Ν. Σταμπολίδης: Μουσεία, σχολεία της κοινωνίας
Μεγάλωσα με τη συνείδηση ότι ο εαυτός μας δεν είμαστε μόνον εμείς αλλά και ο απέναντι, ο άλλος
Τα μουσεία πρέπει να είναι τα σχολεία της κοινωνίας, λέει στην «Κ» ο αρχαιολόγος κ. Νίκος Σταμπολίδης, καθώς η γνώση του παρελθόντος μπορεί να φωτίσει τον δρόμο για το αύριο. «Επενδύοντας πάντα στους ανθρώπους», τονίζει.
Μια προστατευμένη αυλή από τους ανέμους και τον ήλιο, πεντακάθαρη και νοικοκυρεμένη. Με δένδρα, μαγευτικές ευωδιές λουλουδιών και απόλυτη γαλήνη. Με ρωμαλέους τοίχους που ξανακτίστηκαν από τα παλαιά οικοδομικά υλικά. Η μονή της Αγίας Ειρήνης στο Ρέθυμνο είναι ένα μικρό θαύμα, από αυτά που συναντά κανείς στην Κρήτη. Από τα παλαιότερα γυναικεία μοναστήρια του νησιού, καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Τούρκους στην επανάσταση του 1866. Και ξαναφτιάχτηκε χάρις στο πείσμα του μακαριστού μητροπολίτη Θεόδωρου Τζεδάκη το 1989. Ενας σωρός ερειπίων έγινε ένα από τα πιο όμορφα μοναστηριακά συγκροτήματα, το οποίο, μάλιστα, βραβεύτηκε από την Europa Nostra για την υποδειγματική αποκατάσταση.
Αυτό το ιδιαίτερο μέρος επέλεξε ο Νίκος Σταμπολίδης για τη συνέντευξη-γεύμα, μετά την ξενάγησή μας στον αρχαιολογικό χώρο της Ελεύθερνας. Ο αρχαιολόγος που έχει ταυτίσει το όνομά του με τη σπουδαία ανασκαφή στην αρχαία πόλη και τη νεκρόπολη, την πολυετή του διδασκαλία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης αλλά και το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, προτίμησε τον χώρο αυτό από μια πολύβουη ταβέρνα και είχε απόλυτο δίκιο. Κάτω από μια φορτωμένη κληματαριά, κουβεντιάσαμε όλο το απόγευμα για τη σχέση του με τον τόπο καταγωγής του, τα πλούσια πεπραγμένα του και τα νέα του σχέδια, απολαμβάνοντας τα εδέσματα της στοργικής φιλοξενίας που μας προσέφερε η ηγουμένη Θέκλα: φραγκόσυκα, σταφύλια, κρητική γραβιέρα, παξιμάδι, ρακί και δροσερό νερό.
Μικρασιάτης Κρητικός
Ο πραγματικός δάσκαλος είναι αυτός που σε κρατά από το χέρι για να σου δείξει ένα δρόμο με το έμπρακτο παράδειγμά του και αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ για τους φοιτητές μου. Ενας σωστός αρχαιολόγος δεν μπορεί να κοιτά μόνο την επιστήμη και να γυρίζει την πλάτη στον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν μπορείς να ασχολείσαι με το παρελθόν του ανθρώπου και να αψηφάς τη ζωή που είναι μπροστά σου.
