Οι υποκλοπές έπληξαν το κύρος των Ενόπλων Δυνάμεων
Ο ναύαρχος ε.α., πρώην υπουργός Εθνικής Αμυνας και υποψήφιος στο επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, απαντά αναλυτικά σε όλες τις δύσκολες ερωτήσεις που του θέτουμε
Ουποψήφιος στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ Ευάγγελος Αποστολάκης τονίζει στο Documento πως δεν θα ανεχόταν να παραμείνει στη θέση του αν ήταν θύμα παρακολούθησης από την κυβέρνηση, όπως ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος, αλλά και υπογραμμίζει πως η κρίση εμπιστοσύνης που προκλήθηκε «μεταξύ της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας» αποτελεί μεγάλο δώρο για τους «απέναντι». Ο ναύαρχος ε.α. και πρώην υπουργός Εθνικής Αμυνας υποστηρίζει επίσης πως η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να τον τοποθετήσει στην τρίτη θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας «υποδηλώνει τον σεβασμό που δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία στον κόσμο των Ενόπλων Δυνάμεων», ενώ ξεκαθαρίζει πως μια προοδευτική κυβέρνηση θα καταστήσει τη χώρα εταίρο που δεν θα είναι δεδομένος και υποχωρητικός. Επιπλέον στηλιτεύει τη μη κύρωση των μνημονίων με τη Βόρεια Μακεδονία εξαιτίας «μικροεκβιασμών» στο εσωτερικό της γαλάζιας παράταξης, χαρακτηρίζοντας παράλληλα υποχρέωση την αξιοποίηση της ΕΑΒ για τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Τι κλίμα επικρατεί στις Ενοπλες Δυνάμεις μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησης της ηγεσίας του στρατεύματος;
Η αποκάλυψη πληροφοριών ότι στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων παρακολουθούνταν από το δίκτυο που είχε στηθεί από την ΕΥΠ της χώρας, με χρήση μάλιστα του παράνομου λογισμικού Predator, προκάλεσε στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως και σε όλη τη χώρα άλλωστε, αμηχανία, θυμό και απογοήτευση. Επλήγη βάναυσα το κύρος των Ενόπλων Δυνάμεων και είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι έχει περάσει τόσος καιρός και καμία πειστική απάντηση δεν έχει δοθεί από κυβερνητικά χείλη.
Πώς κρίνετε την ανανέωση της θητείας του Α/ΓΕΕΘΑ και θύματος του παρακρατικού μηχανισμού Κων. Φλώρου; Αν ήσασταν στη θέση του, τι θα είχατε κάνει;
Είναι λεπτό ζήτημα και ταυτόχρονα πάρα πολύ σοβαρό. Εγώ δεν θα ανεχόμουν να παραμείνω στη θέση μου αν μάθαινα ότι με παρακολουθούσαν μέσα από την ίδια την κυβέρνηση. Αυτό δείχνει πρώτα απ’ όλα κάτι απλό: πως υπάρχει κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο σε μια δύσκολη συγκυρία ο απέναντι να γνωρίζει ότι υπάρχουν τέτοια προβλήματα. Ενδεχομένως μια από τις επιδιώξεις μιας χώρας να είναι και η πρόκληση κρίσης εμπιστοσύνης στην ηγεσία μιας αντίπαλης χώρας και εμείς πάμε και τα κάνουμε μόνοι μας. Αυτά τα
πράγματα εκτός από γελοία είναι και επικίνδυνα.
