Ο μπερμπάντης κομπογιαννίτης
Στιγμές από τον έκλυτο ερωτικό βίο του πρώτου συνταγματικού πρωθυπουργού της Ελλάδας και πρώτου διδάξαντα του πολιτικού ρουσφετιού
ΟΙωάννης Κωλέττης υπήρξε μια από τις ηγετικές πολιτικές φυσιογνωμίες της Επανάστασης του 1821 και των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η στρατιωτική του δράση ήταν ασήμαντη, σχεδόν ανύπαρκτη, έφερε τον βαθμό του αντιστράτηγου. «Γκενεράλ Κωλέττη» τον έλεγαν κοροϊδευτικά οι αντίπαλοί του, παίρνοντας τον τίτλο από τις γαλλικές εφημερίδες. Υπήρξε ο πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός της Ελλάδας (1844-47) και ο ιδρυτής του Γαλλικού Κόμματος (ή Κόμματος της Φουστανέλας). Υπήρξε εκφραστής της Μεγάλης Ιδέας στην οθωνική Ελλάδα, ενώ αν και έφτασε στο αξίωμα του πρωθυπουργού, κέρδισε μικρή εκτίμηση από την Ιστορία. Θεωρείται πατέρας του κομματικού ρουσφετιού και των μηχανορραφιών. Δικά του δημιουργήματα ήταν οι εμφύλιες διαμάχες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα.
Στα Ιωάννινα γύρω στο 1810 ο Κωλέττης άσκησε το επάγγελμα του γιατρού. Λόγω της καλής του φήμης αλλά και χάρη στις γνωριμίες του έγινε προσωπικός γιατρός του γιου του Αλή πασά, Μουχτάρ. Ο Αγγλος περιηγητής Χ. Χόλαντ που εκείνα τα χρόνια βρισκόταν στην πόλη της Ηπείρου βεβαιώνει ότι ο Κωλέττης ήταν καλός γιατρός. Αντίθετη άποψη είχε ο Μακρυγιάννης όταν τον συνάντησε αργότερα στην επαναστατημένη Ελλάδα. «Οἱ ἄλλοι γιατροί ὅπου ’ρθαν φέραν κι ἀπό νά γλυστήρι (κλυστήριον) καί γιατρικά καί τήρηγαν τούς ἀστενείς. Ἐσύ, του εἶπα, οὔτε αὐτά ἤφερες,
οὔτε ἀστενείς κοίταξες». Ο Σπυρομήλιος είναι καταπέλτης
ακόμη μια φορά: «Ὁ τοιοῦτος ἐπανῆλθεν εἰς Ἰωάννινα τῆς Ἠπείρου ὡς Γιατρός, πλήν δέν κάμνομεν καί ὅρκον διά νά βεβαιώσουμε ὅτι ἐσπούδαξε καί ἐννόησεν Ἰατρικήν καί προσεκολλήθη εἰς τόν Μουχτάρ πασιά, υἱόν τοῦ Ἀλῆ πασιᾶ, τόν ὁποῖον ὑπηρέτει ὡς Ἰατρός». Ο Κωλέττης σε διαφορετικά διαστήματα της ζωής του και μετά την απελευθέρωση άσκησε το επάγγελμα του γιατρού. Λέγεται μάλιστα ότι επειδή
ντρεπόταν να ζητάει χρήματα άφηνε το παλτό του σε περίοπτο σημείο του σπιτιού και οι ένοικοι, που γνώριζαν τη συνήθειά του, έβαζαν στις τσέπες του χρήματα ή δώρα.