Σημείο εκκίνησης, το υπέροχο τοπίο με τη θάλασσα στο βάθος. Πώς επενεργεί αυτή η ομορφιά και η μακραίωνη ιστορία στον ψυχισμό ενός ανθρώπου, που γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ; «Για μένα, η Κρήτη είναι το κέντρο του σταυρού, του οποίου οι άκρες σημαδεύουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: Τα Βαλκάνια στον Βορρά, τις ακτές της Αφρικής στον Νότο, την Εγγύς Ανατολή και την Ευρώπη στη Δύση. Η οικογένεια του πατέρα μου, όπως μαρτυρά και το επίθετο, ήταν από την Πόλη με περιουσία και στο Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ). Εκεί τους βρήκε η Μικρασιατική Καταστροφή και έτσι ήρθαν στην Ελλάδα με ένα κύμα προσφύγων που εγκαταστάθηκε στα Χανιά. Η μητέρα μου ήταν γεννημένη στη Σμύρνη με γιαγιά από την Πορτογαλία. Το 1922 εγκατέλειψε τη φλεγόμενη πόλη, μωρό στην αγκαλιά της μάνας της, και μεγάλωσε στην Κρήτη. Και εγώ, με ρίζες μικρασιατικές και κωνσταντινουπολίτικες, είμαι γέννημα θρέμμα Χανιώτης. Εχοντας δύο πατρίδες, αισθάνομαι διγενής. Το αντιμετώπιζα πάντα ως δώρο ζωής διότι με έκανε να μπορώ να συναισθανθώ τη θέση του άλλου και να βλέπω τα πράγματα σφαιρικά. Αυτό το μπόλιασμα με χαρακτηρίζει στη σκέψη, στην πράξη και στην κοσμοθεωρία».
«Ημουν το μικρότερο από τα πέντε αδέλφια και πέρασα εξαιρετικά ευτυχισμένα παιδικά και εφηβικά χρόνια στα Χανιά» συνεχίζει ο Νίκος Σταμπολίδης. «Ηταν σαν μια Βενετία της Ανατολής, κοσμοπολίτικη, αριστοκρατική στο πνεύμα και τη φιλοξενία, με σεβασμό για την πλούσια ιστορία και παράδοση που ξεκινά από την αρχαιότητα και φτάνει ώς την Κρητική Πολιτεία και τον Βενιζέλο. Μεγάλωσα με τραγούδια, ιστορίες, διηγήσεις για άλλους τόπους και για τις παλιές πατρίδες. Μέσα από τις πολλαπλές “οθόνες" που μου ανοίγονταν από τα ακούσματα, πάντα σκεφτόμουν και τη θέση του άλλου. Δηλαδή ο νους μου δεν πήγαινε μόνο στους δικούς μου που έφυγαν από τη Μικρασία, αλλά και τους Τουρκοκρητικούς που άφησαν για πάντα το νησί και έγιναν πρόσφυγες. Νομίζω ότι μεγάλωσα με τη συνείδηση ότι ο εαυτός μας δεν είμαστε μόνο εμείς αλλά και ο απέναντι, ο άλλος. Αλλωστε η ιστορία ήταν πανταχού παρούσα στο παλίμψηστο της Κρήτης. Δίπλα στο σπίτι μου ο Αγιος Νικόλαος, μια εκκλησία που έγινε αργότερα μουσουλμανικό τέμενος με μιναρέ, λίγο πιο πέρα ήταν ο βενετσιάνικος οικισμός του Εσωτερικού Καστελιού των Χανίων πάνω στα θεμέλια του παλατιού της μινωικής Κυδωνίας...».
Μου διηγείται πως παιδί έπαιζε με αρχαίες πέτρες που είχαν βρεθεί σε εργασίες που έγιναν στον κήπο συγγενικού σπιτιού. Αραγε αυτός ήταν ο λόγος που έγινε αρχαιολόγος; «Η ιστορικότητα ήταν συνυφασμένη με το περιβάλλον όπου γεννήθηκα. Και η σχετικότητα του χρόνου ήταν για μένα μεγάλη πρόκληση. Ομως εκείνο που μου άρεσε ήταν να μεταδίδω τη γνώση. Ο,τι μάθαινα στο σχολείο το ξαναδίδασκα στα παιδιά της γειτονιάς. Το πιο σημαντικό είναι ίσως ότι πάντα με ενδιέφερε ο ίδιος ο άνθρωπος μέσα από τη διαχρονία του: η ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού μέχρι σήμερα. Και μόνον η αρχαιολογία με την ευρύτερή της έννοια μπορεί να σε βάλει σε αυτό το ταξίδι».