ταπί δεν τη δέχθηκε. Oμως ο Τοτ συνέχισε την τακτική του. Ο Πέτρος Γαλακτόπουλος ούρλιαζε: “Πασίφ πασίφ” αλλά μάταια. Οι Ελληνες δημοσιογράφοι το ίδιο. Γινόταν χαμός. Ο Τσέχος ξαναζήτησε την ποινή και τελικά ο πρόεδρος τη δέχτηκε. Ηταν λογικό να χάσει ο Ούγγρος λόγω παθητικού παιχνιδιού. Ο Κραμορένκο ήταν τρίτος, ο φοβερός Γιουγκοσλάβος Ιβάν Φίρτζιτς 4ος, ο Βούλγαρος Κίροφ 5ος με τον Πολωνό Λιπιέν τελικά 6ο. Αυτό δείχνει πόσο δυνατά ήσαν τότε τα Βαλκάνια στην πάλη. Το βράδυ με τον Πέτρο Γαλακτόπουλο μεθύσαμε για τα καλά».
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, μαζί με τον Στέλιο στη Μόσχα ήταν ο αδερφός του ο Μάνος μαζί με τη γυναίκα του και πήραν τηλέφωνο στην Αθήνα για τα χαρμόσυνα νέα. Το σπίτι του Μηγιάκη στην Ηλιούπολη γέμισε συγγενείς και φίλους, ενώ οι καμπάνες στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας χτυπούσαν όλη μέρα. «Ηταν η πιο ωραία στιγμή της ζωής μου, αφού χρόνια κούρασης και στερήσεων ανταμείφθηκαν στη Μόσχα, μια πόλη που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ» δήλωσε ο χρυσός ολυμπιονίκης.
1984 Οι ανατολικοί πήραν… ρεβάνς στο Λος Αντζελες
Πρόκειται ουσιαστικά για τη συνέχεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας το 1980 αλλά ακόμη και εκείνων του Μόντρεαλ το 1976. Μια τριλογία Αγώνων γεμάτη πολιτική και διαδοχικά μποϊκοτάζ. Το αρχαίο πνεύμα, αν και αθάνατο, έπεσε υπέρ βωμών και εστιών…
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λος Αντζελες διεξάχθηκαν από τις 28 Ιουλίου έως τις 12 Αυγούστου 1984, όμως αυτήν τη φορά ήταν αναμενόμενη η αντίδραση του ανατολικού μπλοκ και των συμμάχων του να μποϊκοτάρουν τους Αγώνες, όπως ακριβώς είχαν κάνει οι δυτικοί το 1980 στη Μόσχα και όπως είχαν κάνει οι αφρικανικές χώρες το 1976 στο Μόντρεαλ. Ολοι για διαφορετικούς λόγους. Ποιοι Ολυμπιακοί Αγώνες…
Οπως ήταν αναμενόμενο, τα ανατολικά κράτη θα έπαιρναν σε αυτήν τη διοργάνωση τη ρεβάνς από τις ΗΠΑ, εκδικούμενα το μποϊκοτάζ στη Μόσχα. Τέσσερα χρόνια περίμεναν αυτήν τη στιγμή. Κι όλα αυτά τη στιγμή που δεν είχαν δείξει τέτοια πρόθεση τα χρόνια που μεσολάβησαν. Ούτε καν στο ξεκίνημα της χρονιάς το 1984 δεν έδειξαν τέτοια διάθεση. Και όχι μόνο αυτό. Σε κάποιες περιπτώσεις που δημοσιογράφοι ρωτούσαν κορυφαίους αξιωματούχους των ανατολικών χωρών για την πιθανότητα μιας «ρεβάνς» οι τελευταίοι εξέφραζαν την απορία τους «πώς είναι δυνατόν για τρίτη σερί Ολυμπιάδα να γίνει μποϊκοτάζ;». Ετσι καθησύχαζαν τους πάντες. Ετσι και οι ΗΠΑ άρχισαν να πιστεύουν ότι γλίτωσαν το μποϊκοτάζ. Εως ότου οι Σοβιετικοί με μια αιφνιδιαστική ανακοίνωση διαμαρτυρήθηκαν για την άγρια εμπορευματοποίηση των Αγώνων, κατήγγειλαν σε αυτήν ότι ανακάλυψαν συνωμοσία με δίκτυο που είχε στηθεί στις ΗΠΑ για να ωθήσει αθλητές ανατολικών χωρών να αποσκιρτήσουν στη χώρα και τόνιζαν ότι τα μέτρα ασφαλείας στους Αγώνες ήταν ανύπαρκτα.