Ο ερωτοκολαούζος του πασά
Ο Κωλέττης συνόδευε τον Μουχτάρ στις νυχτερινές του ακολασίες. Ο Αλή πασάς δεν ήταν καθόλου υπερήφανος για τους δυο γιους του, τον Μουχτάρ και τον Βελή. Ο Πουκεβίλ μνημονεύει το παράπονο του Αλή πασά: «Εγώ δεν ανέθρεψα γιους αλλά κότες». Ο Μουχτάρ πασά ήταν γυναικάς ενώ ο Βελής κύναιδος, σύμφωνα με τον ιστορικό Γούδα. Το βιβλίο των «κατακτήσεων» του Μουχτάρ ήταν γεμάτο από όμορφες γυναίκες. Η πανέμορφη κυρα-Φροσύνη είχε περάσει από το κρεβάτι του και ίσως, κατά μία εκδοχή, η ζήλια του πατέρα του για το «απόκτημά» του οδήγησε στον τραγικό πνιγμό της αρχόντισσας στη λίμνη των Ιωαννίνων.
Η προεπαναστατική κοινωνία των Ιωαννίνων σκανδαλίστηκε από τον έρωτα του Μουχτάρ για τη Βασιλική και τον αρραβώνα της κόρης της Κατερίνας (Ρουσσιώς) Πλέσσα με τον γιατρό Ιωάννη Κωλέττη (η μητέρα της Κατερίνας, η Βασιλική Πλέσσα, λανθασμένα συγχέεται με τη Βασιλική Κονταξή, την ερωμένη του Αλή πασά). Η Βασιλική παντρεύτηκε σε ηλικία 14 χρόνων τον Σερραίο έμπορο Γεώργιο-Κώστα Πλέσσα. Περίπου το 1809 η 15άχρονη Βασιλική γέννησε την Κατερίνα και αργότερα ένα αγόρι, τον Αναστάση. Ο Μουχτάρ την ερωτεύτηκε παράφορα και η Βασιλική ανταποκρίθηκε. Κάποια μέρα, επιστρέφοντας ο Πλέσσας στο σπίτι του στις Σέρρες, βρήκε τη Βασιλική έγκυο στο παιδί του πασά. Ο Μουχτάρ την πήγε στο χαρέμι του και απείλησε τον απατημένο σύζυγο ότι αν την ξαναπλησιάσει, θα τον σκοτώσει. Υστερα από επτά μήνες η Βασιλική γέννησε ένα αγόρι, τον Κωστούλα. Το ζευγάρι απέκτησε και ένα κορίτσι που ο Μουχτάρ το έστειλε στο τσιφλίκι του στους Δραμεσιούς και το μεγάλωσαν με «βυζάχτρα και τροφό».
Λέγεται ότι στο αρχοντικό του στη «Λουίζα, Μπαρδάκη τον μπαχτσέ», όπως έμεινε στην ιστορία, αγόρασε ένα σπίτι δίπλα και με εσωτερική κρυφή πόρτα επικοινωνούσαν τα δύο κτίρια. Η μικρή Ρουσσιώ μεγάλωνε και γινόταν ομορφότερη από τη μάνα της. Ο Μουχτάρ άρχισε να την καλοβλέπει. Η Βασιλική βλέποντας την προσοχή του πασά στην κόρη της τον έπεισε να την αρραβωνιάσει με τον φίλο του Κωλέττη. Ο Μουχτάρ συμφώνησε, δεν σταμάτησε όμως να τη βλέπει και περνούσε με τη Ρουσσιώ πολλές μέρες μακριά από τη μάνα της. Ο Κωλέττης, αν και αρραβωνιασμένος, δεν έβλεπε τη μικρή γιατί ο πασάς δεν του το επέτρεπε. Ετσι περνούσαν οι μέρες με τη μάνα και την κόρη να αλληλοδιαδέχονται η μια την άλλη στο κρεβάτι του Μουχτάρ.
