ΣΥΡΙΖΑ: Οργανωτική αλλαγή και εκλογική αποτελεσματικότητα
Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε το επιστέγασμα του οργανωτικού μετασχηματισμού του κόμματος που εκκίνησε από το 2012. Πρακτικά αυτό σημαίνει τη σταδιακή μετάβασή του από κόμμα της αντιπολιτευτικής Αριστεράς σε κόμμα της κυβερνώσας Αριστεράς, το οποίο κατά κύριο λόγο οργανώνεται για τη διεκδίκηση της εκλογικής νίκης. Κάτι που έχει αποτέλεσμα την ανάδειξη της εκλογικής κινητοποίησης σε κορυφαία λειτουργία της κομματικής οργάνωσης. Οι συνεδριακές διαδικασίες για τον κόμμα-προπομπό του ΣΥΡΙΖΑ, τον Συνασπισμό, έφεραν διαχρονικά πολύ σημαντικά διακυβεύματα, καθώς άλλοτε καθόριζαν την ηγεσία του κόμματος, άλλοτε επισφράγιζαν την κυριαρχία της μίας «τάσης» έναντι της άλλης και άλλοτε επέφεραν σημαντικές μεταβολές στην πολιτική φυσιογνωμία του κόμματος. Το –καθυστερημένο ως προς τη διεξαγωγή του– 3ο Συνέδριο του κόμματος επιβεβαίωσε αφενός την κυριαρχία της ηγεσίας του κόμματος εντός της οργάνωσής του και αφετέρου αποδέχτηκε μια διαδικασία ανάδειξης ηγεσίας, η οποία έχει κριθεί πάντως αμφιλεγόμενη, τουλάχιστον ως προς την εφαρμογή της στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ (και μετέπειτα ΚΙΝΑΛ).
Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι τα κόμματα είναι φορείς πολιτικών στρατηγικών για την άνοδο στην εξουσία και την άσκησή της. Και είναι το περιεχόμενο της στρατηγικής που επικαθορίζει την οργανωτική και προγραμματική σκευή ενός κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που βρέθηκε στη θέση ενός κόμματος που διεκδικεί την κυβέρνηση υποχρεώθηκε de facto να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, αφήνοντας πίσω του στοιχεία που συνόδευαν ένα κόμμα της ήσσονος αντιπολίτευσης, το οποίο ωστόσο είχε σημαντική γείωση στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων. Συνήθως αυτές οι προσαρμογές είναι αντιφατικές και έχουν πολλαπλές επιδράσεις στη φυσιογνωμία ενός κόμματος. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η προετοιμασία για την κυβέρνηση αλλά και η ίδια η άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας διόγκωσαν το λεγόμενο «κόμμα σε δημόσιο αξίωμα» (δηλαδή το κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό σκέλος) έναντι του οργανωμένου κόμματος σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο. Αυτό συνοδεύτηκε και από την περαιτέρω ενίσχυση της θέσης του ηγέτη στην κομματική δομή, ο οποίος απολάμβανε μια διευρυμένη αυτονομία, σε σχέση τουλάχιστον με τα χρόνια πριν από το 2010. Αναπόφευκτα, η ισχυρά αυτονομημένη ηγεσία σχετίζεται και με το χάρισμα του Αλ. Τσίπρα, ωστόσο, όπως έχει δειχτεί σε πολλές συγκριτικές εμπειρικές έρευνες, οι κομματικές οργανώσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες προεδροποιούνται ακολουθώντας μια αντίστοιχη τάση στα πολιτικά συστήματα. Ο εκτελεστικός βραχίονας του συστήματος εξουσίας και ο/η επικεφαλής του αυτονομούνται λειτουργικά από τα κοινοβούλια και αυτό σε επίπεδο κομμάτων σηματοδοτεί την αποκοπή των ηγεσιών από τις οργανωμένες δομές τους. Αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι το τίμημα της άσκησης της εξουσίας, καθώς οι ηγέτες προτιμούν να απευθύνονται αδιαμεσολάβητα στο εκλογικό σώμα και λιγότερο να δεσμεύονται από τις συλλογικές διαδικασίες των κομματικών οργανώσεων.
Η εκλογή ηγεσίας από μια διευρυμένη κομματική βάση –και της Κεντρικής Επιτροπής από ένα περισσότερο προσδιορισμένο εκλογικό σώμα– σηματοδοτεί την απομάκρυνση του ΣΥΡΙΖΑ από την οργανωτική παράδοση στην οποία είναι εγγεγραμμένος. Τα επίδικα για τα λοιπά επίπεδα της κομματικής οργάνωσης σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο είναι πλέον ανύπαρκτα και στην πραγματικότητα φαίνεται πως οικοδομείται ένα κόμμα με ένα διογκωμένο κέντρο και μια περαιτέρω αποδυναμωμένη περιφερειακή και τοπική συγκρότηση. Μένει να φανεί εάν η συγκεκριμένη οργανωτική εξέλιξη θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα τουλάχιστον στο επίπεδο της εκλογικής κινητοποίησης, αν και για ένα κόμμα της Αριστεράς αυτό δεν ήταν ποτέ και δεν θα πρέπει να είναι το αποκλειστικό κριτήριο της οργανωτικής στρατηγικής του.
Οι ηγέτες προτιμούν να απευθύνονται αδιαμεσολάβητα στο εκλογικό σώμα και λιγότερο να δεσμεύονται από τις συλλογικές διαδικασίες των κομματικών οργανώσεων