Ορόσημο οι ευρωεκλογές για Γαλλία
Στόχος ισχυρές προσωπικότητες να ταξιδέψουν στις Βρυξέλλες
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, κ. Ζαν Αρτουί, ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη θέση του στη γαλλική Γερουσία προκειμένου να διεκδικήσει την εκλογή του στην επόμενη Ευρωβουλή. Ο ίδιος θεωρεί ότι εκεί θα δοθούν οι κρίσιμες μάχες για το μέλλον της Ε.Ε. Με την εκτίμηση αυτή συμφωνούν πολλοί στη Γαλλία, ενώ ορισμένοι δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους για το γεγονός ότι, όπως αναφέρουν, το Παρίσι έθεσε τα τελευταία χρόνια σε δεύτερη μοίρα την εκπροσώπησή του στις Βρυξέλλες, ενώ παλαιότερα έστελνε στο Ευρωκοινοβούλιο ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες. Οι επόμενες ευρωεκλογές λαμβάνουν χαρακτηριστικά ορόσημου και για τη Γαλλία, όπως και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η οικονομική κρίση αγκαλιάζει ασφυκτικά τη χώρα, που αναζητεί απαντήσεις με την πίεση του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού να επιτείνεται και να αποτυπώνεται οδυνηρά στις δημοσκοπήσεις που δίνουν ακόμα και την πρώτη θέση στις επόμενες ευρωεκλογές στη γαλλική ακροδεξιά, στο Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν. Παράλληλα, το Παρίσι συνειδητοποιεί ότι έχει απολέσει σημαντικό έδαφος στο ρόλο συνδιαμορφωτή της ευρωπαϊκής πολιτικής, με το ειδικό βάρος του Βερολίνου να αυξάνεται διαρκώς. Ο δημοσιογράφος του Radio France Ντανιέλ Ντεσκέλ περιγράφει την κρίση της Γαλλίας ως κρίση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. «Οι Γάλλοι ζουν με την ψευδαίσθηση ότι είναι το κέντρο του κόσμου. Η Γαλλία όμως δεν είναι τόσο ισχυρή όσο η Γερμανία, έχει χρέη, αποβιομηχάνιση. Δεν είναι πια σε θέση να παίρνει πρωτοβουλίες, είναι ουραγός στην Ευρώπη», αναφέρει.
Ο υπεύθυνος για ευρωπαϊκά και διεθνή θέματα του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, κ. Ζαν Κριστόφ Καμπανελί, επεκτείνει αυτό τον συλλογισμό, λέγοντας ότι η Δύση δεν βρίσκεται πλέον στην πρωτοπορία διεθνώς, καθώς οι αναδυόμενες χώρες έρχονται να αμφισβητήσουν αυτή την κυριαρχία. Θεωρεί, δε, ότι είναι πολύ πιθανό το 1/3 της επόμενης Ευρωβουλής να αποτελείται από ευρωσκεπτικιστές. Για να απαντήσει σε αυτά τα νέα δεδομένα, καθώς και στην οικονομική
Το Παρίσι συνειδητοποιεί ότι έχει απολέσει σημαντικό έδαφος στον ρόλο συνδιαμορφωτή της ευρωπαϊκής πολιτικής.
κρίση, το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα επεξεργάζεται ενόψει ευρωεκλογών ένα νέο πρόγραμμα με άξονες κατά της λιτότητας, με κατάργηση της τρόικας, με προστασία ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, με προώθηση κοινωνικού προγράμματος.
Ο γενικός διευθυντής του ινστιτούτου Notre Europe Jacques Delors, κ. Ιβ Μπερτονσινί, συμφωνεί ότι η άνοδος των λαϊκιστών και ευρωσκεπτικιστών είναι βέβαιη, ωστόσο εκτιμά ότι η μεγαλύτερη απειλή για την Ευρώπη είναι ο κίνδυνος διολίσθησης στον λαϊκισμό των μεγάλων κομμάτων. Θεωρεί, δε, την επιστροφή στην ανάπτυξη ως πειστική απάντηση στην κρίση και τα συνακόλουθά της. Στο πλαίσιο αυτό, το ινστιτούτο επεξεργάζεται μία πρόταση για ένα «σούπερ» ταμείο συνοχής, με χρηματοδότηση προγραμμάτων για το περιβάλλον και τον τουρισμό στις χώρες που έχουν πληγεί. Η γενική διευθύντρια του ιδρύματος Robert Schuman, κ. Πασκάλ Ζοανίν, θεωρεί ότι θα πρέπει, προκειμένου να απαντηθεί η ενίσχυση των άκρων από την κρίση, να ενισχυθεί το μήνυμα υπέρ της Ευρώπης.
Το μεγάλο ερώτημα, βεβαίως, είναι πώς θα τοποθετηθεί το Βερολίνο έναντι όλων αυτών και αν υπάρχει προοπτική για μία διαφορετική πολιτική από τη Γερμανία. Γαλλικές διπλωματικές πηγές εκτιμούν ότι η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ κέρδισε τις τελευταίες εκλογές ακριβώς για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την κρίση, κάτι που θεωρούν ότι συνεπάγεται συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Ο καθηγητής ευρωπαϊκής πολιτικής και ερευνητής, κ. Κριστιάν Λεκέσν τονίζει ότι θα ήταν λάθος να αναμένει κανείς μία διαφορετική πολιτική από τη Γερμανία λόγω της συμμετοχής του SPD στην κυβέρνηση, καθώς, όπως προσθέτει, στις βασικές πολιτικές και οικονομικές επιλογές τα δύο κόμματα έχουν κοινή γραμμή. Διαφορετική είναι η εκτίμηση του κ. Καμπανελί, ο οποίος θεωρεί ότι η γερμανική πολιτική θα αλλάξει αναγκαστικά, λόγω των επιπτώσεων της ύφεσης στις γερμανικές εξαγωγές, αλλά και εξαιτίας των συμβιβασμών της κ. Μέρκελ με τους σοσιαλδημοκράτες.