Η Παλάσκαινα και οι καταθέσεις στο εξωτερικό
Τον Ιούλιο του 1820 ο Αλή πασάς κηρύχτηκε αποστάτης από τον σουλτάνο. Διέταξε τότε τα χαρέμια της οικογένειας να μετακομίσουν στο Τεπελένι. Η Βασιλική Πλέσσα με την κόρη της ακολούθησαν, αφήνοντας τα αγόρια της σε συγγενείς. Ο Ηπειρώτης λόγιος Αθανάσιος Ψαλίδας, δάσκαλος του Κωλέττη, γράφει για τη Βασιλική Πλέσσα: «Ηταν πολλά όμορφη, είχε μελωδική φωνή, πνεύμα πεταχτό, έπαιζε ταμπουρά και χόρευε τεχνικότατα. Ο Μουχτάρ ήταν ερωτευμένος μαζί της. Της είχε χαρίσει περιουσία ολόκληρη κι ο έρωτάς του κράτησε χρόνια ολόκληρα, ως το τέλος του. Η Βασιλική είχε και μια κόρη τη Ρουσσιώ, που όταν έγινε δώδεκα χρόνων,ο Μουχτάρ παραμέρισε τη μάνα και γλυκοκοίταζε την κόρη. Η Βασιλική του ζητούσε να την παντρέψει. Ο Μουχτάρ την αρραβώνιασε με τον Κωλέττη, ο Κωλέττης δεν την ήθελε. Το 1820 κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Αλή Πασά και σουλτάνου, ο Μουχτάρ συνελήφθη και εξορίστηκε στην Αγκυρα. Εκεί τον σκότωσαν. Τότε ο Κωλέττης διέλυσε τον αρραβώνα του με την Ρουσσιώ».
Ο Αντώνης Γούδας δέχεται ότι ο Μουχτάρ αρραβώνιασε τη μικρή Ρουσσιώ με τον Κωλέττη για να τον κρατήσει κοντά του. Τρίτη εκδοχή για τον αρραβώνα του Κωλέττη δίνει ο Σπυρομήλιος στο χειρόγραφό του: «Εκ του το ιατρού έζη πλησία του Ομέρ πασιά ως ο Ερμής παρά το Διί, συνοδεύων τούτον εις τας νυκτερινάς μεταμορφώσεις του και πρό της Επαναστάσεως είχεν αρραβωνιαστεί μάλιστα μια νέαν, γέννημα των νυκτερινών μεταμορφώσεων του Μουχτάρ πασιά, την οποίαν το 1827 έλυσεν τους αρραβώνας».
Στο φύλλο της εφημερίδας «Πρωινός Κήρυξ» στις 29 Αυγούστου 1846 γίνεται αναφορά στον Κωλέττη και τον αρραβώνα του: «Ὁ Κωλέτας ἦτον ὁ ἀσημότερος τῶν ἀνθρώπων, αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του, μέ ἐλέη ἀποσταλείς εἰς Ἰταλίαν διά νά σπουδάσῃ τήν ἰατρικήν, ἀπό τήν ὁποίαν ἀλευρωθείς μόλις, ποτέ δέν ἐξέμαθεν, ὡς καταγινόμενος εἰς τήν ἄσκησιν καί γύμνασιν τῶν ὑλικῶν μαθήσεων καί τῆς περί τόν ἄνθρωπον φυσικῆς· ἐπανῆλθεν ἀλευρωμένος εἰς Ἰωάννινα γυμνός καί τετραχηλισμένος, τῇ συνδρομῇ δέ τινῶν συντοπιτῶν του καί ἰδίως τοῦ Τουρτούρη καί τῶν Γιαγκαίων, οἵτινες λέγουσιν ὅτι ἔχουσι τήν ὑψηλήν τιμήν νά εἶναι τώρα καί συγγενεῖς του, προσηρτήθη ὡς παράρτημα μεταξύ τῶν λοιπῶν ἰατρῶν τοῦ σαρδαναπαλοῦντος Μουχτάρπασσα, ὅστις ἅμα ἐμυρίσθη τόν Κ. Κωλέτταν ὅτι τοῦ ὡμοίαζεν ὁ μόνος ὡς πρός τόν ὑλισμόν καί τήν τρυφηλήν καί φιλήδονον ζωήν του, περιστρεφομένην
ἐν πάσῃ ἀκολασίᾳ καί ἀσελγείᾳ, τόν ἐπῆρεν εἰς ἰδιαιτέραν εὔνοιαν καί ὡς ἐκ τούτου τόν ἀρραβώνισε μέ τήν θυγατέρα μιᾶς ἐκ τῶν πολλῶν παλλακίδων του, ὡς γνωστόν τοῖς πᾶσι».
