«Εμπαινε Γιούτσοφ!»
Αγνωστες πτυχές από το σλαβομακεδονικό παρελθόν του Νίκου Γιούτσου που έγινε πολιτικός πρόσφυγας σε ηλικία μόλις 4 ετών
● Εν συντομία
Ο Νίκος Γιούτσος ήταν ένα από τα «παιδιά του Εμφυλίου» που εξοστρακίστηκαν από τα σλαβόφωνα χωριά της Μακεδονίας προς τις χώρες του ανατολικού μπλοκ.
● Γιατί ενδιαφέρει
Η σλαβομακεδονική καταγωγή του εξαλείφθηκε τεχνηέντως από τα αφιερώματα των ημερών.
Ο Νίκος Γιούτσος του Λεωνίδα και της Μαρίας γεννήθηκε το 1942, μες στις φλόγες του πολέμου. Νήπιο ακόμη βρέθηκε να ζει άγνωστος μεταξύ αγνώστων, με μοναδική παρηγοριά την αδερφούλα του, σε ορφανοτροφείο στην Ουγγαρία. Εκεί τον βάφτισαν «Μίκλος». Αν δεν ήξερε καλή μπάλα, θα ήταν ένα από τα μυριάδες σλαβόφωνα Ελληνάκια της πολιτικής προσφυγιάς που μέχρι σήμερα διεκδικούν δικαίωμα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους…
Στην αντιοθωμανική εξέγερση του 1903 στην ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών η σλαβομακεδονική κοινότητα Μακροχώρι του νομού Καστοριάς, σλαβιστί Κονόμλαντι, μέτρησε 26 νεκρούς. Ανάμεσα σε αυτούς που έπεσαν στις μάχες του Προφήτη Ηλία (το περίφημο Ιλιντεν) πρέπει να ήταν και κάποιοι με το επώνυμο Γιούτσος.
Μία δεκαετία αργότερα, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, περίπου 70 κάτοικοι του Μακροχωρίου έφτιαξαν τα απαραίτητα χαρτιά και μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, όπου ιδρύθηκε το Νόβι Κονόμλαντι, ας πούμε το «Νέο Μακροχώρι». Αλλοι τους ακολούθησαν πίσω από το «παραπέτασμα» στα χρόνια του μεσοπολέμου, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Η φυγάδευση
Το ορεινό Μακροχώρι της Καστοριάς βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα στα χρόνια του Εμφυλίου. Συντάχτηκε με τους κομμουνιστές αντάρτες (οι οποίοι ευαγγελίζονταν την «εθνική ισοτιμία» για τους πολίτες της λεγόμενης σλαβομακεδονικής μειονότητας της περιοχής), οπότε σφυροκοπήθηκε ανηλεώς. Η αδυσώπητη επέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων άφησε πίσω καμένη γη και 69 νεκρούς.
Οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού ήρθαν σε συνεννόηση με τους γονείς και φυγάδευσαν 219 παιδιά προς χώρες του ανατολικού μπλοκ ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω σφαγή. Ο τετράχρονος Νίκος και η ακόμη μικρότερη αδερφή του ήταν από αυτά τα προσφυγόπουλα του Εμφυλίου. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες μέχρι να ξαναδούν τη μάνα τους.
«Με το ζόρι δεν πήραν κανέναν από το χωριό» αφηγήθηκε ο παλαίμαχος μπαλαδόρος του Ολυμπιακού σε παλαιότερη συνέντευξή του στο «Φως των Σπορ». «Μας πήρανε για να σωθούμε, επειδή βομβαρδίζανε. Μας είπανε ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα ξαναγυρίζαμε πίσω. Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός».
«Ο Γιούτσοφ στον θρύλο Ολυμπιακό!» παιάνισε η ίδια εφημερίδα το καλοκαίρι του 1964. Γιούτσοφ, όχι Γιούτσος. Αναμφισβήτητα Ελληνας, ωστόσο. Δεν επιτρέπονταν τότε μεταγραφές ξένων παικτών στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ο Μανώλης Γλέζος ανέλαβε τις μεσολαβήσεις σε συνεργασία με τον Ελληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη ώστε να εκδοθεί διαβατήριο «μίας χρήσης» και να επαναπατριστεί το 22άχρονο προσφυγόπουλο, το «ουγγαρέζικο άλογο» όπως το βάφτισαν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο Γιούτσος έφυγε σχεδόν σκαστός από την Τσέπελ. «Ευτυχώς οι Ούγγροι με αντιμετώπισαν σαν άνθρωπο και όχι σαν ποδοσφαιριστή» θυμόταν. Στην Ελλάδα, βέβαια, το συννεφάκι έσκασε γρήγορα. Οι παράγοντες του Ολυμπιακού αθέτησαν πολλές και διάφορες υποσχέσεις, ενώ τα γραφειοκρατικά προβλήματα του απαγόρευαν τη συμμετοχή στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Εμφυλιοπολεμικό κλίμα
«Βρομοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις» του ψιθύριζαν οι αντίπαλοι στους φιλικούς αγώνες όπου συμμετείχε. «Και κάτι άλλες βρομιές, που ντρέπομαι να τις πω». Για καλή του τύχη ο «Μίκλος» γνώριζε ελάχιστα ελληνικά: «Μόνο μία καλημέρα ήξερα να πω. Και την αλφαβήτα».
Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του ’60, παραμονές της Αποστασίας, βάφτισε τον Ολυμπιακό ορμητήριο… κομμουνιστών, ιδίως όταν κατέφτασε στο Λιμάνι ο περίφημος Μάρτον Μπούκοβι, από την Ουγγαρία του υπαρκτού και αυτός. «Ο κομμουνισμός απειλεί και τον… αθλητισμό μας!» έγραψαν σαρκαστικά οι δημοκρατικές εφημερίδες της εποχής. «Η “γιάφκα του Ολυμπιακού” – Παντού “ερυθροί” προπονηταί! Οταν η κινδυνολογία υπερβαίνη κάθε όριο».
Απογοητευμένος από τις συνθήκες ζωής και εργασίας, ο Νίκος Γιούτσος αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να επιστρέψει στη Βουδαπέστη (όπου τον περίμενε η γυναίκα του Λιάνα, έγκυος και ασθενής): «Τίποτα πια δεν με κρατάει εδώ» έλεγε. Ηταν όμως αδύνατο να ταξιδέψει, αφού δεν είχε διαβατήριο.
Οταν τα προβλήματα διευθετήθηκαν ο «Μίκλος Γιούτσοφ» φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα επί δέκα χρόνια με απολογισμό τέσσερα πρωταθλήματα και τέσσερα Κύπελλα, αγωνίστηκε 15 φορές με την εθνική ομάδα της πραγματικής του πατρίδας, έγινε είδωλο στο Λιμάνι και άκουσε το όνομά του να γίνεται σύνθημα: «Εμπαινε Γιούτσο»! Χωρίς το ενοχλητικό «φ» στο τέλος.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Νίκος Γιούτσος τα έζησε στον Πειραιά. Και πότε πότε θυμόταν τα παλιά. «Ζούσαμε με την αδερφή μου σε ορφανοτροφείο, αλλά με υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, φαγητό εκεί, μπάλα εκεί. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση. Οταν έγινα ποδοσφαιριστής έπαιρνα καλά λεφτά! Στην Ελλάδα, συνάντησα ένα χάλι και ήθελα να φύγω. Δεν υπήρχαν νορμάλ γήπεδα με χορτάρι. Καλά καλά δεν είχαμε ποδοσφαιρικά παπούτσια».