Μαλώνοντας τον Ρόμαν Κείμενο
Στις Κάννες πήγα για πρώτη φορά το 1999. Εκείνη η εμπειρία έμοιαζε με πολιτισμικό σοκ. Ο πλανήτης σινεμά όντως υπήρχε και είχε τους δικούς του αυστηρά σινεφιλικούς ρυθμούς που δεν σε άφηναν να πάρεις ανάσα. Εβλεπα δίπλα μου τον cool Τζάρμους, τον ημίθεο Ντέιβιντ Λιντς, τους συνεσταλμένους Νταρντέν, τον αλλοπαρμένο Αλμοδόβαρ, την αιθέρια Αντζέλικα Χιούστον που ήταν η πρώτη συνέντευξη που πήρα, τον μεθυσμένο (αλήθεια, τον είδα σε ένα πεζοδρόμιο κάποιο βράδυ που ήταν λιώμα από το αλκοόλ) Πίτερ Φόντα, τον σεμνό Γουίλεμ Νταφόου να κοκκινίζει από τη συγκίνηση ύστερα από το χειροκρότημα του κοινού για την ερμηνεία του στο «Σκιά του βρικόλακα». Εχω πολλά να θυμάμαι από εκείνο το πρώτο φεστιβάλ αλλά τίποτε δεν συγκρίνεται με ό,τι έζησα τρία χρόνια μετά. Μάιος 2002. Απόγευμα στο αεροδρόμιο της Νίκαιας. Μια μέρα προτού τελειώσει το φεστιβάλ βρίσκομαι στην πτήση για Παρίσι. Η διπλανή μου θέση είναι άδεια όταν βλέπω με έκπληξη ένα γνωστό πρόσωπο να πλησιάζει και να κάθεται δίπλα μου. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι πώς γίνεται κοτζάμ Ρόμαν Πολάνσκι να ταξιδεύει σε οικονομική θέση. Τα όσα ακολούθησαν είναι σχεδόν σουρεαλιστικά ξεκινώντας από τη χαλασμένη ζώνη στο κάθισμα του Πολάνσκι. Η θυμωμένη Εμανουέλ Σενιέ («αμάν, βρε Ρόμαν», τον μάλωνε σαν να ήταν το μικρό παιδί της) με την απελπισμένη αεροσυνοδό προσπαθούσαν να του φτιάξουν τη ζώνη κρεμασμένες πάνω του και ο αθεόφοβος μου έκλεινε το μάτι με πονηρό χαμόγελο. Αργότερα του είπα την επαγγελματική μου ιδιότητα για να τονίσω την παραδοξότητα της κατάστασης: υπό κανονικές συνθήκες για να κανονίσω μια κουβέντα μαζί του (όχι αποκλειστική αλλά με άλλους τέσσερις πέντε δημοσιογράφους) διάρκειας 15-20 λεπτών θα έπρεπε να κάνω πολλά τηλεφωνήματα και να στείλω αμέτρητα emails για κάνα μήνα και πάλι θα ήταν αμφίβολο αν θα γινόταν δεκτό το αίτημά μου. Στη διάρκεια της πτήσης μιλήσαμε για αρκετά και σχεδόν καθόλου για σινεμά, με εξαίρεση τον «Πιανίστα» που είχε προβληθεί το πρωί της ίδιας μέρας αν θυμάμαι καλά. «Κι αν αύριο κερδίσετε τον Χρυσό Φοίνικα;» τον ρώτησα στον αποχαιρετισμό μας. «Ε, θα πάρω πάλι το αεροπλάνο και θα επιστρέψω στις Κάννες» μου είπε. Οπως κι έγινε.