Σαν μια πελώρια βιβλιοθήκη...
Για να μιλήσουμε χρειάζεται να αντικρίσουμε την πραγματικότητα, να βάλουμε τους εαυτούς μας δίπλα, όχι σε απόσταση ασφαλείας, με αυτούς που πραγματικά υποφέρουν. Ισως με αυτό τον τρόπο να μπορώ να μιλήσω για την αυριανή μέρα και με περισσότερη ασφάλεια για το πώς θα ήθελα να είναι η Ελλάδα το 2021. Οσο πιο μακρινό χρειάζεται να είναι το όραμα τόσο περισσότερο αισιόδοξος, μα ταυτόχρονα ρεαλιστικός, μπορώ να γίνω ιδίως για τις νεότερες γενιές τις οποίες καταφέραμε να φορτώσουμε με ένα δυσβάσταχτο χρέος.
Ο πρότερος βίος μου επιτρέπει να αυθαιρετήσω και να φαντασθώ την Ελλάδα του 2021 σαν μια πελώρια βιβλιοθήκη. Τη μεγαλύτερη, σε αυτήν την περίπτωση, βιβλιοθήκη στον κόσμο. Μια βιβλιοθήκη που θα περικλείει όλη τη σοφία, αλλά και τη δημιουργι- κότητα της νέας γενιάς. Θα έπρεπε ίσως να είναι και λίγο διδακτική και να έδινε οδηγίες με τους ανθρώπους που θα μας εξυπηρετούσαν για το πώς π.χ. θα μπορούσαμε όλοι μαζί να συμφιλιώσουμε μια ευημερούσα οικονομία με μια καλή και αλληλέγγυα κοινωνία. Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση, πάντως, αυτή η μεγάλη βιβλιοθήκη και ταυτόχρονα η Ελλάδα το 2021 να είναι βαρετή. Θα με ενοχλούσε αφάνταστα να μην μπορώ να νιώθω έκπληξη, ενδιαφέρον ή περιέργεια γι’ αυτά που συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν. Αν, τέλος, μπορούσα να πάω πίσω τον χρόνο, θα ήθελα πραγματικά να δω το 2021 μέσα από τη φωνή ενός ανδρόγυνου που στις 29.11.62 θυμόταν: «Κατεβήκαμε απ’ τα βουνά και πήγαμε στα χωριά μας. Τίποτε δεν βρήκαμε. Ολα ήτανε καμένα και ρημαγμένα. Ψυχές και άψυχα χαθήκανε όλα. Οι εκκλησίες μας μόνο σταθήκανε ορθές. Κάτσαμε λίγες μέρες στα ερείπια και μας έδωσαν οι Τούρκοι τζαντάρμες και φύγαμε όλοι για τη Σαμψούντα. Κατευθείαν πήγαμε και μείναμε εκεί δύο μήνες για να μπορέσουμε να μπούμε σε πλοίο να φύγουμε. Μας μπαρκάρανε σε τούρκικο καράβι και πήγαμε Σταμπούλ. Εκεί δεν κάτσαμε καθόλου, Αλλάξαμε πλοίο, μπήκαμε σ’ ένα ρούσικο και ήρθαμε Ελλάδα. Μας βγάλανε στο Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη. Μείναμε δέκα μέρες σε μία εκκλησία μέσα κι από κεί μας σηκώσανε και μας φέρανε εδώ στο Βαθύλακκο».**