Τι συμβολίζει η τοποθέτησή σας σε εκλόγιμη θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις Ενοπλες Δυνάμεις;
Η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια συνεργασίας υποδηλώνει τον σεβασμό που δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία στον κόσμο των Ενόπλων Δυνάμεων. Οπως ξέρετε από πολλές έρευνες που έχουν γίνει, οι Ενοπλες Δυνάμεις πάντα βρίσκονται στην κορυφή της λίστας με τους θεσμούς που οι Ελληνες πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο. Αρα, πέρα από το προσωπικό, ο Αλέξης Τσίπρας αποφασίζοντας να εντάξει στο ψηφοδέλτιο επικρατείας έναν άνθρωπο με τη δική μου πορεία αναγνωρίζει και τιμά τη σχέση εμπιστοσύνης που υπάρχει ανάμεσα στις Ενοπλες Δυνάμεις και τους πολίτες. Δεν είναι μονόπλευρο δηλαδή. Οι Ενοπλες Δυνάμεις δεν είναι κάτι έξω από την κοινωνία αλλά κομμάτι της. Και κατ’ επέκταση οι Ενοπλες Δυνάμεις δεν είναι κάτι ξένο προς τη μεγάλη προοδευτική και δημοκρατική πλειοψηφία των πολιτών αλλά κομμάτι της. Και έχω την τιμή ότι μου έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας την ευκαιρία να εκφράσω ακριβώς αυτήν τη σχέση στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε την αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ εξαιτίας –μεταξύ άλλων– της επ’ αόριστον παραχώρησης των στρατιωτικών βάσεων. Μπορεί να αναστραφεί το «δόγμα Παπάγου»; Κι αν ναι, πώς;
Το «δόγμα Παπάγου», όπως λέτε, είναι δόγμα που ανήκει σε άλλες εποχές. Δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με τη σημερινή εποχή. Και όσοι θα προσπαθούσαν να το επαναφέρουν θα καταλάβαιναν σύντομα ότι πρόκειται για αναχρονιστικές επιλογές. Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, μέλος της ΕΕ και έχει αναπτύξει συμμαχίες και συμφωνίες με χώρες που δεν είναι μέλη ούτε του ΝΑΤΟ ούτε της ΕΕ. Θα μπορούσα να αναφέρω δύο παραδείγματα: το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που άνοιξε τον στρατηγικό διάλογο με τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που με τη Συμφωνία των Πρεσπών έδωσε λύση σε ένα χρόνιο πρόβλημα, που όπως βλέπετε σήμερα θα μπορούσε να αποτελέσει αγκάθι στα βόρεια σύνορά μας. Κάναμε την αρχή για την ανάπτυξη μιας στρατηγικής – αμυντικής σχέσης με τη Βόρεια Μακεδονία προτού προλάβουν άλλοι να το κάνουν. Επικεντρωθήκαμε σταθερά από δική μας επιλογή, χωρίς εξωτερικές πιέσεις, σε μια κατεύθυνση που στο επίκεντρό της ήταν η ουσία της διεθνούς πολιτικής: η ασφάλεια και η προοδευτική ενίσχυση
της χώρας στην περιοχή της. Η Ελλάδα λοιπόν με τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ως κυβέρνηση θα τιμήσει τις συμμαχίες της, θα τις αναπτύξει. Παράλληλα, όμως, στο πλαίσιο των συμμαχιών της δεν θα είναι ο δεδομένος και υποχωρητικός εταίρος, θα διατηρήσει την αυτονομία της και θα διεκδικεί τα δίκαια συμφέροντά της. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει ξανά υπολογίσιμη δύναμη.
Επίσης, μια προοδευτική κυβέρνηση θα βάλει φρένο στην αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία;
Είναι πολύ καλή ερώτηση για να επεκτείνω το παραπάνω σκεπτικό. Μια προοδευτική κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχίσει αυτή την πολιτική. Τη στιγμή που έχεις δίπλα ένα γείτονα που κάθε τρεις και λίγο εξαπολύει ευθείες απειλές κοιτάς πώς θωρακίζεσαι εσύ ο ίδιος. Με βάση ποια εκτίμηση η κυβέρνηση έκρινε ότι εμάς μας περισσεύουν οπλικά συστήματα για να τα χαρίζουμε αλλού, ιδίως όταν εκείνη την περίοδο η Τουρκία βρισκόταν σε ένα κρεσέντο λεκτικής επιθετικότητας; Ηταν μια επιλογή και μια στρατηγική παντελώς λανθασμένες και επικίνδυνες. Επίσης, με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα χάνει τη δυνατότητα οποιασδήποτε παρέμβασης στην κατεύθυνση να σταματήσει ο πόλεμος. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ από την πρώτη στιγμή είχε αντιδράσει για τις ενέργειες αυτές της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Να διευκρινίσω πως δεν γεννάται ζήτημα τήρησης των συμφωνιών που έχουν ήδη υπογραφεί, αλλά μιλάω για την υπογραφή νέων συμφωνιών.
Ο αντ’ αυτού του πρωθυπουργού Γ. Γεραπετρίτης έχει τοποθετήσει την κόκκινη γραμμή με την Τουρκία στα 6 ν.μ. Εσείς πού την τοποθετείτε;
Νομίζω ήταν ξεκάθαρο ατόπημα η αναφορά αυτή του κ. Γεραπετρίτη. Και δεν μιλάω μόνο γι’ αυτόν καθαυτό τον προσδιορισμό της κόκκινης γραμμής. Δηλαδή, πέραν αυτού, θεωρώ ότι τέτοιες αναφορές δεν μπορεί να γίνονται δημόσια. Κατανοώ απολύτως το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, ωστόσο θα πρέπει παράλληλα να είμαστε προσεκτικοί. Η άλλη πλευρά γνωρίζει πολύ καλά τις θέσεις μας, μην έχετε αμφιβολία γι’ αυτό. Η Ελλάδα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έχει κάθε δικαίωμα όποτε το θελήσει να προβεί σε επέκταση των χωρικών υδάτων της. Οφείλει κάθε στιγμή να το υπενθυμίζει αυτό. Οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε αυτό το ζήτημα είναι εκτός του στρατηγικού πλαισίου όπως έχει διαμορφωθεί για δεκαετίες από το σύνολο των ελληνικών κυβερνήσεων. Σας θυμίζω πως επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σε αντίστοιχες προκλήσεις, που δεν αφορούσαν βέβαια τα χωρικά ύδατα αλλά τη δυνάμει ελληνική ΑΟΖ, είχαμε αποτρέψει αποτελεσματικά τις προκλητικές τουρκικές ενέργειες.