Οι Αμερικανοί απάντησαν στις καταγγελίες, αλλά στην ουσία κατάλαβαν ότι έρχεται… μποϊκοτάζ και προχώρησαν με σκοπό να καλύψουν όσο γίνεται την επικείμενη ζημιά. Και πολύ καλά κατάλαβαν, αφού οι Σοβιετικοί με ανακοίνωση-απάντηση έκαναν γνωστό ότι «δεν ικανοποιήθηκαν από τις απαντήσεις» και δήλωσαν επισήμως ότι δεν θα πάρουν μέρος στους Αγώνες.
Με τη Σοβιετική Ενωση συντάχθηκαν άλλες 17 χώρες, ανάμεσά τους οι Κούβα, Βουλγαρία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Αν. Γερμανία, Μογγολία. Χαρακτηριστικό των διαπραγματεύσεων που έγιναν εκείνη την περίοδο ήταν ότι η Ρουμανία αποσκίρτησε πρώτη από το μέτωπο και δήλωσε συμμετοχή στους Αγώνες, αφού πρώτα εξασφάλισε ότι οι διοργανωτές θα κάλυπταν όλα τα έξοδα της αποστολής της, δηλαδή τη μετάβαση, τη διαμονή και τη διατροφή όλων των μελών. Και μπορεί οι Αγώνες να στέφθηκαν τελικά με επιτυχία, όπως άλλωστε συνέβη και στη Μόσχα, όμως είχε γίνει σημαντική αγωνιστική ζημιά, καθώς οι 18 χώρες που απείχαν είχαν κερδίσει το 58% των χρυσών μεταλλίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ το 1976.
Η διοργάνωση του Λος Αντζελες έγινε χωρίς κρατικά κονδύλια και στο τέλος παρουσίασε τεράστια κέρδη. Κέρδη που ανάγκασαν πολλές χώρες να ενδιαφερθούν και πάλι για τη διεξαγωγή των Αγώνων, αφού λόγω της μεγάλης οικονομικής ζημιάς, κυρίως του Καναδά το ’76, σχεδόν όλες οι χώρες έκαναν πίσω. Αλλωστε το Λος Αντζελες ήταν η μοναδική πόλη που διεκδίκησε τους Αγώνες του ’84. Ασχετα αν και τα επόμενα χρόνια όλες οι χώρες που διοργάνωσαν τους Αγώνες υπέστησαν μεγάλες ή μικρότερες οικονομικές ζημιές.
Για να φτάσουν όμως οι Αμερικανοί να έχουν κέρδη χρειάστηκε να ισοπεδώσουν τα πάντα στον βωμό του χρήματος. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1984 αποτέλεσαν την αποθέωση της εμπορευματοποίησης. Ολα ξεπουλήθηκαν, ιερά και όσια. Θεσμοί, ιστορία, ολυμπιακό πνεύμα, ολυμπιακά ιδεώδη βγήκαν στο σφυρί. Εφτασαν στο σημείο να πωλούν με το κομμάτι τη συμμετοχή στην ολυμπιακή λαμπαδηδρομία επί αμερικανικού εδάφους: 3.000 δολάρια για όποιον ήθελε να τρέξει περίπου 400 μέτρα με τη δάδα στο χέρι. Παστρικές δουλειές, όχι παίζουμε. Αυτό το τελευταίο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, ειδικά από ελληνικής πλευράς, η οποία διαμαρτυρήθηκε έντονα στην –κωφεύουσα για πολλοστή φορά– ΔΟΕ. Παράλληλα, η ΕΟΑ (Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων – η σημερινή ΕΟΕ, η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή) αρνήθηκε να παραδώσει την ολυμπιακή φλόγα με επίσημη τελετή. Η αφή της φλόγας έγινε στην Αρχαία Ολυμπία, αλλά για πρώτη φορά χωρίς την παραμικρή επισημότητα, και η ιερή φλόγα παραδόθηκε στους Αμερικανούς που ουδόλως ασχολήθηκαν με τις φωνές διαμαρτυρίας των Ελλήνων και τις αρνητικές αντιδράσεις. Είχαν ήδη ξεπουλήσει τα πάντα και το πλάνο τους προχωρούσε επακριβώς.