Στις αρχές του 1821 ο Γιώργος Πλέσσας, αφού πήρε την κατάλληλη άδεια, πήγε στο Τεπελένι για να πάρει πίσω τη γυναίκα και την κόρη του. Η Βασιλική δεν δέχτηκε να τον ακολουθήσει. Η Ρουσσιώ επέστρεψε με τον πατέρα της στις Σέρρες και το 1823, σε ηλικία 14 χρόνων, βρέθηκε στο Μεσολόγγι κοντά σε κάποιο θείο της. Πριν από την πτώση της πόλης έφυγε για το νησί Κάλαμος, που τελούσε υπό βρετανική διοίκηση. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ιρλανδό διοικητή της φρουράς Γκράμερ. Ο νεαρός λοχαγός ερωτεύτηκε την όμορφη Ρουσσιώ και στις 27 Φεβρουαρίου 1827 παντρεύτηκαν – αυτή 18 και εκείνος 30 χρόνων. Το 1828 η (Ρουσσιώ) Κατερίνα Πλέσσα-Γκράμερ έφτασε με την οικογένειά της στην Ιρλανδία και το 1835 το ζευγάρι με τα παιδιά τους βρέθηκαν στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Η όμορφη Κατερίνα πέθανε στις 8 Αυγούστου 1907 σε ηλικία 98 χρόνων. Η μητέρα της Βασιλική άφησε την τελευταία της πνοή στα ύστερα μετεπαναστατικά χρόνια στην Αθήνα.
Ο Κωλέττης, που δεν παντρεύτηκε ποτέ, ήταν μεγάλος γυναικάς. Οταν έμενε στα Ιωάννινα είχε γνωρίσει τη γυναίκα του Χρήστου Παλάσκα. Του γυάλισε η Παλάσκαινα αλλά και αυτή τον ερωτεύτηκε. Η σχέση τους έγινε αντικείμενο κουτσομπολιών και αναδείχτηκε σε ερωτικό σκάνδαλο της εποχής. Ο Παλάσκας δεν πίστευε τις φήμες; Το υποπτευόταν; Το ήξερε; Ερωτήματα που μόνο ο ίδιος μπορούσε να απαντήσει. Αυτό όμως που είναι σίγουρο είναι ότι η «ατυχία» να έχει όμορφη γυναίκα του στοίχισε τη ζωή. Πράγματι, όσοι ασχολήθηκαν με αυτή την απόπειρα δολοφονίας του Οδυσσέα Ανδρούτσου κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα.
Γράφει ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του: «Ηρθε κι’ ο Χρήστος Παλάσκας άνθρωπος γενναίος, τίμιος, από καλό σπίτι. Αυτεινού του δυστυχή το ’κανε τον φίλο ο Κωλέτης περισσότερον διά την γυναίκα του κι’ όχι διά εκείνον τον ίδιον. Τώρα ο Κωλέτης, άνθρωπος από το σκολείον του αφέντη του του Αλήπασσα, μέτρησε: “Τον Δυσσέα τον έχω αντίζηλο, τον Αλέξη Νούτζο το ίδιο, τον Παλάσκα διά το κέφι μου καλό είναι να χαθή, να κάμω την γυναίκα του μορόζα” [αγαπητικιά]». Και σημειώνει στην ίδια σελίδα: «Καθώς την έκαμε και την έχει ως την σήμερον μέσα εις το σπίτι του σαν γυναίκα του».
Ο Αναγνώστης Κοντάκης αποκρυπτογραφεί όλο το σχέδιο του Κωλέττη: «Ὁ δὲ Κωλέτης μὲ τὸ νὰ ἐρωτευθῇ τὴν Παλάσκαινα καὶ μὲ τὸ νὰ ἐμηδενίζετο τοῦ Ἀλέξη Νούτσου ἀπεφάσισε νὰ τοὺς στείλει, γνωρίζων ότι θέλουν απολεσθεί ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα, καὶ τὸν Ἀλέξη [Νούτσο] νὰ μὴν ἔχει ἀνώτερό του καὶ τὸν Παλάσκα νὰ χάσῃ διὰ
νὰ κερδίσῃ τὴν Παλάσκαινα καθὼς καὶ ἔγινε». Κατά την εισβολή του Δράμαλη (6 Ιουλίου 1822) στην Πελοπόννησο σύσσωμη η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να επιβιβαστεί στα πλοία που ήταν ελιμενισμένα στους Μύλους στον Αργολικό κόλπο. Μεταξύ αυτών και ο Κωλέττης με τη φίλη του Παλάσκαινα, η οποία προτού καλά καλά σαραντίσει ο μακαρίτης Παλάσκας (σκοτώθηκε στις 25 Μαΐου) βρέθηκε ήδη στο πλευρό του. Ο Φιλήμων επιβεβαιώνει το περιστατικό και μας πληροφορεί ότι ο Κωλέττης με άλλα μέλη της κυβέρνησης έτρεχε να σωθεί στα υδραίικα πλοία «με τις τρεις οθωμανίδας παλακίδας του και την εταίραν του, γυναίκα του φονευθέντος Παλάσκα». Η Παλάσκαινα έζησε τον έρωτά της με τον Κωλέττη αρκετά χρόνια. Η ιστορία τούς ξαναβρίσκει μαζί στην Περαχώρα Μεγάρων, όπου ο Κωλέττης διαφωνώντας με τον Αυγουστίνο Καποδίστρια και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη συνέστησε δική του κυβέρνηση με τον στρατό και ετοιμάστηκε να εισβάλει στην Πελοπόννησο για να ανατρέψει τον Αυγουστίνο.
Γράφει ο Ν. Κασομούλης στα «Ενθυμήματα στρατιωτικά»: «τὴν 12 Δεκεμβρίου πρωΐ πρωΐ ἀφήσαντες τὰς οἰκίας καὶ συγκεντρωνόμενοι σχηματισθέντες εἰς δύο φάλαγγας, οἱ περισσότεροι πεζοί, καὶ θέσαντες τὸν Διοικητικὸν <Επίτροπον Κωλέττην> καὶ τοὺς πληρεξουσίους <του> ἐν τῷ μέσῳ, διευθυνόμενοι πρὸς τὰ στενὰ τῆς Κορίνθου. […] Ἡ κα Παλάσκαινα ἀκολουθοῦσε τὸν Κωλέττην μὲ τὴν θυγατέραν της ἔφιππος. Ὁ Τζιόγκας ἀστεϊζόμενος ἤ περιπαίζων, ἔλεγεν: “Ἤλθαμεν εἰς τὸ Ἄργος, ἐκάμαμεν τὸν γάμον, καὶ τώρα πηγαίνομεν οἱ συμπέθεροι τὴν νύμφην καὶ τὸν γαμβρὸν εἰς τὸ σπίτι των”. Ο Κωλέτης, διὰ νὰ ἀποφύγῃ ταῦτα, διεύθυνεν τὴν Καν ἀπὸ <τὸν δρόμον τοῦ τάφου> τοῦ Ἀγαμέμνονος εἰς Ναύπλιον, […] Εἶναι γνωστοὶ οἱ ἔρωτες τῆς χήρας Χρ. Παλάσκα μὲ τὸν Κωλέττη».
Στις 31 Αυγουστου 1847 και ώρα έξι ο Ιωάννης Κωλέττης παρέδωσε το πνεύμα του. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος ακόμη και την ημέρα της αναγγελίας του θανάτου του στάθηκαν απάνθρωπα σκληροί απέναντί του. Οταν ο εκλιπών ήρθε στην αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν πάμφτωχος, όταν πέθανε βρέθηκε κάτοχος σημαντικής περιουσίας, κινητής και ακίνητης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία. Εκτός από την ακίνητη περιουσία του στη Γαλλία, είχε καταθέσεις 200 χιλιάδες φράγκα (τεράστιο ποσό για την εποχή) στις γαλλικές τράπεζες. Επίσης ήταν ιδιοκτήτης κτημάτων στο Ανάπλι και ολόκληρων χωριών στη Φθιώτιδα.