Τα μνημόνια συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία θα τα ψηφίσει μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ;
Εχουμε ήδη αργήσει, κ. Προβολισιάνε. Σας είπα πριν πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα τηρήσει συμφωνίες που έχουν υπογραφεί από την απερχόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Ομως η Νέα Δημοκρατία για μικροκομματικούς λόγους κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό της σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες σχέσεις μας με χώρες των Βαλκανίων και κυρίως με τη Βόρεια Μακεδονία. Επί τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τηρούσε υποκριτική στάση απέναντι σε αυτό το ζήτημα. Ηξερε καλά ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι πάρα πολύ καλή συμφωνία για τα ελληνικά συμφέροντα, τη χρησιμοποιούσε στα διεθνή φόρουμ και πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά στο εσωτερικό ψάρευε στα θολά νερά του λαϊκισμού. Τα μνημόνια συνεργασίας η απερχόμενη κυβέρνηση δεν τα ψήφισε γιατί θα αναδεικνυόταν αυτή η υποκριτική στάση. Σε αυτό το θέμα το κομματικό συμφέρον μπήκε πάνω από το εθνικό και η Ελλάδα εκτέθηκε διεθνώς. Αν οι σύμμαχοι βλέπουν πως δεν τηρείς συμφωνίες, αν βλέπουν πως δεν τιμάς συμμαχίες, αν χάνεις τη σταθερότητα των θέσεών σου λόγω μικροεκβιασμών μέσα στη χώρα και στο κόμμα σου, δεν μπορείς να πείσεις κανέναν μετά για μεγαλύτερα ζητήματα.
Αλλά ας θυμηθούμε τι μνημόνια είναι αυτά. Είναι η εναέρια επιτήρηση του FIR των Σκοπίων από την Ελλάδα, είναι η συνεργασία των δύο χωρών για την επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ και είναι η ίδρυση συντονιστικής επιτροπής για την οικονομική συνεργασία. Και εδώ ξεκινάει το παράλογο. Ποιος δεν θέλει η Ελλάδα να είναι εκείνη που επιτηρεί το FIR των Σκοπίων; Ποιος δεν θέλει την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ; Ποιος δεν θέλει στενότερες οικονομικές και επιχειρηματικές σχέσεις των δυο χωρών; Μιλάμε για αυτονόητα πράγματα. Κι όμως αυτά τα αυτονόητα πράγματα επί τέσσερα χρόνια δεν τα κάναμε. Και μετά διαμαρτύρονται εκείνοι που διαμαρτύρονται γιατί δεν μας ακούν οι σύμμαχοί μας. Πρέπει να ξαναβρούμε την αξιοπιστία μας απέναντι στους συμμάχους μας.
Εάν καταφέρετε να κόψετε πρώτοι το νήμα των εκλογών της 21ης Μαΐου, υπάρχουν εξοπλιστικά προγράμματα που θα επαναδιαπραγματευτείτε; Θα ικανοποιήσετε το αίτημα για αξιοποίηση της ΕΑΒ;
Η ερώτησή σας έχει δύο διαφορετικά σκέλη, που όμως επικοινωνούν μεταξύ τους. Για να γίνω, όμως, σαφής, έχουμε δηλώσει σε όλους τους τόνους με τον πιο επίσημο τρόπο –τις δηλώσεις του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα– πως θα τιμήσουμε τις συμβάσεις που έχει υπογράψει η χώρα. Ωστόσο δεν θα μείνουμε εκεί. Θα μπούμε στη διαδικασία να διεκδικήσουμε τη δυνατότητα να φέρουμε έργα που θα αναλάβει η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία. Είναι πλέον υποχρέωσή μας να το κάνουμε αυτό. Ολες οι χώρες το κάνουν και ιδίως η Τουρκία. Δεν έχει λογική μια χώρα όπως η δική μας με τις δεδομένες εξοπλιστικές ανάγκες να μην αξιοποιεί την εθνική της βιομηχανία. Σας θυμίζω, άλλωστε, πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν που αποφάσισε και δρομολόγησε την αναβάθμιση των F-16 και Papa-3 με ανάθεση του μεγαλύτερου έργου στην ΕΑΒ.
«Με τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση η Ελλάδα δεν θα είναι υποχωρητικός εταίρος»
«Η Ελλάδα μπορεί να γίνει ξανά υπολογίσιμη δύναμη»