Το αποκορύφωμα της εμπορικής εκμετάλλευσης, που ουσιαστικά άλλαξε τη φιλοσοφία των Ολυμπιακών Αγώνων παρά τα όσα υποκριτικά ψελλίζει κατά
καιρούς ακόμη και σήμερα η αμαρτωλή ΔΟΕ, ήταν η στιγμή του όρκου του αθλητή από τον Αμερικανό ολυμπιονίκη Εντουιν Μόουζες μπροστά σε 92.560 θεατές στο κατάμεστο Ολυμπιακό Στάδιο του Λος Αντζελες. Κάποια στιγμή, τάχα κομπιάζοντας και δήθεν επειδή δεν ακούστηκε καλά, ο Μόουζες επανέλαβε τρεις φορές τη φράση «το πνεύμα των Αγώνων», σλόγκαν και σήμα κατατεθέν γνωστής μεγάλης εταιρείας αθλητικών ειδών…
Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελετή έναρξης ξεκίνησε με Μίκη Θεοδωράκη και το τραγούδι «Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας», αλλά η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, αφού το κυρίαρχο θέμα ήταν η NASA με τους αστροναύτες της και το Χόλιγουντ (σιγά μην απουσίαζε) με τις μάχες καουμπόηδων και Ινδιάνων.
Μορφή των Αγώνων αναδείχθηκε ο Αμερικανός σπρίντερ Καρλ Λιούις με τέσσερα χρυσά σε 100 μ., 200 μ., μήκος και 4 Χ 100 μ., ξεπερνώντας τον μυθικό Τζέσε Οουενς. Ομως την επιτυχία του αυτή αμαύρωσε ο ιδιόρρυθμος Βρετανός θρύλος του δεκάθλου Ντέιλι Τόμπσον, που φορούσε στη διάρκεια των αγώνων μπλουζάκια με διάφορα σλόγκαν που έγραφε ο ίδιος. Ενα από αυτά ξεπέρασε κάθε όριο, καθώς αναφερόταν στον Λιούις: «Είναι αδελφή ο δεύτερος καλύτερος αθλητής του κόσμου…», εννοώντας βέβαια ότι ο ίδιος είναι ο κορυφαίος αθλητής και ο Λιούις ομοφυλόφιλος.
Από ελληνικής πλευράς η πάλη ήταν ξανά εκείνη που πρόσφερε ολυμπιακά μετάλλια στη χώρα. Ο Δημήτρης Θανόπουλος, πυροσβέστης στο επάγγελμα, κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στα 82 κ. της ελληνορωμαϊκής, χάνοντας στον μεγάλο τελικό από τον Ρουμάνο Ιον Ντράικα με 4-3 στα σημεία. Στα 57 κ. της ελληνορωμαϊκής ο Μπάμπης Χολίδης κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο με νίκη στον μικρό τελικό επί ενός άλλου Ρουμάνου, του Ζαμφίρ, με 2-0. Ο Χολίδης στάθηκε πολύ άτυχος στον ημιτελικό του με τον Ιάπωνα Μασάκι Ετο. Κι αυτό γιατί προηγήθηκε 6-0 στα σημεία αλλά ισοφαρίστηκε 6-6 κι έχασε τον αγώνα γιατί ο αντίπαλος είχε πάρει τελευταίος μεγαλύτερο σημείο σε λαβή. Ετσι έμεινε στο χάλκινο μετάλλιο, το οποίο κατέκτησε και πάλι τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς της Σεούλ.
Σοκ πάντως για τα ελληνικά χρώματα αποτέλεσε το γεγονός ότι πιάστηκε ντοπέ η επί δύο χρόνια πρωταθλήτρια Ευρώπης στον ακοντισμό Αννα Βερούλη, όπως και ο αρσιβαρίστας Σεραφείμ Γραμματικόπουλος. Η Βερούλη πήγε στο Λος Αντζελες με την αίγλη της πρωταθλήτριας Ευρώπης το 1982 και της τρίτης θέσης στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1983. Ομως όχι μόνο έμεινε εκτός τελικού και αποκλείστηκε, αλλά ύστερα από λίγες ημέρες έπεσε σαν βόμβα στην Ελλάδα η είδηση ότι ήταν ντοπαρισμένη, καθώς ανιχνεύτηκε στον οργανισμό της η απαγορευμένη ουσία ναδρολόνη. Στον προκριματικό είχε επίδοση μόλις 58,62 μ., η οποία θεωρήθηκε ως μη γενόμενη μετά τον αποκλεισμό της λόγω ντόπινγκ. Η ίδια ουδέποτε παραδέχτηκε ότι είχε κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών.