Το τέλος της εργασίας ή της θέσης εργασίας;
Οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν ταχύτατα το τοπίο στην οικονομία. Είναι φυσιολογικό. Οι μηχανές δεν βελτιώνουν απλώς την παραγωγικότητα της εργασίας, σε πολλές περιπτώσεις την υποκαθιστούν. Ο Τζέρεμι Ρίφκιν στο κλασικό του βιβλίο «Το τέλος της εργασίας» (εκδ. Α.Α. Λιβάνη) είναι απαισιόδοξος: «Διανύουμε την πρώτη φάση μιας μακροχρόνιας μετατόπισης από τη “μαζική εργασία” στην εξειδικευμένη “εργασία των εκλεκτών”, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αυτοματοποίηση στην παραγωγή αγαθών και στην παροχή υπηρεσιών. Εργοστάσια που δεν απασχολούν εργαζομένους και εικονικές εταιρείες “ξεπροβάλουν” στον ορίζοντα».
Οι αριθμοί μοιάζουν να μην τον δικαιώνουν. Παρά την αύξηση του πληθυσμού η ανεργία στις ΗΠΑ κυμαίνεται μεταξύ 5-10%, όσο περίπου ήταν και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (πλην των περιόδων κρίσης). Υπάρχει όμως μια μεγάλη μετατόπιση, και γεωγραφικά και εντός των διάφορων τομέων. Κάποτε η πρωτογενής παραγωγή ήταν το πεδίο απασχόλησης του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Σήμερα στη Βρετανία ο αγροτικός τομέας παράγει το 1% του ΑΕΠ, ενώ οι δουλειές του Διαδικτύου 8%. Γενικώς στις ανεπτυγμένες χώρες, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η αγροτική παραγωγή είναι το 2% του ΑΕΠ, η βιομηχανική το 30% και ο τομέας υπηρεσιών το 68%.
Αυτό όμως που αλλάζει ανεπαίσθητα, αλλά θα έχει καταλυτικές επιπτώσεις, είναι η φύση της εργασίας. Μπορεί να μην μπορούμε να μιλήσουμε για το «τέλος της εργασίας», αλλά όλα δείχνουν ότι στην οικονομία της πληροφορίας οδηγούμαστε στο «τέλος της θέσης εργασίας». Η ανατροπή που ήδη βλέπουμε να συμβαίνει στο πλαίσιο της οικο- νομίας της πληροφορίας είναι το καθεστώς υπεργολαβίας στην εργασία. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στον τομέα των υψηλών τεχνολογιών που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους υπό καθεστώς αυτοαπασχόλησης. Διαθέτουν ένα συμβόλαιο με την επιχείρηση, αναλαμβάνουν ένα έργο, το φέρουν εις πέρας και τέλος πληρώνονται. Δεν έχουν καμία υποχρέωση στην εταιρεία που τους προσλαμβάνει για συγκεκριμένο και σύντομο χρονικό διάστημα, και για ένα έργο κάθε φορά, ενώ αντίστοιχα και η επιχείρηση δεν έχει καμία υποχρέωση απέναντί τους.
Ας προβάλουμε αυτό το σχήμα στο μέλλον, κατ’ ουσίαν αναφερόμαστε σε μια νέα αγορά πληροφορίας. Υπεργολάβοι θα αγοράζουν πληροφορία με τη μορφή συνεχούς επιμόρφωσης και θα την πωλούν με τη μορφή προγραμμάτων-εργολαβιών σε εταιρείες. Εχουν τη δυνατότητα να πληρωθούν εφάπαξ είτε να συμμετάσχουν στα κέρδη. Κατά μία έννοια, θα συμμετέχουμε σε επιχειρήσεις, διαθέτοντας το δικό μας προσωπικό κεφάλαιο, που είναι το μυαλό μας.
Σε μια οικονομία της πληροφορίας επίσης, προικισμένοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να συνεργαστούν, να ξεκινήσουν από κοινού ένα πρόγραμμα, να το πωλήσουν στη συνέχεια και να συμμετάσχουν τέλος στα κέρδη. Η εταιρεία που θα συστήσουν θα έχει διάρκεια ζωής όση ακριβώς και το πρόγραμμα. Επεξεργάζονται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, δημιουργούν μια αξία και συμμετέχουν στα κέρδη, με τη μορφή δικαιωμάτων. Η αγορά τους δεν είναι ακραιφνώς διεθνής (η εργασία τους συνεχίζει να έχει σχέση με υλικά, χαρτί ή οπτικούς δίσκους), ο πυρήνας όμως της δουλειάς τους είναι η αγορά και η πώληση πληροφορίας.
Η ανατροπή που συμβαίνει στην οικονομία της πληροφορίας είναι το καθεστώς υπεργολαβίας.